Η Τζάκι Κένεντι : είχε υπάρξει «Πρώτη Κυρία της Μόδας» Τζάκι Κένεντι είχε πάντα στη ζωή της μία και μοναδική ανταγωνίστρια: την ίδια της της αδερφή, Λι.
Όταν η Τζάκι πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 64 ετών, το 1994, η Λι (που είχε γεννηθεί το 1933, τέσσερα χρόνια μετά την Τζάκι), ανακάλυψε πως στην 38σέλιδη διαθήκη της, η Τζάκι είχε αφήσει σημαντικά κληροδοτήματα σε μέλη της οικογένειας, φίλους και υπαλλήλους της, και από 500.000 δολάρια σε καθένα από τα δύο ενήλικα παιδιά της Λι, αλλά τίποτα σε αυτήν.
Στη διαθήκη της, η Τζάκι ισχυρίστηκε ότι το έκανε αυτό γιατί μια ζωή παρείχε στην Λι ότι χρειαζόταν, αλλά μήπως αυτό ήταν, στην πραγματικότητα, το απόλυτο χτύπημα για να την τιμωρήσει επειδή είχαν μοιραστεί πολλούς από τους εραστές της;
«Η δημόσια ταπείνωση ήταν σαν ένα χαστούκι στο πρόσωπο» γράφουν οι Αμερικανοί συγγραφείς του βιβλίου «The Fabulous Bouvier Sisters: The Tragic and Glamorous Lives of Jackie and Lee», που τολμά να ρίξει μια ματιά στην ζωή των δύο αδερφών που αγαπούσαν η μία την άλλη, αλλά πέρασαν μια ζωή σε ανταγωνισμό, με τον πατέρα τους να δείχνει μια προτίμηση προς την Τζάκι και την μητέρα τους να υπερασπίζεται την Λι.
Αυτή η διπλή βιογραφία μοιάζει περισσότερο με άρθρο κουτσομπολίστικου περιοδικού, με τους γάμους, τις πολυτέλειες αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις να το διαβάζεις.
Κρύβει όμως επίσης μια τραγωδία: δεν είναι μόνο η δολοφονία του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι και η επακόλουθη «κατάρα των Κένεντι», παρόλο που αυτό είναι αρκετά τραγικό, αλλά υπάρχει και η τραγωδία του θανάτου της αγάπης μεταξύ των δύο αδερφών.
Κάτω από την πολυτέλεια, τα κρουαζιερόπλοια, τα θερινά σπίτια στα Χάμπτονς, τα διαμερίσματα στην 5η Λεωφόρο και τα πανάκριβα ψώνια, κρύβονται δύο ευαίσθητες αδερφές – η Τζάκι και η Λι- που δεν ήθελαν τίποτε περισσότερο από το είναι παιδιά και πάλι και να μαθαίνουν κολύμπι από τον αγαπημένο τους πατέρα, Τζακ Μπουβιέρ, προτού όλα πάνε στραβά.
Οι αδερφές «ανατράφηκαν για να λάμπουν». Ο πατέρας τους έπαιρνε τις κόρες του σε καζίνο και ιπποδρόμους και τους έλεγε πως «όλοι οι άνδρες είναι ποντίκια» και ότι πρέπει να «το παίζουν δύσκολες». Ο πρώιμο παράδεισος της παιδικής ηλικίας των κοριτσιών κόπηκε απότομα όταν οι γονείς τους χώρισαν το 1940.
Τα δύο κορίτσια έκαναν έργο ζωής την άνοδο στον κόσμο. Αλλά ποια θα έλαμπε τελικά περισσότερο;
Και οι δύο ήταν Debutantes της Χρονιάς, αλλά η Λι θεωρήθηκε πιο όμορφη από την Τζάκι. Το 1951, οι αδερφές ταξίδεψαν μαζί στο Παρίσι, όπου σημείωσαν μια τεράστια κοινωνική επιτυχία – αλλά εκεί ξεκίνησε η Λι να αντιλαμβάνεται πως η Τζάκι υιοθετούσε τα αισθητικά ενδιαφέροντα και το στιλ της και στη συνέχεια να λέει πως ήταν δικές της ιδέες.
Η Λι ήταν αποφασισμένη να παντρευτεί πρώτη.
