Στο βιβλίο του «Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας» (εκδόσεις Θεμέλιο), ο Γιάννης Παντελάκης προτιμά για τον υπότιτλο του έναν παλαιότερο όρο: «20+1 ιστορίες κιτρινισμού». Ο κιτρινισμός βέβαια δεν είναι ακριβώς fake news, αλλά περιγράφει ένα ομόλογο φαινόμενο αφού συνδέεται με τα fake news, όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία.
Έχοντας δουλέψει από το 1984 σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς και ειδησεογραφικές ιστοσελίδες (πέρασε επίσης από πολλές στελεχικές θέσεις), ο Παντελάκης αξιοποιεί τη μακρά επαγγελματική του εμπειρία για να διατρέξει μιαν ολόκληρη τριακονταετία:
Mια τριακονταετία που έχει να επιδείξει έναν σεβαστό αριθμό μεγαλοποιήσεων, παραποιήσεων, αποκρύψεων, παραμορφώσεων, αλλά και απροσχημάτιστων ψευδών, που μόνο τιμή δεν περιποιούν στην ελληνική δημοσιογραφία (τηλεοπτική και έντυπη).
Η λίστα ανοίγει με την κατονομασία προσώπων τα οποία στιγματίζονται ατεκμηρίωτα ως τρομοκράτες και συνεχίζεται, προχωρώντας βαθιά μέσα στον χρόνο, με τη βαριά σκιά της «Αυριανής» και του αυριανισμού (έμφαση στην τακτική διασυρμού του Μάνου Χατζιδάκι), με ανθρώπους που αυτοκτόνησαν επειδή καταγγέλθηκαν ως βιαστές, με εξευτελιστικές τηλεδίκες, που εξαπλώνονται σαν μια μεγάλη κοινωνική κηλίδα (ξεκοιλιάζοντας ανενδοίαστα τα πλέον ευαίσθητα θέματα), με αυθεντικά fake news, όπως το νερό του Καματερού και η «φραπελιά» (εκείνο το τάχα αντικαρκινικό σκεύασμα), με πολεμικούς ανταποκριτές που μεταδίδουν από το Αφγανιστάν ενώ είναι φανερό πως η κάμερα παίρνει πλάνα από το Πακιστάν, με δημοσιογράφους που καταδικάζονται ως εκβιαστές σε μακροχρόνια κάθειρξη, με ανατριχιαστικά ανεύθυνες ιστορίες κλειδαρότρυπας (όπου οι δημοσιογράφοι διαβάζουν δικογραφίες σαν να εκπροσωπούν τις δικαστικές αρχές), με το πλήθος των αντιδράσεων απέναντι στο πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από την Αλβανία, με ξενοφοβικές και ομοφοβικές υστερίες, αλλά και μια επιπλέον ψευδή είδηση για ένα σύνθημα των Αγανακτισμένων της Ισπανίας («Ησυχία, μην ξυπνήσουν οι Έλληνες»), που οδήγησε στη δημιουργία του ομώνυμου κινήματος στα καθ’ ημάς.
Αναρωτιέται εύλογα κανείς αν σε όλα αυτά εμπλέκονται μόνο οι δημοσιογράφοι. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η δημοσιογραφία αποτελεί την πρωταρχική πηγή τέτοιων δεινών – από εκεί ξεκινούν ο εκτραχηλισμός, η συσκότιση των προτεραιοτήτων και η εκ συστήματος υπονόμευση της ευθυκρισίας.
Κανένας άλλος δεν παίρνει όμως μέρος στο παιχνίδι; Τι γίνεται με τους πολιτικούς που συμμετέχουν στα πάνελ χωρίς να τολμούν να εκφέρουν την παραμικρή κρίση για το θέαμα το οποίο έχει στήσει μπροστά στα μάτια τους ο δημοσιογράφος;
Τι συμβαίνει με εκείνους που μιλούν στις κάμερες, έχοντας αποδεχθεί πρόθυμα τη συμμετοχή τους στη διακίνηση και την εμπορία του μελοδράματος;
Και το κυριότερο: τι γινόταν σε παλαιότερες εποχές με τους αναγνώστες των εφημερίδων (όταν οι εφημερίδες είχαν τη μερίδα του λέοντος στην επικοινωνία) ή τι γίνεται σήμερα με τους τηλεθεατές, ακόμα κι αν τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης τείνουν να ξεπεράσουν και να υποκαταστήσουν τον ρόλο της μικρής οθόνης;
Όλοι διαισθανόμαστε πως το κοινό δεν μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο (κι εδώ θα πρέπει να συμπεριλάβουμε κι όσους, μπαίνοντας στο κάδρο του άσπρου-μαύρου, σπεύδουν να προπηλακίσουν αυτούς που έχουν υποδειχθεί ως θύτες).
Σύμφωνοι, το κοινό είναι θύμα του κιτρινισμού και των fake news και βρίσκεται και το ίδιο στο επίκεντρο των καταβροχθιστικών τους ορέξεων, αλλά πόσο εύκολο είναι εντέλει (ο Παντελάκης δεν το λέει ρητά, το αφήνει ωστόσο να πλανηθεί ανάμεσα στις γραμμές του λόγου του) να νίψει κάποιος τας χείρας του ως άλλος Πόντιος Πιλάτος;
Ο Παντελάκης δεν γράφει λογοτεχνία, αλλά κάθε ιστορία την οποία ξετυλίγει οργανώνεται με πυκνούς και συχνά ασθματικούς ρυθμούς. Κατά την ανάπτυξη της πλοκής προκύπτουν αίφνης παράγοντες που δεν είναι εξαρχής ορατοί, οι εξελίξεις της μοιάζουν κάποτε εντελώς απρόβλεπτες ενώ τα πρόσωπα της δράσης (για το καλό ή για το κακό) παραπέμπουν κατά κανόνα σε αναγνωρίσιμους κοινωνικούς τύπους και χαρακτήρες – ό,τι με άλλα λόγια πρέπει να έχει ένα βιβλίο για να γίνει διαβαστερό, συν το σοκ που προκαλεί η επισήμανση των συνεπειών του χαμένου στοιχήματος της δημοσιογραφίας.
Έχει εντούτοις χάσει όντως το στοίχημα το δημοσιογραφικό επάγγελμα; Ασφαλώς και όχι. Μολονότι σκοπός του βιβλίου είναι να αναδείξει την αρνητική του εικόνα, τα στοιχεία για το πώς μπορεί να συνεχίσει, να ενισχύσει και να ανανεώσει την καλή του παράδοση προκύπτουν αβίαστα: διασταύρωση της είδησης, επισταμένη έρευνα, απόσταση από την αισθηματολογία και τον ψυχολογικό εκβιασμό. Μολονότι δύσκολοι, οι αγώνες είναι για να δίνονται. Και, ας είμαστε σίγουροι, ουδείς θα ζημιωθεί από αυτό.