Ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Ζαχαριάδης, μιλά στον Θανάση Λυρτσογιάννη και στο pagenews.gr στον απόηχο της συμφωνίας Κράτους-Εκκλησίας. Αναφέρεται στη στάση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και στον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον οποίο μάλιστα αποκαλεί γραφικό και εμμονικό.
Τοποθετείται για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, αλλά και για τις εκλογές του 2019. Πότε θα γίνουν και ποιο θα είναι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές;
Ο κ. Ζαχαριάδης απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την υλοποίηση των μέτρων οικονομικής ελάφρυνσης της κοινωνίας, τα οποία έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι “η κυβέρνηση δεν θα επαναλάβει τα τραγικά λάθη των προηγούμενων κυβερνήσεων που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και στα αδιέξοδα, ούτε θα μοιράζει λεφτά που δεν υπάρχουν”.
Δεν θα μπορούσαν να μην απαντηθούν ερωτήσεις για την υπόθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ και της Novartis, καθώς επίσης και για τις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:
Πώς κρίνετε το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ της ελληνικής Πολιτείας και της Εκκλησίας; Τι αλλάζει επί της ουσίας σε σχέση με όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα;
Η συμφωνία Κράτους-Εκκλησίας είναι ιστορικής σημασίας, αποτέλεσμα εντατικού και ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών. Πρόκειται επί της ουσίας για έναν προωθητικό συμβιβασμό, που θέτει τις προϋποθέσεις για να προχωρήσουν συγκεκριμένα βήματα το επόμενο διάστημα.
Το πρώτο σημαντικό βήμα αφορά στην κοινή αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας, μέσα από το ταμείο αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, που θα βοηθήσει την οικονομία και θα ενισχύσει τα δημόσια έσοδα.
Το δεύτερο σημαντικό βήμα αφορά στη κάλυψη των μισθολογικών αναγκών του κλήρου, η οποία συν τω χρόνω θα καλύπτεται από την ίδια την Εκκλησία μέσα από τη χρηστή διαχείριση του συνόλου της περιουσίας, αποδεσμεύοντας σταδιακά το δημόσιο από το μισθολογικό βάρος των κληρικών και την αξιοποίηση αυτής της δαπάνης προς άλλη κατεύθυνση, σε τομείς που υπάρχει ανάγκη στήριξης του κοινωνικού κράτους.
Η συμφωνία αυτή πιστώνεται στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, κάτι το οποίο αναγνώρισε και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, αποτελεί απόδειξη της προοδευτικής κατεύθυνσης και τόλμης που έχει η κυβέρνηση για να λύνει «γόρδιους δεσμούς», ενώ για ακόμη μια φορά πέφτουν στο κενό οι ιλαρές αιτιάσεις και τα χυδαία ψεύδη και τα fake news συγκεκριμένων βουλευτών της ΝΔ και της ακροδεξιάς.
Μετά την ανακοίνωση της πρότασης συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας, η ΝΔ εξέφραζε επισήμως την ικανοποίησή της, διεκδικώντας μάλιστα και την πατρότητα της πρότασης συμφωνίας.
Χρειάστηκαν μόνο λίγες ώρες για να επιβεβαιωθεί ποιος κάνει κουμάντο στη ΝΔ. Το ένα μετά το άλλο, πρωτοκλασάτα στελέχη της ΝΔ, προεξαρχόντων του Αντιπροέδρου της, Άδωνι Γεωργιάδη, του Μάκη Βορίδη και εσχάτως του Κωνσταντίνου Κυρανάκη, ακυρώνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τάσσονται κατά της πρότασης συμφωνίας.
Όπως στο θέμα της πΓΔΜ, έτσι και στις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας οι μετριοπαθείς και ψύχραιμες φωνές «καπελώθηκαν» από τους ακραίους και φανατικούς στο εσωτερικό της ΝΔ. Δύσκολες μέρες για μετριοπαθείς δεξιούς… Η ΝΕΑ ΝΔ είναι κάτι θολό μεταξύ ΛΑΟΣ και ΠΟΛΑΝ.
