Μετεωρίτες: Μόλις πρόσφατα, την 1η Φεβρουαρίου, ο άνθρωπος ήρθε αντιμέτωπος με τη δύναμη της φύσης, τη δύναμη του απρόσμενου.
Έγινε θεατής σε ένα γεγονός, που ο χρόνος θέασης και αντίδρασης εμπρός στο γεγονός είναι τόσο λίγος όσος απαιτείται για να ανοιγοκλείσουμε τα βλέφαρά μας.
Ένα τέτοιο γεγονός ήταν η πτώση ενός μετεώρου στη περιοχή της Κούβας και η μετέπειτα ανάκτηση από το έδαφος μικρών κομματιών μετεωρίτη. Ένας μετεωρίτης που απομένει να μελετηθεί από τους επιστήμονες, ώστε να δούμε την ακριβή προέλευσή του.
Ένα αντίστοιχο γεγονός, που προκάλεσε τη θραύση τζαμιών και τον τραυματισμό περισσότερων από 1.000 ανθρώπων, έλαβε χώρα στη περιοχή της Ρωσίας, στις 15 Φεβρουαρίου 2013.
Τότε ένας μικρός αστεροειδής διαμέτρου 18 περίπου μέτρων εισήλθε στην ατμόσφαιρα της Γης με την απίστευτη ταχύτητα των 19 χιλιομέτρων ανά δευτερόλεπτο, με άλλα λόγια σα να κάλυπτε ένα αυτοκίνητο την απόσταση Αθήνα-Κόρινθο σε μόλις τέσσερα δευτερόλεπτα!
Το ουράνιο αυτό βραχώδες σώμα εξεράγη στον αέρα πάνω από την περιοχή Τσελιάμπινσκ και κομμάτια του έπεσαν στο έδαφος. Το μεγαλύτερο εξ αυτών είχε βάρος λίγο μεγαλύτερο από 650 κιλά (δηλαδή ζύγιζε λίγο παραπάνω από το μισό βάρος ενός μέσου αυτοκινήτου) και ανασύρθηκε από τη λίμνη Cebarkul.
Η συνολική ενέργεια που απορρίφηθηκε από την ατμόσφαιρα κατά την είσοδο του μετεώρου, ισοδυναμούσε με 400-500 κιλοτόνους ΤΝΤ, δηλαδή η ενέργεια αυτή ήταν κατά μέσο όρο όσο 30 φορές μεγαλύτερη από εκείνη που εκλύθηκε κατά την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα.
Στην Ελλάδα υπάρχει μόνο μία περίπτωση επιβεβαιωμένης ανάκτησης μετεωρίτη, τον Ιούνιο 1818, στη περιοχή των Σερρών. Το δείγμα αυτό, που ονομάστηκε ευλόγως Seres, εκτίθεται στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης στην Αυστρία.
Ένα ακόμη πιο τρομακτικό παράδεγμα πτώσης αστεροειδούς έλαβε χώρα πριν από περίπου 65 εκατομμύρια χρόνια.
Ένα γεγονός μεγάλων διαστάσεων που συγκλόνισε όχι μόνο τη περιοχή στην οποία έπεσε, αλλά και το παγκόσμιο γήϊνο στερέωμα, οδηγώντας στην εξαφάνιση όχι μόνο των δεινοσαύρων, αλλά και περίπου του 85% της ζώσας ύλης στη Γη.
Για την εξάλειψη των επικριτικών και αντίθετων επιστημονικών απόψεων, μία διακρατική αποστολή πραγματοποίησε βαθιά γεώτρηση 1.300 μέτρων στην περιοχή Chicxulub στο Μεξικό το 2016.
Πλέον, ένας μεγάλος αριθμός πετρωμάτων από το δαχτυλίδι που δημιουργήθηκε στο κέντρο του κρατήρα, βρίσκονται προς μελέτη από ειδικούς επιστήμονες με σκοπό αφενός τη λεπτομερή διαλεύκανση των συνθηκών κατά την πτώση του αστεροειδούς και αφετέρου την οριστική απόδοση -με βεβαιότητα πλέον- του γεγονότος της εξαφάνισης των δεινοσαύρων στην πτώση του μεγάλου αστεροειδούς, διαμέτρου περίπου δέκα χιλιομέτρων.
Το γεγονός της πρόσκρουσης του αστεροειδούς στην Κ.Αμερική είχε παγκόσμιες συνέπειες στη Γη, ωστόσο δεν συγκρίνεται με εκείνο που οδήγησε στη δημιουργία του κρατήρα στην περιοχή Vredefort της Νότιας Αφρικής.
Τότε που, πριν από 2,1 δισεκατομμύρια χρόνια, η περιοχή εκείνη σείστηκε από την πτώση ενός τεραστίων διαστάσεων αστεροειδούς, συμβάλλοντας στη δημιουργία του μεγαλύτερου κρατήρα, διαμέτρου 300 χιλιομέτρων, που έχει ανακαλυφθεί ποτέ στη Γη.
