Η αντιπρόεδρος της Υπηρεσίας Επενδυτών της Moody’s, Kατρίν Μιλμπρόνερ, αναφερόμενη στην Ελλάδα τόνισε ότι έχει την πολυτέλεια να περιμένει να βγει στις αγορές κεφαλαίων δεδομένου του μεγάλου αποθεματικού ρευστότητας που διαθέτει, ωστόσο η μακρά αναμονή δημιουργεί κινδύνους.
Σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Μιλμπρόνερ της Moody’s σημειώνει ότι η «ελληνική οικονομία αναπτύσσεται και πάλι και αναμένουμε ότι η ανάκαμψη θα διαρκέσει μέχρι το επόμενο έτος» ωστόσο εκτιμά ότι «οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη επιδεινώνονται αισθητά και δεν αναμένουμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα θα αυξηθεί σημαντικά πέραν του τρέχοντος ποσοστού περίπου 2%».
Το μέγεθος αυτό της ανάπτυξης είναι σύμφωνα με την αντιπρόεδρο του οίκου αξιολόγησης σχετικά μέτριο λόγω των απωλειών παραγωγικότητας των προηγούμενων ετών.
Για το λόγο αυτό θα πρέπει να προσελκύσει σε μεγαλύτερο βαθμό επενδύσεις το 2019, και τώρα που το πρόγραμμα προσαρμογής ολοκληρώθηκε με επιτυχία αναμένεται ξανά αύξηση της εμπιστοσύνης επιχειρήσεων και καταναλωτών.
Απαντώντας στο ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί να βρει τον δρόμο της στις αγορές έως το 2020 τονίζει ότι αυτό εξαρτάται κατά πολύ από το σε ποιον βαθμό η κυβέρνηση εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες έχει δεσμευτεί στην ευρωζώνη και από το αν συνεχίζει να ακολουθεί μια συνετή και αξιόπιστη δημοσιονομική πολιτική που να εγγυάται τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα.
«Πραγματικά η ελληνική κυβέρνηση έχει την πολυτέλεια να περιμένει να βγει στις αγορές κεφαλαίων, δεδομένου του μεγάλου αποθεματικού ρευστότητας / μαξιλαριού ρευστότητας που διαθέτει. Εντούτοις, οι κεφαλαιακές ανάγκες της κυβέρνησης είναι μεν διαχειρίσιμες αλλά όχι ασήμαντες. Η πρόσβαση στις αγορές δεν έχει ακόμη εξασφαλιστεί και κατά την άποψή μας η μακρά αναμονή δημιουργεί κινδύνους – ειδικά επειδή πρέπει να υπολογίζουμε με αύξηση των επιτοκίων».
Ωστόσο, υπογράμμισε ότι η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια και το επιδιωκώμενο πρωτογενές πλεόνασμα για το τρέχον και το επόμενο έτος συνεπάγεται ουσιαστικά έναν σε μεγάλο βαθμό ουδέτερο προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής. Η οικονομία αναπτύσσεται και πάλι, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται.
Αναφορικά με τις προοπτικές αξιολόγησης τόνισε: «Η προοπτική της αξιολόγησης Β3 είναι θετική. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο βελτίωσης της αξιολόγησης.
Κατά κανόνα, στην περίπτωσης θετικής προοπτικής έχουμε στόχο να προβούμε σε μια (νέα) αξιολόγηση σε διάστημα 12 έως 18 μηνών.
Η θετική προοπτική αντικατοπτρίζει κυρίως την δυναμική της οικονομίας να αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια ταχύτερα από ό, τι αναμενόταν, καθώς οι μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα αποδίδουν καρπούς».
Πρόσθεσε δε ότι «η πιστοληπτική αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί, εάν οι ελληνικές Αρχές εξακολουθήσουν να ακολουθούν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και αν συνεχίσουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των τελευταίων ετών. Και οι σαφείς αποδείξεις για μια επιτυχημένη επιστροφή στη χρηματοδότηση από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές θα μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν μια θετική έκθεση αξιολόγησης, όπως και οι σημαντικές βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα. Ιδίως η επιταχυνόμενη μείωση των κόκκινων δανείων, τα οποία επιβαρύνουν τους ισολογισμούς».
Τέλος, σχετικά με τις συντάξεις η κ. Μιλμπρόνερ είπε ότι οι συζητήσεις με τους πιστωτές της ευρωζώνης σχετικά με την ανάγκη αυτών των πρόσθετων μειώσεων κατά 1% του ΑΕΠ το 2019 δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Σημειώσαμε όμως το γεγονός ότι τόσο ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν την άποψη ότι αυτά τα προνομοθετικά μέτρα θα πρέπει να εφαρμοστούν τουλάχιστον μερικώς.