Η κυβέρνηση προχωρά στη σταδιακή νομοθέτηση των εξαγγελιών που έκανε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Πιστεύετε ότι υπάρχει κίνδυνος εκτροχιασμού των δημοσιονομικών ή τα μέτρα που προωθούνται είναι κοστολογημένα;
Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος εκτροχιασμού. Όλες οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού είναι κοστολογημένες και δεν θίγουν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Αντίθετα αποτελούν απτή απόδειξη ότι η κυβέρνηση αξιοποιεί το δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται ακολουθώντας τη δική της πολιτική στόχευση, συμβουλευόμενη τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά βάζοντας πλέον τις δικές της προτεραιότητες. Τα μνημόνια τελείωσαν, και αυτό είναι κάτι που οι καταστροφολόγοι στη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ δυσκολεύονται να χωνέψουν.
Η κυβέρνηση δεν θα επαναλάβει τα τραγικά λάθη των προηγούμενων κυβερνήσεων που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και στα αδιέξοδα, ούτε θα μοιράζει λεφτά που δεν υπάρχουν. Θέλουμε να έχουμε μια υγιή και σταθερή οικονομία, θέλουμε να προωθούμε προοδευτικές πολιτικές και να ενισχύουμε διαρκώς τα αδύναμα και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε με μεγάλες δυσκολίες και περιορισμούς από την πρώτη μέρα που αναλάβαμε, και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και καλύτερο αποτύπωμα των πολιτικών μας στην πραγματική οικονομία και στη καθημερινότητα των πολιτών.
Ο επικεφαλής της ΝΔ, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεχίζει να ζητά εκλογές, τονίζοντας πως η χώρα βρίσκεται σε λάθος τροχιά και η κατάσταση στην οικονομία χειροτερεύει. Τι απαντάτε σε αυτό;
Ο κ. Μητσοτάκης απολαμβάνει τη μοναξιά της κορυφής στη λίστα των πολιτικών που έχουν ζητήσει εκλογές περισσότερες φορές από τις ημέρες που βρίσκονται στην ηγεσία ενός κόμματος.
Έχουμε χάσει πια το μέτρημα από την ημέρα που ανέλαβε επικεφαλής της ΝΔ, και νομίζω ούτε ο ίδιος πια γνωρίζει πόσες φορές έχει ζητήσει εκλογές.
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ότι ζητάει διαρκώς εκλογές και γίνεται γραφικός και εμμονικός. Το πρόβλημα είναι ότι οι προτάσεις που έχει κάνει θα μας γυρίσουν και πάλι πίσω στο φαύλο κύκλο της χρεοκοπίας και της κοινωνικής εξαθλίωσης. Από το ασφαλιστικό Πινοσέτ μέχρι τη φορολογία και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, οι προτάσεις Μητσοτάκη το μόνο που μπορούν να πετύχουν είναι να αποδυναμώσουν την κοινωνική συνοχή, να διογκώσουν τις κοινωνικές ανισότητες, να διαμορφώσουν μια κοινωνία δύο ταχυτήτων, με τους λίγους να ευημερούν και τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία να υποφέρει.
Όχι, να μας λείπει ένα τέτοιο οδυνηρό πισωγύρισμα. Η κυβέρνηση Τσίπρα κοιτάει μπροστά, αποκαθιστούμε σταδιακά και μεθοδικά τις αδικίες των μνημονίων, χωρίς τυμπανοκρουσίες, σταθεροποιούμε την οικονομία, κάνουμε σταθερά βήματα ανάκαμψης, και προσπαθούμε να βελτιώνουμε καθημερινά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Τον Οκτώβριο του 2019, οπότε θα γίνουν οι επόμενες εθνικές εκλογές, θα αναμετρηθούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά προγράμματα. Το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ που θα ενισχύει σταθερά την οικονομία και την κοινωνία και θα διαμορφώνει συνθήκες και προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης, εκτός μνημονίων, και από την άλλη το πρόγραμμα ΝΔ, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αναχρονιστικών και αποτυχημένων πολιτικών λιτότητας, ένα συνονθύλευμα δηλαδή νεοφιλελεύθερων και ακραία συντηρητικών πολιτικών που θα μας γυρίσει πίσω στα χρόνια των μνημονίων.
