Μετά την επιτυχημένη της «Ατροπίνη» (Μάρτιος 2018), η Σίλια Κατραλή – Μινωτάκη επιστρέφει το φθινόπωρο στο Faust Theater.
Αυτή τη φορά σε διπλό ρόλο, καθώς υπογράφει το θεατρικό έργο «Πιασμένοι σε Δεντρόσπιτο», ενώ κρατά και έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η σκηνοθεσία είναι του Στέφανου Κακαβούλη.
Η Σίλια Κατραλή Μινωτάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1994. Είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Δραματική Σχολή «Ίασμος» του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
Σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.
Το 2015 έκανε το πρώτο συγγραφικό της βήμα με το θεατρικό έργο «Μνήμες Περίστροφα», το οποίο ανέβηκε σε δική της σκηνοθεσία, σε κεντρική σκηνή της Αθήνας.
Μέχρι στιγμής έχουν δημοσιευτεί διάφορα ποιήματά της, αλλά και η «Διάσπαση Προσευχής» (εκδ. Ηρόδοτος) το πρώτο της μυθιστόρημα.
Η ίδια έχει παίξει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις («Διηγήματα του Τσέχωφ», σκηνοθεσία Ταμίλα Κουλίεβα κ.ά).
Στον κινηματογράφο («Έτερος Εγώ», “Not Now” κ.ά).
Καθώς και στην τηλεόραση («Μοντέρνα Οικογένεια»-MEGA, «Βροχή πάνω στη Πέτρα»-ντοκιμαντέρ ΝΕΡΙΤ κ.ά).
Η πιο πρόσφατη θεατρική δουλειά της (κείμενο, ερμηνεία, σκηνοθεσία), η «Ατροπίνη».
Πρόκειται για μια παράσταση βασισμένη στην ταινία “Extremities” του William Mastrosimone.
Έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 2018 στο Faust Theater.
Γιατί μπήκατε στη διαδικασία να υπογράψετε ένα θεατρικό έργο που δε χαϊδεύει τα αυτιά και σίγουρα είναι δύσκολο ερμηνευτικά;
Είναι το τρίτο θεατρικό έργο που γράφω. Και η αλήθεια είναι πως κανένα απ’ τα προηγούμενα δε χαϊδεύει τα αυτιά.
Είναι μία πραγματικότητα φριχτή. Ένα γεγονός αποτρόπαιο. Μία ιστορία τραγική που πραγματεύεται αυτό το έργο.
Δε θα μπορούσε να γραφτεί διαφορετικά.
Αγγίζω ένα πολύ ευαίσθητο και επίκαιρο θέμα σ’ αυτή την παράσταση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με αυτή τη σύγκρουση «πολιτισμού» και ανθρώπινης φύσης.
Εδώ μιλάω για την βαθιά κοινωνική αρρώστια της ομοιογενοποίησης, την καταπάτηση κάθε προσωπικής ιδιομορφίας.
Tη μανία των ανθρώπων να συνθλίβουν ό,τι δεν τους μοιάζει, οτιδήποτε δεν μπορούν να καταλάβουν απόλυτα. Το φόβο της λήψης ευθυνών.
Και γίνεται ακόμη πιο λεπτό αυτό το θέμα όταν το βλέπεις να διαδραματίζεται ανάμεσα σε παιδιά. Είναι κάτι που υπάρχει.
Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Συμβαίνει καθημερινά στα σχολεία, στις συναναστροφές, στις πλατείες.
Τα παιδιά δεν είναι πια παιδιά. Υπάρχει κάτι νοθευμένο μέσα τους. Κι αυτό ακριβώς είναι το σοκαριστικό αυτής της παράστασης ότι όλα όσα συμβαίνουν ανάμεσα σε παιδιά.
Αν πρόκειται να κινητοποιηθεί κάποιος μέσα από αυτό πρέπει να έρθει σε επαφή με αυτή τη βιαιότητα του «όλοι εναντίον του ενός διαφορετικού», να την κατανοήσει, να σπάσει κάτι μέσα του και ύστερα να μαζέψει ένα- ένα τα κομμάτια απ’ το στομάχι του και να προσπαθήσει να φτιάξει κάτι.
Μια μετατόπιση. Μια αλλαγή επιδιώκουμε.
