Είναι διαπιστωμένο. Στη χώρα της “φαιδράς πορτοκαλέας” έχει περίπου νομοτελειακή ισχύ η φράση του ποιητή «το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη». Μάλιστα ορισμένοι πολιτικοί, οικονομολόγοι και λοιποί παραφρόνησαν από τη θλίψη που δεν θα μειωθούν οι συντάξεις.
Άλλοι μεν το λένε ανοιχτά (αν δεν εφαρμοστούν οι δεσμεύσεις κινδυνεύουμε από… λιμούς, καταποντισμούς, σεισμούς και γενικώς από τις 7 πληγές του Φαραώ), άλλοι συγκεκαλυμμένα κάνοντας λόγο για αιματοβαμμένα πλεονάσματα (ναι η φορολογία θα πρέπει να μειωθεί, αλλά χωρίς πλεονάσματα οι συντάξεις θα μειώνονταν και τα θετικά μέτρα όπως η επιδότηση του ενοικίου ή του δανείου για πρώτη κατοικία δεν θα εφαρμόζονταν) και λοιπά σοβαρά ή ακόμα και φαιδρά επιχειρήματα. Άβυσσος η ψυχή του θλιμμένου οπαδού της περικοπής των συντάξεων.
Εμείς δύο πράγματα θα πούμε. Δεν χρειάζονται περισσότερα. Το πρώτο είναι πως θα ήταν πολύ άδικο να ξαναπληρώσουν το λογαριασμό, εκείνοι που στα μνημονιακά χρόνια σήκωσαν τα μεγαλύτερα βάρη. Άρα ηθικά είναι πολύ δίκαιη η απόφαση να μη μειωθούν άλλο οι συντάξεις. Δεύτερο για τους ανησυχούντες που προτάσσουν οικονομικά και αναπτυξιακά επιχειρήματα, θα τους επισημάνουμε πως η μη περικοπή των συντάξεων είναι πολύ ισχυρό αναπτυξιακό μέτρο (ο γνωστός καθηγητής Σάββας Ρομπόλης υπολόγισε τη θετική επίδραση στην ανάπτυξη στο 0,5% του ΑΕΠ).
Γιατί; Διότι από τη στιγμή που το 70% περίπου του ελληνικού ΑΕΠ προέρχεται από την κατανάλωση, η αφαίρεση από αυτή 1,8 ως 2 δισ. ευρώ πλήττει ευθέως την ανάπτυξη.
Και θα προσθέσουμε, για τους τεθλιμμένους οπαδούς της περικοπής των συντάξεων, ότι πλήττει επίσης καίρια, εμπόρους, επαγγελματίες, βιοτεχνίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Γιατί τα χρήματα των συνταξιούχων δεν μπαίνουν στο σεντούκι, αλλά πέφτουν στην πραγματική οικονομία. Και αν μειωνόταν οι συντάξεις 1,8 ως 2 δισ. θα τα στερούσαμε από την οικονομία και από τους τζίρους των προαναφερόμενων επαγγελματιών και επιχειρήσεων.
Διαβάστε όλα τα άρθρα του Θανάση Λυρτσογιάννη, εδώ