Με αφορμή την υπόθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ και της Novartis, σας ανησυχεί η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής; Πότε θα αναμένουμε εξελίξεις;
Ναι, σαφώς και με ανησυχεί η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, όπως με ανησυχεί και με προβληματίζει το εύρος της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Και το ΚΕΕΛΠΝΟ και η Novartis αποτελούν τεράστια σκάνδαλα και αναδεικνύουν ένα σοκαριστικά διεφθαρμένο και πολύπλοκο σύστημα συμφερόντων, το οποίο επί της ουσίας διέλυσε το δημόσιο σύστημα υγείας και συνέβαλε σημαντικά στη χρεοκοπία της χώρας.
Πρέπει να χυθεί άπλετο φως στις υποθέσεις αυτές και η δικαιοσύνη να κινηθεί αποφασιστικά, χωρίς χρονοτριβές και καθυστερήσεις. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τέτοιας, αλλά και μικρότερης έκτασης σκάνδαλα, προχωρούν και τελεσιδικούν σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί στη χώρα μας τα ίδια σκάνδαλα και πρόσωπα κάνουν διαρκώς κύκλους, χωρίς να αποδίδεται δικαιοσύνη και ευθύνες εκεί που πρέπει, όποτε πρέπει.
Θέλω να ελπίζω ότι θα έχουμε σύντομα αποτελέσματα από τη δικαιοσύνη, για να μάθουμε επιτέλους όλη την αλήθεια, και να μην υπάρχουν διαρκώς σκιές στο πολιτικό σύστημα και να μην επαληθεύονται όσοι ψευδώς λένε ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βλέπουμε ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων και της ρητορικής του μίσους. Πως ερμηνεύεται αυτή την άνοδο και ποια είναι η απάντηση των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων;
Η ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων είναι αποτέλεσμα και συνδυασμός τριών κυρίως παραγόντων.
Ο πρώτος είναι η μεγάλη απογοήτευση ενός σημαντικού τμήματος των Ευρωπαίων πολιτών από τις αποτυχημένες πολιτικές λιτότητας, τις οποίες εφάρμοσαν οι συντηρητικές ηγεσίες και ένα μεγάλο μέρος της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η διαρκής απενοχοποίηση του ρατσιστικού λόγου στη δημόσια πολιτική ζωή, η ενοχοποίηση προσφύγων και μεταναστών για τα δεινά της οικονομίας, και η αποσπασματική οικειοποίηση από πλευράς ακροδεξιών κομμάτων σημαντικών τμημάτων της ρητορικής της αριστεράς, κυρίως αναφορικά με το κοινωνικό κράτος.
Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με τα ίδια τα αριστερά κόμματα, που έχουν αφήσει «χώρο» δράσης στην ακροδεξιά σε πολλές χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και Ιταλία για παράδειγμα, στις τρεις δηλαδή μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ.
Μέσα σε αυτό πλαίσιο και με βάση τους παρόντες συσχετισμούς, οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις καλούνται να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό πλάνο δράσης, μια κοινή στρατηγική με τις δυνάμεις των πρασίνων, αλλά και τους σοσιαλιστές που επιθυμούν επιστροφή στις αξίες της σοσιαλδημοκρατίας, απέναντι στις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις και την ακροδεξιά. Το ζήτημα δεν είναι μόνο να αποκρούσουμε την ανοδική πορεία της ακροδεξιάς, αλλά να προχωρήσουμε σε μια δυναμική, «επιθετική» στρατηγική, για να διαμορφώσουμε ισχυρές πλειοψηφίες στους κόλπους των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ο Μάνφρεντ Βέμπερ είναι ο υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την προεδρία της Κομισιόν στην πορεία προς τις ευρωεκλογές στις 26 Μαΐου 2019. Πως κρίνετε την υποψηφιότητά του;
Η υποψηφιότητα Βέμπερ αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη της ακροδεξιάς στροφής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και της εγκατάλειψης του κεντρώου και φιλελεύθερου χώρου. Η ευρωπαϊκή Χριστιανοδημοκρατία έρχεται πιο κοντά σε πολιτικές που υπηρετούν οι Σαλβίνι, Λεπέν, ο Ορμπάν, το AfD στη Γερμανία, και όλοι όσοι πριμοδοτούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την «Ευρώπη-φρούριο» και την ενδυνάμωση των εθνικισμών.