Κι οι μετατοπίσεις δεν είναι εύκολο πράγμα είναι κάτι σπουδαίο, ποτέ δεν έρχονται απλά χαϊδεύοντας τ’ αυτιά, με μία ελαφρότητα.
Χρειάζεται ένα ισχυρό σοκ για να μετακινηθούμε μέσα μας και από μέσα προς τα έξω να δράσουμε συλλογικά.
Τι δυσκολίες είχατε να κατανοήσετε την ηρωίδα και να μπείτε στο πετσί της ψυχοσύνθεσής της;
Μία βασική δυσκολία τόσο για την Κιμ, όσο και για τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου είναι το γεγονός πως αυτά τα παιδιά δεν έχουν βγει ποτέ έξω από το σπίτι από την ημέρα της γέννησής τους έως τώρα.
Είναι θύματα μίας μάνας που τα έχει αγοράσει και εγκλωβίσει σε ένα σπίτι από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους. Δεν έχουν άμεση γνώση για τη ζωή πέρα απ’ το σπίτι. Κανείς δεν μπορεί να βγει έξω από το σπίτι.
Και αυτό είναι κάτι που έπρεπε να λάβω υπόψιν μου ερμηνευτικά.
Επίσης θα φανεί αστείο, αλλά οι δύο ρόλοι που έχω σ’ αυτό το έργο αναγκαστικά συγκρούονται.
Το κείμενο είναι άχωρο και άχρονο, με ποιητικό λόγο, κάτι που δυσκολεύει τη δουλειά ενός ηθοποιού. Και ύστερα πρέπει να αναρωτηθείς: Πώς είναι η ψυχοσύνθεση ενός ατόμου που δεν έχει βγει ποτέ έξω από το σπίτι και οι μοναδικές πληροφορίες για τον έξω κόσμο προσλαμβάνονται απ’ την μητέρα;
Ο εγκλεισμός και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τους χαρακτήρες είναι και αυτό που διαφοροποιεί τον καθένα από τον άλλον.
Είναι οι διαφορετικές οπτικές γωνίες που συνυπάρχουν και συνδέουν μια πραγματικότητα μέσα μας και έξω μας.
Αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική για τον καθένα. Είναι ζήτημα οπτικής γωνίας.
Αν εντοπίσεις την οπτική γωνία που ο χαρακτήρας βλέπει τον κόσμο τότε μόνο μπορείς να εξηγήσεις στο θεατή αυτόν τον κόσμο.
Κι αυτός θα τον καταλάβει, θα τον αγγίξει, θα τον μυρίσει θα τον φανταστεί, σχεδόν θα δει τον κόσμο κι αυτός απ τα μάτια σου. Κι αυτή είναι η μαγεία της δουλειάς μας.
Και σε αυτή τη παράσταση φτιάχνουμε μαγεία μπόλικη. Ο καθένας με έναν ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο από μέσα προς τα έξω και το αντίστροφο.
Τα κρούσματα της σχολικής βίας (Ξυλοδαρμοί, βρισιές, απειλές, χλευασμοί, ξεγύμνωμα κλπ) είναι συχνά και όπως αποκαλύπτουν οι εκπαιδευτικοί, κάθε χρόνο βρίσκονται αντιμέτωποι με τέτοια περιστατικά έως και πέντε φορές, σε ποσοστό που φτάνει το 68%.Μέσω της θεατρικής παράστασης «Πιασμένοι σε Δεντρόσπιτο», τι μήνυμα και από ποια σκοπιά θελήσατε να προσεγγίσετε αυτή τη διαφορετικότητα;
Το έργο αυτό είναι ένας ουσιώδης παραλογισμός. Μία αλληγορία. Θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε οποτεδήποτε μία τέτοια ιστορία, ή και όχι. Και αυτό είναι ένα μήνυμα.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί συμβαίνει. Πέρα από το σοκαριστικό του πράγματος πως ένα παιδί δολοφονείται απ’ τους ίδιους τους συμμαθητές του λόγω της ιδιαίτερης σεξουαλικής του προτίμησης υπάρχει και κάτι άλλο θλιβερό – να χάνει μια μητέρα το παιδί της.
Όταν βιώνουν έναν τόσο μεγάλο πόνο οι άνθρωποι έχουν συνήθως την ανάγκη να γίνονται ο πόνος.
