Κριτική θεάτρου: “Απλή μετάβαση” στο Εθνικό Θέατρο.
Η ιστορία του μιούζικαλ αποδεικνύει πως αυτό το είδος δεν περιορίστηκε μόνο σε όρους φαντασμαγορίας και εντυπωσιοθηρίας, αλλά τοποθετήθηκε, και μάλιστα δυναμικά, επάνω σε ιστορικά γεγονότα και κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις μεγάλης κλίμακας.
Πολύ συχνά, αν όχι πάντα, αυτή η φαντασμαγορία επείχε θέση προκαλύμματος, προκειμένου να μετριαστούν ή να παρεισφρήσουν τεχνηέντως προπαγάνδες στα εκάστοτε καλλιτεχνικά έργα, ακόμα και να εδραιωθούν ζωτικής σημασίας πολιτικές πεποιθήσεις.
Για παράδειγμα, μια μελέτη της καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας του Τζην Κέλλυ απέδειξε ότι ο αριστερής ιδεολογίας ηθοποιός, χορευτής και χορογράφος προσάρμοζε την κίνησή του και τη σημειολογία των χορογραφιών του με τρόπο που να αναδεικνύει τη σωματικότητα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων της λαϊκής τάξης, σε αντίθεση με τον Φρεντ Ασταίρ που εκπροσωπούσε τον κόσμο της αριστοκρατίας.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε το Κραχ του 1929, και κατά την εφαρμογή του New Deal, μιούζικαλ όπως το Of Thee I Sing και το Let’em eat the cake (sequel του πρώτου) θα αποτυπώσουν το τεταμένο κλίμα της εποχής του πολιτικού και οικονομικού αδιεξόδου, ενώ η δημιουργία του Μαρκ Μπλιτστάϊν The Cradle Will Rock, εγγύτερα στο στυλ της μπρεχτικής παράδοσης του Επικού Θεάτρου, θα πραγματευτεί τα φαινόμενα διαφθοράς που επικρατούσαν στην αμερικανική βιομηχανία χάλυβα.
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι επιτυχίες Τhe Sound Of Music και Cabaret θα επιχειρήσουν να κραταιώσουν τα αντιπολεμικά αισθήματα στο κοινό μιας εποχής με νωπές ακόμα τις μνήμες από τις ναζιστικές θηριωδίες.
Ωστόσο, το μιούζικαλ, μέσα από έργα σαν το South Pacific, και αργότερα, το Ragtime και το Caroline, or Change, θα δώσει δυναμικό «παρών» και στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, ακόμα και όταν οι αγκυλώσεις γύρω από αυτό το θέμα πρόβαλλαν αντίσταση.
Ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η ανάδυση του κινήματος διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης των χίπις, θα φέρει στο προσκήνιο τη νέα «σχολή» των ροκ και ψυχεδελικών μουσικών έργων, δείγμα της οποίας είναι το Hair.
Δημιουργίες που τόλμησαν να αναδείξουν τις κακοδαιμονίες των σύγχρονων κοινωνιών, όπως το Rent για τη μάστιγα του AIDS και το Βilly Elliot για το δικαίωμα στη διαφορετικότητα (αν και με μια απλουστευτική προβληματική), θα καταστούν συνώνυμα κοινωνικής καμπάνιας και ενεργητικής συμβολής προς την κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης του κοινού, έως ότου η εμφάνιση του μιούζικαλ-τομή, Hamilton, που ανατρέχει στην Ιστορία των Η.Π.Α με αιρετικά μέσα και πρωτοφανή παρρησία εν μέσω της διακυβέρνησης Τραμπ, διαμορφώσει νέα δεδομένα για τη δημιουργία και πρόσληψη του συγκεκριμένου είδους.
Στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος») του πρωτότυπου έργου «Απλή μετάβαση», σε σκηνοθεσία Μίνωα Θεοχάρη, κείμενο-στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου και μουσική Θέμη Καραμουρατίδη, αξιοποιούνται οι δυναμικές του μιούζικαλ σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί το ψυχολογικό, και όχι μόνο, τοπίο πίσω από το εν εξάρσει στα χρόνια της οικονομικής κρίσης φαινόμενο του brain drain.
Οκτώ άνθρωποι, χαρακτήρες ετερόκλητοι και με διαφορετικές αφετηρίες ζωής, συναντιούνται στην αίθουσα επιβίβασης του αεροδρομίου λίγο πριν το ταξίδι τους για την αναζήτηση μιας καλύτερης προοπτικής στη Βρετανία.
Και όσο η πτήση της low cost εταιρίας που θα τους προσγειώσει στο όνειρο καθυστερεί, εκείνοι γνωρίζονται μεταξύ τους, διασταυρώνοντας εμπειρίες και ξετυλίγοντας συναισθήματα και σκέψεις, αλλά και τις ελπίδες και τους μύχιους φόβους τους μπροστά στη μεγάλη απόφαση. Καθένας από αυτούς φέρει ένα χαρακτηριστικό ξύλινο τροχήλατο βαλιτσάκι, ίδιο για όλους, όπως και ο προορισμός τους, που, εν πολλοίς, διαμορφώνει το σκηνικό χώρο και σηματοδοτεί τις αποσκευές ζωής, τις ματαιώσεις του παρελθόντος και τις προσδοκίες από το μέλλον.