Όπως γίνεται αντιληπτό, πάντα έπεφταν αστεροειδείς διαφορετικών μεγεθών και το ίδιο θα συνεχίσει να γίνεται και στο μέλλον. Η ανάκτηση των μετεωριτών από την επιφάνεια της Γης είναι το βήμα εκείνο που μας βοηθά να κοιτάξουμε με μεγάλη λεπτομέρεια τα μητρικά τους σώματα -τους αστεροειδείς- που εισέβαλαν βιαίως στην ατμόσφαιρα της Γης.
Μία τέτοια αποστολή (Antarctic Search for Meteorites-ASNMET), η μεγαλύτερη από άποψης ανάκτησης αριθμού μετεωριτών, είναι χρηματοδοτούμενη από τη NASA, υλοποιείται από τα πανεπιστήμια Case Western Reserve και της Γιούτα, και υποστηρίζεται από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο της 42χρονης ιστορίας της Αποστολής, περισσότεροι από 23.000 μετεωρίτες -περίπου το 40% των μετεωριτών από έχουν ανακτηθεί απ’ όλη τη Γη- έχουν ανακτηθεί από την Ανταρκτική (σ.σ. ο Δρ. Γ.Μπαζιώτης είναι ο μόνος Έλληνας που συμμετείχε σε αυτή το 2017-2018).
Η εν λόγω αποστολή βοηθά στο να συλλεχθούν τα ίχνη του διαστήματος, δηλαδή εκείνα τα πετρώματα που είτε έχουν σχηματιστεί στα πρώτα στάδια δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, είτε σε μεταγενέστερα, και απαντούν σε σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την εξέλιξη πλανητών (όπως ο πλανήτης ‘Αρης), δορυφόρων (όπως η Σελήνη) ή αστεροειδών (όπως η Εστία).
Στα ορυκτά συστατικά των πετρωμάτων κρύβονται πληροφορίες σχετικά με τη δυναμική των συγκρούσεων των αστεροειδών είτε μεταξύ τους είτε με άλλα μεγαλύτερα ουράνια σώματα.
Επίσης, μελετώντας το εσωτερικό των μετεωριτών, προκύπτουν δεδομένα που συνδέονται εν πολλοίς με την αλληλεπίδραση της λιθόσφαιρας-επιφάνειας-ατμόσφαιρας και της πιθανής βιόσφαιρας στον πλανήτη ‘Αρη.
Το τελικό ζητούμενο για τον άνθρωπο δεν είναι απλώς η απάντηση των επιστημονικών ερωτημάτων που άπτονται της βασικής έρευνας, αλλά η βαθύτερη κατανόηση των “μυστικών” που κρύβουν οι μετεωρίτες και η μελλοντική χρησιμοποίηση της υπάρχουσας γνώσης για μελλοντικές αποστολές επιστροφής δειγμάτων υλικού από άλλα ουράνια σώματα (π.χ. ‘Αρης, Σελήνη, Χαγιαμπούσα, Μπενού).
Αυτή η συσσωρευμένη και συνεχώς επαυξανόμενη γνώση θα βοηθήσει στην εφαρμογή τεχνικών εκτροπής αστεροειδών (όπως η αποστολή Double Asteroid Redirection Test – DART της NASA), αλλά και η -για πρώτη φορά- προσπάθεια μελέτης των αποτελεσμάτων μίας πρόσκρουσης σε αστεροειδή (αποστολή HERA της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος-ESA στο σύστημα δυαδικού αστεροειδή του Διδύμου) με σκοπό τη προετοιμασία της ανθρωπότητας και την ανάπτυξη τεχνολογίας για την μελλοντική αντιμετώπιση ενός τέτοιου κινδύνου.
Σε αυτή την αποστολή, από πλευράς Ελλάδος, συμμετέχουν ο Αν. Καθηγητής Κλεομένης Τσιγάνης από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης που είναι μέλος της ομάδας έρευνας DART/HERA, ο Δρ. Χρήστος Ευθυμιόπουλος από το Κέντρο Ερευνών Αστρονομίας και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών της Ακαδημίας Αθηνών και εσχάτως η ομάδα μας από το Εργαστήριο Ορυκτολογίας-Γεωλογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όλα τα προηγούμενα θα βοηθήσουν περαιτέρω στο να συνθέσουμε ακόμα καλύτερα την εικόνα που έχουμε για το διάστημα και ίσως να απαντήσουμε στο μεγάλο ερώτημα αν είμαστε μόνοι.
*’Αρθρο για το ΑΠΕ-ΜΠΕ του επίκουρου καθηγητή Ορυκτολογίας-Πετρολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Μπαζιώτη
*Φωτογραφίες pixabay