Να παίρνουν τη μορφή και την υπόσταση του. Να μεταμορφώνονται σε πόνο και να τον αναπαράγουν πιστά, να τον μεταδίδουν στα πλαίσια ενός «ιερού σκοπού».
Είναι κάτι που συμβαίνει γύρω μας καθημερινά είτε το εντοπίζεις είτε όχι, βλέπεις τον διπλανό σου να κάνει βαρυσήμαντες δηλώσεις με τη Βίβλο στο ένα χέρι και το μαχαίρι στο άλλο.
Κι αυτό είναι ένα μήνυμα για μια γενιά που μπορεί και καλύτερα κι όμως επιμένει σε έναν επουσιώδη παραλογισμό πιστεύοντας πως θα ζήσει αιώνια. Χάνουμε το δάσος και κολλάμε στο δέντρο την ίδια στιγμή που πάνω απ’ το δάσος ο ήλιος λάμπει. Και η συνέχεια είναι άγριο πράγμα αλλά στο βάθος πανέμορφο.
Κι υπάρχει πάντα τρόπος να συνεχίσεις. Αυτό είναι ένα μήνυμα. Χωρίς να έχουμε την ανάγκη να προκαλούμε ένα ντόμινο αδικίας επειδή μας αδίκησαν. Αυτός δεν είναι ο τρόπος.
Ας δοκιμάσουμε τώρα κάποιον άλλον. Αυτό είναι το μήνυμα. Πιο απλά το Δεντρόσπιτο είναι μία μικρογραφία της κοινωνίας.
Υπάρχει η μάνα που συμβολίζει την αυθαιρεσία της εξουσίας, την επιβολή ενός καθεστώτος κι ύστερα κάτω και γύρω απ αυτήν υπάρχουν οι διάφοροι τύποι ατόμων που δέχονται αυτόν τον φασισμό και αντιδρούν με έναν τρόπο που όμως κινητήρια δύναμη πίσω απ αυτόν είναι η αγάπη όχι το μίσος.
Η αγάπη για τη ζωή όποια κι αν είναι αυτή. Κι οι χαρακτήρες έχουν ελάχιστες πληροφορίες για την πραγματική ζωή. Κι όμως μ’ αυτές πορεύονται.
Κρατώντας την ευθύνη απ’ το χέρι. Κι η πίστη τους δεν πεθαίνει ποτέ. Τα κενά που αφήνει η ιδιόμορφη πραγματικότητα που βιώνουν τα γεμίζουν με φαντασία και κάπως έτσι επιμένουν.
Η επιμονή στη ζωή αυτό είναι ένα μήνυμα που θα θελα να ακούσει ο κόσμος. Μέχρι να κατανοήσουμε πως δε ζούμε αιώνια και πως η σωστότερη στιγμή είναι τώρα.
Μέχρι να καταλάβουμε πως ο χρόνος είναι το μόνο πράγμα που έχουμε και δεν έχουμε ταυτόχρονα, να επιμένουμε να διακινούμε Ιδέες και όχι αντικείμενα, να είμαστε ιδέες και όχι αντικείμενα. Κι αν θέλουμε να δούμε μια σπουδαία αλλαγή πρέπει πρώτα να γίνουμε εμείς μία. Γιατί αυτό το έργο μιλά για τη δικαιοσύνη.
Η δικαιοσύνη κάνει τον εαυτό της. Και τη δικαιοσύνη κάνοντας την τη μαθαίνουμε. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Μόνο μαζί. Πρώτα σαν ολότητες κι ύστερα σαν αγκαλιασμένες μονάδες συντετριμμένοι, κυνικοί, τραγικοί ήρωες θεατρικών έργων, απογοητευμένοι, εξουθενωμένοι, αισιόδοξοι, εύθραυστοι, αναλώσιμοι, αναβλητικοί, μεταχειρισμένοι να είμαστε όλοι στο τώρα μας και στο μαζί και στο «φταίμε» μα και στο «μπορούμε».
Κι όλοι οι πρόγονοι κι οι ήρωες και οι γενναίοι δεν είναι πια εδώ, μόνοι μας ό,τι κάνουμε. Κι όποιος αντέχει να ναι μαζί. Από τη μία αποτυχία ως την επόμενη. Κι αυτή είναι η επιτυχία μας.