Ιδέα επίκαιρη και αρκούντως πρόσφορη για καλλιτεχνικές αναγνώσεις, θα μπορούσε να ανασύρει ένα βαθύτερο προβληματισμό αν το κέντρο βάρους δεν μετατοπιζόταν ανερμάτιστα από το όποιο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο στις προσωπικές ιστορίες και σχέσεις και αντίστροφα.
Και παρότι η συμβολή της μουσικής (Θέμης Καραμουρατίδης) λειτουργεί απροκατάληπτα σε σχέση με τις παραδεδεγμένες φόρμες του αμερικάνικου και βρετανικού μιούζικαλ, εμπεδώνοντας το λόγο επάνω σε αυθεντικές, ρέουσες και με σκηνική λειτουργικότητα μελωδίες (κάτι το οποίο δεν ίσχυσε στη χορογραφική δημιουργία που κατέφυγε σε ανοίκειες αντιγραφές, όπως π.χ από το Mein Herr του Cabaret), το όλο αποτέλεσμα ορίζεται από μια μηχανιστική δομή (κάθε χαρακτήρας τίθεται, διαδοχικά, σε αλληλεπίδραση με όλους τους υπόλοιπους, ακόμα και αν δεν προκύπτει από αυτή κάτι ουσιαστικά αποκαλυπτικό), παλιλλογίες, προβλέψιμες ίντριγκες και ρηχούς διαλόγους, που συσκοτίζουν τυχόν εσώτερα κίνητρα προσδίδοντας, ενίοτε, στη σκηνική ατμόσφαιρα μια αίσθηση πεζότητας.
Με διάχυτη την αμηχανία για το τι και το πώς πρέπει να ειπωθεί, να συμβολοποιηθεί ή να φωτιστεί, η μουσική και στιχουργική «παράφραση» του Εθνικού Ύμνου αφήνει μια επίγευση αβασάνιστου σκεπτικισμού, ενώ το ειρωνικό ιντερμέδιο που ανακαλεί με κιτς σημειολογία παραστάσεις της ελληνικής Ιστορίας και παράδοσης (και πιθανότατα όπως αυτά αξιοποιήθηκαν αισθητικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004) «διεμβολίζει» καθοριστικά το συνεχές της «αφήγησης».
Σε επίπεδο ερμηνειών δεσπόζει εκείνη του Κωνσταντίνου Ασπιώτη, τόσο για τη φωνητική επάρκεια στην απόδοση των τραγουδιών όσο και για την προσαρμογή, συνολικά, της κίνησης σε συντεταγμένες που ορίζονται από το μουσικό κώδικα, και της Μαρίζας Ρίζου, που απέριττα, κατανοητά και συμπυκνωμένα επιτυγχάνει να επικοινωνεί το ρόλο που επωμίζεται.
Ο Νίκος Λεκάκης και ο Φοίβος Ριμένας καλούνται να υπηρετήσουν σπασμωδικά ένα συγκεχυμένο και αναχρονιστικό queer σχόλιο, ενώ η Μαρία Διακοπαναγιώτου αποδεικνύεται υπερβαλλόντως διακριτή σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο.
Η Χαρά Κεφαλά καταφέρνει να εντοπίζει μια καίρια θέση στο χώρο που της αναλογεί, αν και, σε υποκριτικό επίπεδο, παραμένει αγκυρωμένη σε παρωχημένα κλισέ.
Τέλος, ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς και η Νάνσυ Σιδέρη καταθέτουν ένα στίγμα επαρκές και μέχρι του σημείου που το ίδιο το λιμπρέττο επιτρέπει να αναπτυχθούν οι χαρακτήρες τους.
“Απλή μετάβαση”: Ταυτότητα παράστασης
- Κείμενο, Στίχοι τραγουδιών: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
- Σκηνοθεσία: Μίνως Θεοχάρης
- Μουσική σύνθεση, Ενορχήστρωση: Θέμης Καραμουρατίδης
- Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος: Ηλένια Δουλαδίρη
- Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
- Επιμέλεια ορχήστρας: Δημήτρης Σιάμπος
- Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
- Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
- Βοηθός ενορχηστρωτή: Αντώνης Παλαμάρης
- Βοηθός σκηνοθέτη: Ελευθερία Μπενοβία
- Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Ιωάννα Καλαβρού
Διανομή:
- Άρης: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
- Γιώργος: Κωνσταντίνος Γαβαλάς
- Μαρία: Μαρία Διακοπαναγιώτου
- Δάφνη: Χαρά Κεφαλά
- Νταμόν: Νίκος Λεκάκης
- Λένα: Μαρίζα Ρίζου
- Σπύρος: Φοίβος Ριμένας
- Νεφέλη: Νάνσυ Σιδέρη
Μουσικοί επί σκηνής:
- Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος – ηλεκτρικό μπάσο, κοντραμπάσο
- Αντώνης Παλαμάρης – πλήκτρα, πιάνο
- Στέφανος Σακελλαρίου – ντραμς
- Δημήτρης Σιάμπος – κλασική, ακουστική & ηλεκτρική κιθάρα