«Οι ηθικοί αυτουργοί αυτής της ακραίας πόλωσης για το μακεδονικό να δουν πού οδηγεί και ποιους ευνοεί αυτή η αντιπαράθεση, γιατί πρόκειται πολλές φορές για μικροκομματική μυωπία που οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο», δήλωσε ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Ζαχαριάδης στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για την εμπρηστική επίθεση με μολότοφ στο σπίτι της βουλευτή Πέλλας του κόμματος, Θεοδώρας Τζάκρη.
«Οι πρακτικές των τραμπούκων και των φασιστών δεν έχουν θέση στη δημοκρατία μας. Ο εμπρησμός του σπιτιού της κ. Τζάκρη και άλλες αθλιότητες που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, όπως στο σπίτι του κ. Καστόρη, πρέπει να καταδικαστούν από κάθε δημοκράτη πολίτη και κάθε δημοκρατικό πολιτικό φορέα. Η απόπειρα εκφοβισμού, όχι μόνο δεν μας πτοεί, αλλά μας κάνει πιο αποφασισμένους και είναι απολύτως βέβαιο ότι το φως θα νικήσει το σκοτάδι», τόνισε ο κ. Ζαχαριάδης.
Παρατήρησε, δε, ότι «η εκτράχυνση του πολιτικού λόγου και οι αναφορές σε προδότες, σε εθνική υποχώρηση και μειοδοσία, σε μειωμένη εθνική ευθύνη, που ακούγονται εδώ και πάνω από έναν χρόνο από βουλευτές και στελέχη κομμάτων -ακόμη και του δημοκρατικού τόξου- αποτελούν το πιο εύφορο έδαφος, για να μπορέσουν να εμφανιστούν τέτοιες φασιστικές πρακτικές».
Σε ό,τι αφορά την αποψινή ψηφοφορία για την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι «είναι ρεαλιστικός, εφικτός ο στόχος να έχουμε την απόλυτη πλειοψηφία του 151, η οποία πέρα από τα νομικά ζητήματα -που δεν υφίστανται- εξασφαλίζει και πολιτικά ότι υπάρχει μια απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που προχωρά ένα ζήτημα».
Στην κατεύθυνση αυτή κάλεσε «και τη Νέα Δημοκρατία και το εναπομείναν Κίνημα Αλλαγής στο “και 10” να το ξανασκεφτούν, να μετατοπιστούν, να πάνε σε μια θέση πιο συγκαταβατική», καθώς «είναι μια θετική συμφωνία για τη χώρα, η χώρα γυρίζει σελίδα, κλείνει σήμερα το βράδυ μία πληγή 30 ετών σε ένα ζήτημα το οποίο είναι μείζον για την εξωτερική μας πολιτική».
Σχετικά με τη συζήτηση για το ενδεχόμενο κατάθεσης από τη ΝΔ πρότασης δυσπιστίας στην κυβέρνηση ο κ. Ζαχαριάδης εκτίμησε ότι «αυτή η πρόταση μομφής δεν κατατέθηκε ποτέ, διότι σκέφτηκαν ότι […] έχουμε μέσα στον τελευταίο μήνα την υπερψήφιση του προϋπολογισμού με 154, την ψήφο εμπιστοσύνη με 151, το σημερινό θα δούμε τι θα βγει και αν είχαμε και την πρόταση μομφής θα καταγραφόταν κι εκεί άλλη μία πλειοψηφία». «Κοινοβουλευτικά, πολιτικά και κοινωνικά αυτή η κυβέρνηση έχει εντολή να προχωρήσει μέχρι το τέλος», τόνισε.
Ερωτηθείς σχετικά με τις ενστάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο κατά πόσο ανταποκρίνεται στα συμπεφωνημένα με την Ελλάδα η αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως έγινε στην ΠΓΔΜ, αλλά και κατά πόσο η ρηματική διακοίνωση των Σκοπίων προς την Αθήνα έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και αποσαφηνίζει ζητήματα γύρω από τη γλώσσα και την ταυτότητα της γειτονικής χώρας, ο κ. Ζαχαριάδης απάντησε:
«Η Νέα Δημοκρατία ταλαντεύεται στο εσωτερικό της. Μία μεγάλη μερίδα λέει αυτά που έλεγαν πάντα στη ΝΔ, ότι “είμαστε με τη σύνθετη ονομασία με τον γεωγραφικό προσδιορισμό” και υπάρχει και μία ομάδα που λέει “όχι, καθόλου Μακεδονία” –ο αντιπρόεδρος και διάφορα άλλα πιο ακραία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Για να καλύψουν αυτή τη μη ενιαία εκφορά του πολιτικού λόγου στέκονται πάνω σε διαδικαστικού και τεχνικού χαρακτήρα ζητήματα. Κατά τη γνώμη μας -και κατά τη γνώμη όλων των διεθνών συνομιλητών και σοβαρών νομικών- οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες έγιναν στο Σύνταγμα των γειτόνων και τα όσα αναφέρει η ρηματική διακοίνωση είναι απολύτως πλήρη, ώστε να διασφαλίσουν τα ζητήματα των αλυτρωτισμών. Ο όρος “Μακεδονία” σκέτος από εδώ και πέρα μπορεί να χρησιμοποιείται και “επιστρέφει” στην Ελλάδα μόνο. Οι γείτονες δεν θα αυτοαποκαλούνται ως “Μακεδονία”, θα λέγονται από εδώ και πέρα “Βόρεια Μακεδονία”».
«Αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή, αυτή είναι η μεγάλη νίκη, αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία για την Ελλάδα σε μία ιστορική περιπέτεια περίπου 30 ετών», πρόσθεσε και κάλεσε «να βγουν επιτέλους να μιλήσουν πρώην πρωθυπουργοί και πρώην υπουργοί Εξωτερικών να μας πουν, αυτά τα ζητήματα αυτοί πώς τα συζητάγανε, πώς τα διαπραγματεύονταν, πώς είχαν τοποθετηθεί; Ποιες ήταν οι δυνατότητες; Πρέπει να μιλήσουν όλοι οι εν ζωή πρώην πρωθυπουργοί».