Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα δεν επαναπαύθηκε ποτέ… Πέρασε στην Ιστορία και η σφαίρα που τον δολοφόνησε τον έκανε άνθρωπο – σύμβολο.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (Ernesto Guevara de la Serna, Ροσάριο, Αργεντινή, 14 Ιουνίου 1928 – Λα Ιγκέρα, Βολιβία, 9 Οκτωβρίου 1967).
Είναι γνωστός ως Τσε Γκεβάρα (ισπανική προφορά: [ˈtʃe ɣeˈβaɾa]) ή απλά Τσε.
Ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής-Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός.
Συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου που πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα στην Κούβα.
Συμμετείχε αρχικά προσφέροντας τις ιατρικές γνώσεις του και αργότερα ως διοικητής των ανταρτών.
Υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Το 1965, πιστός στη νίκη της επανάστασης στην Κούβα, έφυγε με στόχο την οργάνωση νέων επαναστατικών κινημάτων στο Κονγκό.
Αργότερα στη Βολιβία, όπου τραυματίστηκε, συνελήφθη και δολοφονήθηκε.
Όπως και ο Μάο Τσε Τούνγκ, ο Ερνέστο Γκεβάρα ανέπτυξε θεωρίες πάνω στη στρατηγική και την τακτική του μοντέρνου ανταρτοπολέμου.
Προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες στην πράξη.
«Έκανα ένα βήμα πίσω προς την πόρτα, έκλεισα τα μάτια μου και έριξα τις πρώτες σφαίρες.
Ο Τσε έπεσε στο πάτωμα, τα πόδια του έσπασαν, παραμορφώθηκε κι άρχισε να χάνει πολύ αίμα.
Συνήλθα λίγο και τον πυροβόλησα ξανά πετυχαίνοντας το ένα του χέρι, τον ώμο και τελικά την καρδιά».
Έτσι περιέγραψε ο Μάριο Τεράν Σαλασάρ , όταν πια ήταν 72 χρονών, πώς σκότωσε τον Τσε.
Ο Σαλασάρ μίλησε στους δημοσιογράφους Ιδελφόνσο Ολμεδο και Χουάν Χοσέ ντελ Τόρο, της ισπανικής εφημερίδας «El Mundo».
Στρατιώτης απλός ήταν και έλαβε από τον συνταγματάρχη Χοακίν Ζεντένιο τη διαταγή να γίνει ο δήμιος του Αργεντίνου επαναστάτη.
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Παιδικά χρόνια και εφηβεία
Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής.
Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του αντιπερονιστή αρχιτέκτονα Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια ντε λα Σέρνα.
Η μητέρα του ήταν μία εξαιρετικά δυναμική γυναίκα που συμμετείχε δραστήρια σε αριστερά κινήματα.
Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928.
Κατά τον βιογράφο του, Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους.
Η άποψη αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία μίας αστρολόγου.
Σε αυτή την αστρολόγο φέρεται να εξομολογήθηκε η μητέρα του πως ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος όταν παντρεύτηκε τον Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς.
Η οικογένειά του ήταν μία από τις οικογένειες της αργεντινής ολιγαρχίας, με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές.
Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς του νεαρού Ερνέστο δεν απέφευγαν καθόλου την επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Πολλά μέλη της ολιγαρχίας θεωρούσαν προκλητικό αυτόν τον τρόπο ζωής επειδή το ζεύγος Γκεβάρα έδειχνε φανερά ότι σεβόταν και δεχόταν προοδευτικές ιδέες.
O πατέρας του χαρακτηρίζεται ως τυχοδιώκτης, που εγκατέλειψε τις αρχικές του σπουδές στην αρχιτεκτονική.
Τις εγκατέλειψε προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον επιχειρηματικό χώρο.
Η μητέρα του υπήρξε ένθερμη καθολική, που όμως αργότερα μεταστράφηκε στον φιλελευθερισμό της αριστεράς.
Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα.
Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του.
Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού.
Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας».
Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο.
Αρχικά, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του, ενώ αργότερα φοίτησε στο δημόσιο σχολείο.
Ολοκλήρωσε κανονικά μόνο τη δεύτερη και τρίτη τάξη, παρακολουθώντας τα μαθήματα των υπόλοιπων τάξεων όταν του επέτρεπε η υγεία του.
Κυρίως μελετούσε στο σπίτι.
Στην παιδική του παρέα υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής.
Ήδη τότε φανερώθηκε το χάρισμα και η κοινωνικότητα του Γκεβάρα, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσαν συνεχώς οι γονείς του.
