Οικονομία

Σταθάκης: Επενδυτικές και εμπορικές προοπτικές με ιδιαίτερη δυναμική

Σταθάκης: Η Συμφωνία των Πρεσπών ικανοποιεί τρεις πάγιες θέσεις της ελληνικής πλευράς.

Σταθάκης: Η Συμφωνία των Πρεσπών επιτυγχάνει να ικανοποιήσει τις τρεις πάγιες θέσεις της ελληνικής πλευράς, σχετικά με την επίλυση του προβλήματος με τη γειτονική χώρα. Ενός προβλήματος, που συντηρήθηκε εξαιτίας της αδιάλλακτης στάσης, στην οποία επέμεναν οι επί δεκαετίες κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στα Σκόπια.

Η σημερινή κυβέρνηση, όμως, αποδείχθηκε διατεθειμένη να συζητήσει, ρεαλιστικά και ανοικτά, αναφέρει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, σε άρθρο του στην εφημερίδα Finance & Markets Voice.

«Καταφέραμε, έτσι, να καταλήξουμε σε αμοιβαία αποδεκτές θέσεις για ονομασία και γλώσσα, αλλαγές στο Σύνταγμα και την ιστορική πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι, σε αυτά τα τρία ζητήματα επικεντρώθηκε η αντιπαράθεση. Πρόκειται για τρία από τα βασικά συστατικά στοιχεία του έθνους-κράτους, όπως αυτό ταυτοποιήθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση.

Πρώτον, το όνομα και γενικότερα η γλώσσα. Αφετηρία είναι οι φιλόλογοι – οι άνθρωποι που φτιάχνουν τη γλώσσα, δεδομένου ότι όλες οι ομιλούμενες γλώσσες είναι σύγχρονες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα:

ο Αδαμάντιος Κοραής, απομονωμένος στο Άμστερνταμ, αποφασίζει να δημιουργήσει γραμματική, συντακτικό και λεξιλόγιο για την ελληνική γλώσσα, ενόψει της Επανάστασης και της δημιουργίας του ελληνικού εθνικού κράτους. Αντίστοιχες ιστορίες υπάρχουν για τις περισσότερες χώρες των Βαλκανίων, με τον Τύπο και τα σχολεία να παίζουν κομβικό ρόλο στη διάδοση της γλώσσας.

Μία από τις λίγες περιοχές για τις οποίες η εικόνα δεν είχε ξεκαθαρίσει, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν η γειτονική χώρα. Η Βουλγαρία αμφισβητούσε ότι ομιλείται μία διακριτή σλαβική μακεδονική γλώσσα, επιμένοντας ότι πρόκειται για βουλγαρική διάλεκτο.

Ανησυχώντας ότι η μη ύπαρξη διαφορετικής γλώσσας υποστηρίζει την ιδέα της Μεγάλης Βουλγαρίας, η ελληνική πλευρά επί δεκαετίες υποστήριζε ότι η γλώσσα είναι διακριτή και αυτό δεν άλλαξε ούτε μεταπολεμικά. Η λύση που προβλέπει η Συμφωνία αποσαφηνίζει πλήρως ότι η γλώσσα της γειτονικής χώρας είναι ακριβώς αυτή και προβλέπει σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό.

Δεύτερον υπάρχει η ανάγκη απόδειξης ότι ένα έθνος υπάρχει διά μέσω των αιώνων και δεν είναι φευγαλέο στην Ιστορία. Για την Ελλάδα ήταν εύκολη η σύνδεση, ενώ τις δικές τους αφηγήσεις δημιούργησαν και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί.

Στη γειτονική χώρα κυριάρχησαν τη δεκαετία του ’90 ακραίες αντιλήψεις, υπέρ μιας βαριάς ιστορικής συνέχειας, με αναφορές μέχρι τον Μέγα Αλέξανδρο. Ήταν μία προσπάθεια να διαφοροποιηθούν και να προσδιορισθούν, με προφανώς ανιστόρητο τρόπο. Και αυτό το θέμα αντιμετωπίζεται πλήρως από τη Συμφωνία.

Τέλος ένα τρίτο βασικό στοιχείο του εθνικού κράτους είναι η χάραξη των συνόρων. Στα Βαλκάνια, οι πληθυσμοί ήταν ιδιαίτερα ανάμεικτοι και γι’ αυτό συχνά ως μόνη λύση αποδείχτηκε ο πόλεμος.

Τα σύνορα φτιάχτηκαν μέσα από πόλεμο, με νικητές και ηττημένους, καθώς και από τις διεθνείς συνθήκες που ακολούθησαν τους πολέμους. Βασική, δε, αρχή, έκτοτε, είναι ότι δεν τίθεται θέμα επαναχάραξής τους. Οποιαδήποτε ανησυχία ότι θα αμφισβητηθούν, εγείρει ισχυρές αντιδράσεις. Γι’ αυτό ήταν απαραίτητες οι αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, που προβλέπονται στη Συμφωνία».