Κι αν αγαπάμε αυτό το κόσμο είναι η ώρα να τον πείσουμε γι αυτό. Διαφορετικοί και ίδιοι. Με μία συνέχεια και μία επιμονή. Και να αναρωτιόμαστε να μην πεθαίνουμε χωρίς να αναρωτιόμαστε.
Να μη «σκοτώνουμε» επειδή δε μπήκαμε στη διαδικασία να αναρωτηθούμε.
Είναι ένα μήνυμα για μια γενιά πολύ πιο ικανή απ όσο νομίζει. Γιατί μπορούμε. Μονάχα τη στιγμή που πιστεύουμε πως μπορούμε.
Σκέφτομαι πόσο δύσκολη είναι η απόφαση να συγχωρήσεις το έγκλημα και ειδικά της αφαίρεσης ζωής αγαπημένου προσώπου. Πιστεύετε πως μπορεί μια μάνα να συγχωρήσει και να δείξει μεγαλοψυχία; Μπροστά σ’ αυτό τον πόνο, υπάρχουν δύο δρόμοι: ο δρόμος της οργής, του μίσους και ο δρόμος της συγχώρεσης και της αγάπης. Γιατί η μητέρα του Σουίφτ ύστερα από τη δολοφονία του γιου της από τους φίλους του αποφασίζει να εκδικηθεί για το θάνατό του με έναν αλλοπρόσαλλο τρόπο και δε συγχωρεί;
Το συμπέρασμα ήθελα να δοθεί εκ του αντιθέτου για να μετακινηθεί κάτι.
Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ καλοί ή κακοί. Είναι και τα δύο ταυτόχρονα.
Αν αυτό το κατανοήσουμε και το αποδεχτούμε η συγχώρεση έρχεται σαν αναγκαία λύτρωση ακόμη και για τα πιο άγρια εγκλήματα.
Πρέπει να συγχωρήσεις μέσα σου τα πάντα για να συνεχίσεις. Πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη της αποστασιοποίησης και της συνέχειας.
Κι είναι δύσκολο πράγμα η συγχώρεση χρειάζεται ολόκληρη για να αξίζει η ύπαρξη. Και ουσιαστικά. Χωρίς να βιώνουμε το παρόν σα déjà vu του παρελθόντος. Απτά μικρά και ασήμαντα μέχρι τα πιο σημαντικά, τα πιο αναγκαία.
Και πρέπει να ξεκινάει από μέσα και καταλήγει προς τα έξω όμως ο σκοπός της πρέπει να είναι συλλογικός κι όχι εγωιστικός. Αυτό είναι η ολοκλήρωση της ιδιαίτερης μονάδας μας. Μία συγχώρεση επιδιώκουμε σε όλη μας τη ζωή.
Ο καθένας για τους δικούς του σκοπούς και αντιμέτωπος με τους δικούς του δαίμονες.
Κι αυτή ίσως να ‘ναι η απαρχή της ευτυχίας. Η τελειοποίηση της φύσης μας.
Η υπέρβαση που θέλουμε να δούμε στους άλλους κοιμάται κάτω απ το δικό μας μαξιλάρι. Κι έχουμε χρέος και ευθύνη να την ξυπνήσουμε μία μέρα.
Κι αν δε προλάβαμε πέρσι , φέτος είναι η στιγμή. Ο πόνος δε γιατρεύεται με πόνο. Ο πόνος γιατρεύεται με πίστη, έρωτα και αγάπη.
Όσο ρομαντικό και αν ακούγεται αυτό. Ό,τι συμβαίνει ατομικά μπορεί να επιφέρει μια κοινωνική αλλαγή στην ολότητα της.
Κι ας μη ξεχνάμε πως οι επαναστάσεις που θα βάψουν τα μικρά στενάκια της πόλης είναι αυτές που θα αποτιμηθεί η κεντρική λεωφόρος στο τέλος της ημέρας.
Και πρέπει να αναρωτιέσαι και να θέσεις το ερώτημα στον εαυτό σου «τι είναι αυτό που μας έκλεψε ο πολιτισμός;».
Μέσα από μία σύγκρουση βαθιά ως το κόκαλο του εγώ με το εγώ, πεθαίνοντας μαθαίνεις να ζεις.
Κι έτσι μόνο αναδημιουργείς τη ζωή. Για κάθε τι φριχτό υπάρχει κι ένας ελπιδοφόρος τρόπος να το αντιμετωπίσεις. Αρκεί να είμαστε υπεύθυνοι. Αρκεί να είμαστε εδώ ο ένας για τον άλλον.