Από την άλλη, εκτιμώ ότι η υποψηφιότητα Βέμπερ μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερες δημοκρατικές δυνάμεις απέναντί του, εκκινώντας από τους φιλελεύθερους και φτάνοντας μέχρι τη ριζοσπαστική αριστερά. Υπάρχει κοινός χώρος δράσης και η δυνατότητα διαμόρφωσης πολύπλευρων, προοδευτικών συμμαχιών απέναντι σε μια ευρωπαϊκή δεξιά που γίνεται όλο και πιο ακραία.
Για την ευρωπαϊκή αριστερά, και με βάση τις παράλληλες πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί από τον Έλληνα Πρωθυπουργό, από το Φόρουμ του Μπιλμπάο, από τις προοδευτικές δυνάμεις στο Ευρωκοινοβούλιο, με σημαντικό το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη αυτή την κινητοποίηση, είμαι αισιόδοξος ότι «χτίζεται» βήμα-βήμα μια μεγάλη προοδευτική συμμαχία που μπορεί να αποτυπωθεί πριν και μετά τις ευρωεκλογές του 2019. Ζητούμενο να διαμορφώσουμε πλειοψηφίες σε Κομισιόν, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Ευρωκοινοβούλιο, ώστε να μπορέσουμε να «στρίψουμε» την ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα προς τα αριστερά.
Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στην Ιταλία και την κόντρα Ρώμης-Βρυξελλών για τον ιταλικό προϋπολογισμό; Που μπορεί να οδηγήσει πρακτικά μια σύγκρουση των δυο πλευρών;
Πολύ ανησυχητικές εξελίξεις και για την Ιταλία, και για την Ευρωζώνη συνολικά. Δεν είμαι βέβαιος που μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια σύγκρουση, ωστόσο είναι γεγονός ότι τόσο το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, όσο και η Λέγκα του Βορρά, παρότι έχουν διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές, προεκλογικά επένδυσαν στον λαϊκισμό και σε μαξιμαλιστικές προτάσεις, και τώρα βρίσκονται απέναντι σε αδιέξοδα. Εκμεταλλεύτηκαν τη διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, την απαξίωση προς τα κόμματα που κυβέρνησαν και απέτυχαν, την αγανάκτηση από τη διαφθορά και τα σκάνδαλα.
Ο συμβιβασμός μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών είναι έτσι πολύ δύσκολος και ο κίνδυνος να επιβληθούν πρόστιμα στην Ιταλία είναι μεγάλος. Όσο όμως ενισχύεται η συγκρουσιακή διάθεση, τόσο ενισχύονται δημοσκοπικά και τα δύο κόμματα που συγκυβερνούν, κυρίως όμως ο Σαλβίνι.
Επί της ουσίας, αυτό που συμβαίνει στην Ιταλία είναι μια αντανάκλαση των ευρύτερων πολιτικών και οικονομικών συγκρούσεων εντός ΕΕ και Ευρωζώνης. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις που δεν δίνονται καθαρές και πειστικές απαντήσεις, όπως το Brexit ή η θεσμική μεταρρύθμιση στην Ευρωζώνη, η κοινωνική πίεση απέναντι στους πολιτικούς δρώντες θα αυξάνεται. Όσο αυτή η πίεση δεν αποδίδει, τόσο οι πολίτες θα καταφεύγουν σε ακραίες πολιτικές επιλογές και τόσο θα αυξάνεται ο ευρωσκεπτικισμός και θα πολλαπλασιάζονται τα αδιέξοδα.