Το 1953, σε ηλικία 20 ετών, παντρεύτηκε τον εκδότη Μάικλ Κάνφιλντ, συγκεντρώνοντας επάνω της την προσοχή και ρίχνοντας την νυφική ανθοδέσμη στην αδερφή της. Έναν μήνα αργότερα, η Τζάκι αρραβωνιάστηκε τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, που ήταν σημαντικά πλουσιότερος από τον Κάνφιλντ.
Η οικονομική αυτή διαφορά έκανε την Λι να σκάσει και σύντομα άρχισε μια παράνομη σχέση με τον πλούσιο Πολωνό Στανισλάβ Ρατζιβίλ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1959. Άρχισε να αυτοαποκαλείται «πριγκίπισσα Λι Ρατζιβίλ». Το ζευγάρι έζησε στην Αγγλία, σε ένα εντυπωσιακό σπίτι.
Ήταν λογικά η περίοδος που θα μπορούσαν να σταματήσουν τις κόντρες τους: και οι δύο είχαν πλούσιους, όμορφους άνδρες και δικά τους σπίτια. Αλλά όχι: και οι δύο ερωτεύτηκαν τρελά τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ και ήθελαν να είναι δίπλα του. Η Λι μάλιστα, κατάφερε να κάνει μια σχέση με τον διάσημο χορευτή, παρόλο που ήταν «99,5% ομοφυλόφιλος».
Ο Γκορ Βιντάλ ισχυρίστηκε πως ο Κάνφιλντ του είχε αποκαλύψει πως η Λι είχε κοιμηθεί με τον Κένεντι στην κρεβατοκάμαρα δίπλα του, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στο νότο της Γαλλίας.
Ακολούθησαν τα χρόνια του Λευκού Οίκου: οι «1.000 ημέρες». Η Λι και ο σύζυγός της, έμεναν με τον Τζον και την Τζάκι στον Λευκό Οίκο κατά την διάρκεια της κρίσης της Κούβας. Οι τέσσερίς τους μόλις και μετά βίας κοιμήθηκαν λίγο σε διάστημα 13 ημερών. Ήταν όλοι στο δωμάτιο με τον Τζον Κένεντι όταν έκλεισε το τηλέφωνο και είπε: «Σε τρία λεπτά θα ξέρουμε αν θα αρχίσουμε πόλεμο ή όχι».
Εκτός όμως από το δύσκολο θέμα ενός πυρηνικού πολέμου, υπήρχαν άλλα, τοξικά στοιχεία στη ζωή του Λευκού Οίκου. Για παράδειγμα, ο Τζον είχε μια κρυφή σχέση με την υπάλληλο Πρισίλα Γουέαρ. Η Τζάκι το ανεχόταν. Όπως γράφουν οι συντάκτες του βιβλίου: «Και οι δύο αδερφές μπορούσαν να δεχτούν τις απιστίες, αλλά όχι την αφερεγγυότητα».
Η Τζάκι, επίσης, δεν ήταν μόνο η Πρώτη Κυρία, αλλά η «Πρώτη Κυρία της Μόδας» επισκιάζοντας εντελώς την Λι. Ο πρίγκιπας Φίλιππος επέκρινε ευκρινώς την Λι όταν κάθισε δίπλα της σε ένα ιδιωτικό δείπνο στο παλάτι του Μπάκιγχαμ. «Είσαι ακριβώς όπως εγώ – πρέπει να περπατάς πάντα τρία βήματα πιο πίσω».
Όταν η Τζάκι συμπεριφέρθηκε με ύψιστη αξιοπρέπεια τις ημέρες μετά την δολοφονία του συζύγου της, στα μάτια του κοινού μετατράπηκε από Πρώτη Κυρία σε «ζωντανή αγία». Η Λι πραγματικά δεν μπορούσε να το ανταγωνιστεί αυτό.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες, είδε την πραγματικότητα: Η Τζάκι ζούσε μέσα στη θλίψη, έχοντας χάσει ένα μωρό (τον Πάτρικ που έζησε μόνο μία ώρα) και έναν σύζυγο κάτω από φρικτές περιστάσεις μέσα σε διάστημα πέντε μηνών το ένα από το άλλο. Στο χάος της θλίψης και της πίκρας, οι αδερφές ακούγονταν να ουρλιάζονυ η μία στην άλλη.