Για να θρέψεις την ψυχή σου πρέπει να αφεθείς, να εμπιστευτείς την ύπαρξή σου και η ευτυχία έρχεται μόνο όταν η καρδιά μας είναι ανοιχτή. Συμβολικά η ηρωίδα μπαίνει στο δεντρόσπιτο στη μέση της παραλίας όπου το τζάμι είναι κλειστό για να απομονωθεί και να κάνει τις ζυμώσεις της;
Το Δεντρόσπιτο υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτόχρονα. Το Δεντρόσπιτο είναι η ελπίδα. Το φαντασιακό επίπεδο της ύπαρξης.
Εκείνο το σημείο που η πίστη υπερισχύει έναντι στην απόλυτη παράνοια που ζουν οι χαρακτήρες.
Το Δεντρόσπιτο αποτελεί για όλους μας το όνειρο, την ελπίδα, την ανάγκη για ζωή.
Πως υπάρχει κάτι άλλο κάτι πέρα από εδώ, κάτι που δε γνωρίσαμε ακόμα και γι αυτό το κάτι αξίζει να δώσουμε όλη μας τη ζωή, όλη μας την ύπαρξη.
Κι είναι ένα ρίσκο να σπάσεις το τζάμι για να βγεις έξω. Θέλει πραγματική πίστη σε κάτι αβέβαιο και ακατανόητο ως το βάθος του, σε κάτι μη ορατό.
Κι οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μια ολόκληρο ζωή χωρίς να ενεργοποιούν τον εκρηκτικό μηχανισμό του δυναμίτη που θα σκάσει μέσα τους και θα φέρει εκείνη τη πίστη που χρειάζεται για να δημιουργήσουμε κάτι.
Το Δεντρόσπιτο βρίσκεται στη μέση της παραλίας κάποιοι το βλέπουν και κάποιοι όχι.
Οι χαρακτήρες του έργου όμως είναι σίγουροι μέσα τους πως υπάρχει. Κι αυτό κανείς δε μπορεί να τους το πάρει.
Άρα έχουν ήδη νικήσει την όποια μάχη. Το Δεντρόσπιτο είναι για τον καθένα μας ξεχωριστά το προσωπικό του ξυπνητήρι.
Ο λόγος που μας ξυπνάει το πρωί, που μας αναγκάζει να σηκωθούμε απ το κρεβάτι.
Για τον καθένα είναι κάτι ειδικό αλλά για όλους μας είναι η αγάπη σ αυτό το κάτι.
Αρκεί να μην αναβάλλουμε τα ξυπνητήρια μας. Να μη ζητάμε πέντε λεπτά ακόμα. Να είμαστε έτοιμοι και διαθέσιμοι.
Τώρα. Πάντα η σωστή στιγμή είναι τώρα για όλες τις σπουδαίες αποφάσεις.
Σε ποιες ηλικίες απευθύνεστε και γιατί να έρθει να σας δει ο θεατής;
Είναι μία παράσταση που θα πρέπει να δουν οι έφηβοι.
Να κινητοποιηθούν οι γηραιότεροι και να μιλήσει στα μυαλά των νεότερων.
Είναι ένα κοινωνικοπολιτικό έργο με αρκετούς συμβολισμούς για όλες τις ηλικίες.
Μας αφορά όλους και όλοι μπορούμε να αποκομίσουμε κάτι από αυτό ανάλογα με το τι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε.
Πολλαπλασιάζονται τα περιστατικά λεκτικού αλλά και σωματικού εκφοβισμού στα ελληνικά σχολεία, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί συμβαίνει αυτό κατά την άποψή σας σε μια χώρα που ακόμη κρατάει το θεσμό της οικογένειας;
Η παιδεία μας είναι λίγο επιλεκτική.
Τα πράγματα στο σχολείο αντιμετωπίζονται με μια ελαφρότητα, με ένα «ε και τι έγινε;» κι ύστερα αυτό στα σχολικά χρόνια αλλά και στη μετέπειτα ζωή ενός ενήλικου ατόμου ριζώνει μέσα του, γίνεται νοοτροπία και τρόπος ζωής.
