Υπέρ του ευρώ είναι οι Έλληνες σε όλο το διάστημα της τελευταίας δεκαετίας των μνημονίων, των περικοπών και της (παρα)φιλολογίας για το Grexit και ακόμα και στη χειρότερη περίοδο στις σχέσεις μας με τους εταίρους οι θιασώτες του ενιαίου νομίσματος ήταν πάντα σημαντικά περισσότεροι από τους επικριτές και τους (ευρω)σκεπτικιστές.
Η ανάλυση των στοιχείων του Ευρωβαρομέτρου δείχνει ξεκάθαρα πως από το ξέγνοιαστο, για τους περισσότερους, 2008 έως το 2018 και αφού μεσολάβησαν στο μεταξύ τρία μνημόνια, πέντε εθνικές εκλογές και ένα δημοψήφισμα, το ποσοστό εκείνων στην Ελλάδα που λένε πως το ευρώ είναι ένα καλό πράγμα έχει υποχωρήσει μόλις κατά 5%!
Αντίθετα, στο Βέλγιο καταγράφεται πτώση 24% και στην Κύπρο ο ενθουσιασμός της προηγούμενης δεκαετίας έχει ξεφουσκώσει σε βαθμό που το ποσοστό αποδοχής έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 40%, ίσως επειδή στην Κύπρο το μνημόνιο συνοδεύτηκε από ένα οδυνηρό κούρεμα στις καταθέσεις.
Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τη μεταβολή των θετικών απόψεων για το ευρώ για την περίοδο 2008-2018.
Αποδοχή ακόμα και στις χειρότερες μέρες
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, η χειρότερη χρονιά στη σχέση των Ελλήνων με το ενιαίο νόμισμα ήταν το 2016, ένα χρόνο δηλαδή μετά το δημοψήφισμα και την υπαγωγή στο τρίτο μνημόνιο.
Όμως ακόμα και τότε το ποσοστό αποδοχής υπέρ του ευρώ ήταν υψηλότερο σε σχέση με το ποσοστό εκείνων που θεωρούσε πως το ευρώ δεν ήταν μια καλή ιδέα.
Το 2018, υπέρ του ευρώ εκφραζόταν το 60% επιστρέφοντας κοντά στο επίπεδο του 2014 αλλά πολύ μακριά από το υψηλό δεκαετίας, δηλαδή το 77% που είχε καταγραφεί το 2011.
Επιστρέφοντας στους λιγότερο ενθουσιώδεις με το ενιαίο νόμισμα, κατά τα προηγούμενα χρόνια, υπάρχει αξιοσημείωτη δυσφορία που καταγράφεται στη Ιταλία με το ποσοστό αποδοχής να κυμαίνεται μεταξύ 41% και 49% στην περίοδο 2013-2017, αλλά πιο δυσαρεστημένοι είναι οι Λιθουανοί που ήρθαν στο «κλαμπ» του ευρώ μόλις το 2015.
Το ποσοστό στη χώρα που θεωρεί πως το ευρώ είναι κάτι θετικό διαμορφώνεται στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου στο 42% από 36% πέρυσι που αποτέλεσε τη χαμηλότερη επίδοση μεταξύ του συνόλου των χωρών της ευρωζώνης από το 2008 έως και σήμερα.