Τότε ήρθε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο «Χρυσός Έλληνας». Η Λι είχε πρώτα μια σχέση με τον Ωνάση, μιλώντας μάλιστα για την «σεξουαλική του ανδρεία: τα ανατολίτικα γούστα του σε αυτό το θέμα».
Η επίσημη ερωμένη του Ωνάση εκείνη την περίοδο ήταν η Μαρία Κάλλας που δεν εκτιμούσε καθόλου το γεγονός ότι είχε αντικατασταθεί και ανέπτυξε ένα δια βίου μίσος για την Λι.
Ο Ωνάσης κάλεσε την Λι και την Τζάκι για διακοπές στο γιοτ του και στο τέλος του ταξιδιού έδωσε στην Λι τρία διαμαντένια βραχιόλια ενώ στην Τζάκι ένα εκθαμβωτικό κολιέ με διαμάντια και ρουμπίνια. Η Λι ήταν έξαλλη – εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί.
Ήταν πεπεισμένη πως ο Ωνάσης την είχε προσεγγίσει μόνο για να φτάσει στην αδερφή της: τον δεσμό του με την Τζάκι, το τελικό τρόπαιο, μια γλυκιά εκδίκηση για τους Κένεντι.
Όμως η Τζάκι δεν ήταν και τόσο ενθουσιασμένη με τον γάμο της με τον Ωνάση. Μάλιστα, πάγωσε όταν έπρεπε να υπογράψει ένα προγαμιαίο συμβόλαιο ενώ δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται το πάθος του για την πρώην γυναίκα του Τίνα, την ερωμένη του Μαρία, ή την πρώην ερωμένη του Λι.
Δύο ημέρες πριν τον γάμο, ο Ωνάσης κάλεσε την Κάλας μέσα σε πανικό, παρακαλώντας την να τον σώσει: «Αν έρθεις στην Αθήνα, η Κένεντι θα θυμώσει και θα γυρίσει στην Αμερική». Στο οποίο η Κάλας απάντησε: «Εσύ έμπλεξες σε όλο αυτό. Εσύ να βρεις την λύση» και έκλεισε το τηλέφωνο.
Μέσα σε λίγους μήνες από τον γάμο τους, η Τζάκι είχε σιχαθεί να περνά τα βράδια της στο νυχτερινό κέντρο του Ωνάση, με τους Έλληνες επιχειρηματίες να καπνίζουν μανιωδώς τα πούρα τους.
Αλλά κι ο Ωνάσης ήταν έξαλλος από τις υπερβολικές δαπάνες της Τζάκι,. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι χρησιμοποιούσε το επίδομα των 30.000 δολαρίων τον μήνα που της έδινε για να αγοράζει ρούχα, τα οποία φορούσε μία ή δύο φορές και στη συνέχεια τα πουλούσε σε ένα τοπικό κατάστημα έναντι μεγαλύτερου ποσού από αυτό που τα είχε αγοράσει, αποταμιεύοντας έτσι χρήματα.
Όταν ο γιος του Ωνάση, Αλέξανδρος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, κατηγόρησε την Τζάκι πως έφερε κακή τύχη στην οικογένειά του: το «κακό μάτι» της κατάρας των Κένεντι.
Χήρα η μία και διαζευγμένη η άλλη, οι δύο αδερφές αποφάσισαν να αρχίσουν να εργάζονται στα μέσα της ζωής τους. Η Τζάκι εργάστηκε για τους εκδότες Doubleday για 20 χρόνια. Η Λι ξεκίνησε μια επιχείρηση εσωτερικού σχεδιασμού, η οποία δεν πήγε αρκετά καλά για να την κάνει πλούσια.
Η Τζάκι έλαβε 26 εκατομμύρια δολάρια από τον διαζύγιό της με τον Ωνάση. Η Λι πάλεψε, εθίστηκε στην βότκα και μετακόμιζε σε όλο και μικρότερα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα.
Η ζήλια υπήρχε πάντα ανάμεσά τους και όταν η Λι δεν προσκλήθηκε να μιλήσει ή να διαβάσει ένα ποίημα στην κηδεία της αδερφής της, τότε όλος ο κόσμος αντιλήφθηκε την ρήξη ανάμεσά τους.
Η Λι όμως έζησε για πολλά χρόνια. «Πάντα θα είμαστε αδερφές» δήλωσε στους συγγραφείς του βιβλίου όταν την πήραν συνέντευξη. «Αλλά κάποτε ήμασταν και φίλες».