Είμαστε ένα κακά παιδεμένο έθνος. Αναπαράγουμε λάθη. Τα ίδια λάθη των γηραιότερων. Μας φταίει η κοινωνία. Μας φταίει το σύστημα. Μας φταίνε οι παλιοί
Κατακρεουργούμε όμως και τους καινούργιους. Μας ξενίζουν οι παλιές ιδέες αλλά χαζεύουμε με καχυποψία και μίσος τις καινούργιες.
Είμαστε μισαλλόδοξοι, ματαιόδοξοι κι εγωιστές. Αναποφάσιστοι, κυνικοί, με μία τάση να αγαπάμε μόνο ό,τι μας νοιάζει.
Ερωτευμένοι πάντα με τις προβολές του εαυτού μας. Και είμαστε μία αποπροσανατολισμένη γενιά. Μας φοβίζει η ευθύνη. Από ‘κει ξεκινάνε όλα.
Σίγουρα καλλιεργούνται μίση και φανατισμοί μες την οικογένεια και τα σχολεία όμως η υπόθεση είναι αυστηρά προσωπική.
Ο καθένας σαν άτομο οφείλει σε κάποιο σημείο της ζωής του να λάβει την ευθύνη του εαυτού του.
Όλοι αυτοί οι αλληλοσκοτωμοί στα σχολεία, στις δουλειές, στις σχολές, στις παρέες, στα καφενεία, ξεκινούν από μέσα και εξυπηρετούν τα έξω.
Γιατί υπάρχει συμφέρον για κάποιους πίσω από τα καλοαναθρεμμένα εγώ μας.
Και κάπως εξυπηρετούμε σαν έρμαια έναν επουσιώδη παραλογισμό -αυτόν της ομοιογενοποίησης, της ομοιομορφίας.
Αν και δεν πιστεύω στις συνωμοσιολογίες. Κάποιοι μας θέλουν μάζα κι αυτό είναι γεγονός. Η ευθύνη όμως είναι αυστηρά προσωπική.
Και γίνεται υποχρέωση μετά από ένα σημείο. Γιατί αν ξεκινάς να κατηγορείς τη κοινωνία για το πρόβλημα τότε θα αρχίσεις να ψάχνεις και στη κοινωνία τη λύση κι αυτό είναι ένα μεγάλο τραγικό γαϊτανάκι που δε σταματάει ποτέ.
Και θεωρώ πως η ηλιθιότητα και όχι το κακό γεννά τελικά τον ολοκληρωτισμό.
Κι ο πολιτισμός πεθαίνει έτσι στην ίδια χώρα που γεννήθηκε.
Με απλά βήματα προσωπικά και ατομικά. Με τα «δε βαριέσαι» της ημέρας και τα ανούσια μεθύσια της νύχτας που μας ρίχνουν σε λήθαργο.
Κι έτσι ξυπνάμε το πρωί με δυσκολία γιατί μας λείπει ο λόγος.
Μας λείπει το κίνητρο. Μονάχα μία δύναμη στον κόσμο είναι που κινεί το σύμπαν ολόκληρο – η δύναμη της εσωτερικής παρόρμησης.
Κι εκεί πρέπει να ποντάρουμε σαν άτομα και σαν σύνολα. Με μία συλλογικότητα. Γιατί ζούμε και πεθαίνουμε μόνοι. Στο ενδιάμεσο ό,τι κάνουμε μαζί. Το θέμα είναι να μη συμβιβαζόμαστε. Να αναρωτιόμαστε.
Να αμφιβάλουμε ακόμα και για το αν η γη είναι στρογγυλή. Πόσο δεδομένα δεν είναι όσα θεωρούμε δεδομένα.
Και πόσα θα μπορούσαμε να αλλάξουμε αν τολμούσαμε να αλλάξουμε πρώτα τους εαυτούς μας.
Ο ρατσισμός υπήρχε από την αρχαιότητα (με το διαχωρισμό των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους, λευκούς και μαύρους, πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και μη) και σήμερα συνεχίζει να εκφράζεται μέσα από ένα γενικότερο κλίμα αντιθέσεων και συγκρούσεων που επικρατούν στον κόσμο και στις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι θέμα ενστίκτου ή παιδείας η έλλειψη κατανόησης και αποδοχής στη διαφορετικότητα;
Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Εκείνοι που ταξινομούν τους ανθρώπους σε κατηγορίες κι εκείνοι που τολμάνε να βλέπουν πέρα απ’ αυτές.
Σε ένα σημείο του κειμένου «πιασμένοι σε Δεντρόσπιτο» γράφω «όσα ακούσαμε μέχρι σήμερα είναι λάθος».
Και αυτή είναι μία φράση που πρέπει να περνάει από το μυαλό όλων μας μεγαλώνοντας. Η παιδεία παίζει πάντα τον ρόλο της.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας είναι ελλιπές κι αυτό είναι μία πραγματικότητα. Αλλά αυτό δεν είναι η αιτία του προβλήματος.
Αυτό είναι μονάχα η δικαιολογία μας. Τα αίτια βρίσκονται στα άτομα ξεχωριστά. Κι εκεί βρίσκονται κι οι λύσεις.
Ο ρατσισμός υπήρχε κι απ την αρχαιότητα πράγματι γιατί από την αρχαιότητα υπήρχε και η βλακεία.
Αλλά όταν διανύουμε τον 21ο αιώνα κι ακόμη θεωρούμε τους πρόσφυγες μίασμα, τους ξένους εγκληματίες, τους ομοφυλόφιλους άρρωστους, τους εύσωμους αντιπαραγωγικούς, τους μαύρους υποδεέστερους, τους λευκούς φασίστες, θεωρώ πως πια μιλάμε για μεσαίωνα πια.
Και ποιο το νόημα, όση τεχνολογία, όση επιστήμη, όση εξέλιξη, κι αν χορηγήσεις σε έναν λαό, αν δε ξέρει τί να τη κάνει;
Ρατσισμός είναι καχυποψία, περιφρόνηση, άσχημη ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στα άτομα που διαφέρουν ή έχουν άλλα χαρακτηριστικά από άλλους ανθρώπους. Πώς προσεγγίζετε το θέμα αυτό που δεν είναι εύληπτο μέσα από την παράστασή σας;
Η ιστορία αφορά το Σούιφτ. Ένα αγόρι 17 χρονών, το οποίο δολοφονείται από τους συμμαθητές τους λόγω της σεξουαλικής του ιδιαιτερότητας.
Η παράσταση δεν τοποθετείται χρονικά στο τώρα. Ούτε στο τότε όμως. Ούτε στο κάποτε. Αλλά σε όλα αυτά μαζί. Είναι ένα άχωρο και άχρονο έργο.
Θα μπορούσε να συμβεί σε όλες τις εποχές. Γιατί μιλάμε για έναν πόλεμο εδώ. Έναν πόλεμο που καθιστά ολόκληρους πληθυσμούς υπνοβάτες.
Ένας πόλεμος ανάμεσα σε δεκαεφτάχρονα παιδιά. Κι ένας πόλεμος που γίνεται μέσα μας.
Ο Σουίφτ είναι ομοφυλόφιλος. Ο Σουίφτ έχει επιλέξει κάτι για τον εαυτό του. Κάτι που δεν παραβιάζει την ελευθερία κανενός.
Κάτι που δεν ενοχλεί ή δεν θα έπρεπε να ενοχλεί τους γύρω του κι όμως βλέπεις πως ο πόλεμος είναι μέσα μας.
Σαν βόμβα που ενεργοποιείται με ότι κινείται δίπλα μας και σκάει σκορπίζοντας χιλιάδες αθώα σώματα στον αέρα.
Κι αυτό είναι ο πόλεμος. Εμείς είμαστε ο πόλεμος. Εμείς και η Ειρήνη.
Ορισμένοι άνθρωποι, προσπαθώντας να καλύψουν δικές τους ατέλειες και ελαττώματα, που οφείλονται στην προβληματική προσωπικότητά τους, υποβιβάζουν τους άλλους για να ικανοποιηθούν οι ίδιοι καλύπτοντας τις δικές τους ανασφάλειες. Πώς πιστεύετε πως θα πρέπει να αποβάλουμε αυτήν την τοξικότητα από τη ζωή μας;
Πάντα πίστευα πως το πιο αισιόδοξο πλάνο στο κόσμο είναι ένα πεντάχρονο που σηκώνει το φίλο του όταν πέφτει. Λοιπόν αισιοδοξία μπορεί να βρει κανείς από τον δίπλα, τον απέναντι, απ’ τον εαυτό του, απ’ το ταβάνι ακόμη κι από ένα σκοτεινό δωμάτιο με κλειστά τα παντζούρια.
Αρκεί να θέλει. Δεν μπορείς να σώσεις κανέναν αν δε θέλει να σωθεί.
Καλλιεργούνται όλα εκτός από την εσωτερική κινητήρια δύναμη.
Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα όταν μιλάμε για ανθρώπους να γίνουμε άνθρωποι. Κερδίσαμε σπουδαίες μάχες.
Κερδίσαμε τον πολιτισμό αλλά χάσαμε την ανθρωπιά κι έτσι δεν έχουμε πια τι να τον κάνουμε.
Τον τοποθετήσαμε σα πίνακα πάνω απ’ τα σαλόνια μας και τον χαζεύουμε τα βράδια πάνω απ’ τις τηλεοράσεις μας για πέντε με δέκα λεπτά όσο κρατάνε οι διαφημίσεις.
Πολύ νωρίς για σήμερα. Πολύ αργά για αύριο και πάει λέγοντας. Θα πρέπει όμως να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια ατομικά.
Οι άνθρωποι με την αλήθεια λειτουργούμε σα τα παιδιά που δε θέλουν το φάρμακό τους.
Θα έπρεπε να είμαστε διαθέσιμοι. Να βουτάμε στα βαθιά. Να ξεκινάμε αποφασισμένοι πως ή θα τα καταφέρουμε ή θα πεθάνουμε προσπαθώντας.
Αυτή είναι η ιδέα -Να προσεγγίζουμε κάθε ιδέα με αγάπη και πίστη.
Κάθε μέρα σαν πρώτη μέρα και κάθε νύχτα σα νύχτα πρεμιέρας.
Και κάπως έτσι γίνονται οι σπουδαίες μετατοπίσεις. Και να μη ψάχνουμε για νικητές. Και να ερωτευόμαστε. Τον ήλιο.
Τις δουλειές μας. Τις διαφορές μας. Τα κοινά μας. Τους ανθρώπους μας. Τα βιβλία μας. Τη ζωή. Τη τέχνη. Το θέατρο. Τα ασήμαντα.
Τα σημαντικά. Να έχουμε λόγο. Και να δημιουργούμε κι άλλον.
Να έχουμε θέληση και να τη μεταδίδουμε.
Να πιστεύουμε στους εαυτούς μας και στους άλλους.
Να διαβάζουμε. Να ταξιδεύουμε. Να αγαπάμε. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Παίζει και να μην υπάρχει.
Η επανορθωτική δικαιοσύνη είναι πανάκεια για τα θύματα όπως στην περίπτωση της ηρωίδας σας;
Πανάκεια είναι μονάχα όποια θεραπεία ξεκινάει από μέσα μας.
Γιατί μόνο εμείς μπορούμε να αποβληθούμε σε εμάς. Μόνο εμείς είμαστε ό,τι έχουμε. Και ο ένας τον άλλον.
Και μόνο όταν συνειδητοποιήσουμε πόσο ευλογημένοι είμαστε που υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον.
Και η θεραπεία θα ‘ρθει κάποτε. Αρκεί να πιστέψουμε σ’ αυτήν.
Πόσο καιρό θα παίζετε την παράσταση «ΠΙΑΣΜΕΝΟΙ ΣΕ ΔΕΝΤΡΟΣΠΙΤΟ» και ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας σχέδια;
Η παράσταση θα παίζεται σίγουρα έως τα μέσα του Οκτώβρη στο Faust.
Και ύστερα ετοιμάζονται κάποια πραγματάκια σχετικά με το έργο τα οποία θα ανακοινωθούν εν καιρώ.
Ταυτότητα παράστασης:
- Σκηνοθεσία: Στέφανος Κακαβούλης
- Κείμενο: Σίλια Κατραλή Μινωτάκη
- Παίζουν: Ζήσης Βενιέρης, Σίλια Κατραλή Μινωτάκη, Ζωή Κουσάνα, Γιώργος Μπινιάρης, Αλεξία Μπογδάνου
- Φωτογράφος: Αντώνης Διασκούρης
- Faust Theater, Καλαμιώτου 11 και Αθηναΐδος 12, Μοναστηράκι, τηλ.: 210 3234095
- Κάθε Πέμπτη και Σάββατο, 21:00 Διάρκεια: 75 λεπτά
- Πρεμιέρα: 13 Σεπτεμβρίου 2018