Ήταν πλέον καθημερινό το φαινόμενο να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά της γειτονιάς και της περιοχής συνεχώς στο σπίτι των γονέων του.
O Γκεβάρα ήταν παράλληλα σοβαρό και εσωστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία.
Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση και ειδικότερα για το έργο του Πάμπλο Νερούδα.
Συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Πολιτεία του Πλάτωνα, Αριστοτέλη).
Καθώς και ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Σαίξπηρ, Γκαίτε) μέχρι κλασικά έργα του Τζακ Λόντον ή του Ιουλίου Βερν.
Επίσης πραγματείες του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Μπέρτραντ Ράσελ.
Σύμφωνα με τον πατέρα του, «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία παιδεία που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών.
Η βιβλιοθήκη του ήταν γεμάτη από κάθε είδους βιβλία περιπέτειας και ταξιδιωτικά μυθιστορήματα».
Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.
To 1942 εγγράφηκε στο δημόσιο λύκειο Ντεάν Φούνες της Κόρδοβα.
Οι σχολικοί του βαθμοί υπήρξαν πολύ καλοί στη λογοτεχνία, την ιστορία και τη φιλοσοφία.
Ωστόσο ήταν πολύ κακοί στην αγγλική γλώσσα, τα μαθηματικά και τη φυσική ιστορία.
Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να συντάσσει ένα είδος φιλοσοφικού λεξικού, καταγράφοντας τα αναγνώσματά του ή κρατώντας σημειώσεις σχετικά με αυτά.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο λύκειο, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής.
Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες.
Για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις.
Η ασθένεια της γιαγιάς του, Άνας, η οποία είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και κατόπιν ημιπληγία.
Αυτό τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της.
Τόσο η δική της κατάσταση, που οδήγησε στο θάνατό της, όσο και η προσωπική του εμπειρία με το άσθμα τον επηρέασαν βαθιά.
Πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953.
Ωστόσο δεν ακολούθησε την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.
Στα φοιτητικά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό κίνημα, ήρθε σε επαφή με παράνομες αριστερές οργανώσεις.
Διάβαζε με πάθος
- Καρλ Μαρξ,
- Φρίντριχ Ένγκελς,
- Βλαντίμιρ Λένιν,
- Λέων Τρότσκι και
- Μάο Τσετούνγκ.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου.
Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική.
Έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες.
Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό.
Στα αρχικά του σχέδια για τη ζωή κυριαρχούσε η ανθρωπιστική, σχεδόν ιεραποστολική, διάθεση να βοηθήσει τους λαούς της Λατινικής Αμερικής.
Ήταν αυτή η αλτρουιστική διάθεση που οδήγησε τα βήματά του στο Περού.
Εκεί πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του σε τοπικό λεπροκομείο, για να ακολουθήσουν ανάλογα ταξίδια στην Κολομβία και τη Βενεζουέλα.
Ταξίδεψε σ’ όλη τη Λατινική Αμερική, όπου η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη.
Εκεί οι επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, οι γενικές απεργίες και ο ανταρτοπόλεμος βρίσκονταν διαρκώς στην ημερήσια διάταξη.
Συνδέθηκε με αριστερές οργανώσεις στο Περού, τη Βολιβία, τον Ισημερινό, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ.
Επανάσταση στην Κούβα
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, σύμφωνα με τη wikipedia, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό.
Το Μεξικό αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως
- το Πουέρτο Ρίκο,
- το Περού,
- η Βενεζουέλα,
- η Γουατεμάλα και
- η Κούβα.
Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα.
Εκεί επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα.
Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός σε κεντρικό νοσοκομείο και ως φωτογράφος.
Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ.
Από εκείνον πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό.
Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο.
Ήταν αρχηγός των “Moνκαντίστας” και ηγέτης της αποτυχημένης ένοπλης επίθεσης στο στρατόπεδο της Μονκάδα το 1953.
Είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Φουλχένσιο Μπατίστα.
Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική.
Συζητούσαν και το ενδεχόμενο της οργάνωσης ενός αντάρτικου αγώνα.
Αγώνα με στόχο την ανατροπή του διεφθαρμένου, φασιστικού καθεστώτος του Μπατίστα.
Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο.
Ο γάμος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.
Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών.
Το βασικό της στάδιο ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας.
Καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο.
Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του.
Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών ο Φιντέλ Καστρο και ο Τσε Γκεβάρα, ξεκίνησαν με το πλοιάριο Γκράνμα από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ και στις 2 Δεκεμβρίου έφτασαν παράνομα στην παραλία Λας Κολοράδας της Κούβας.
Τρεις μέρες αργότερα, σύμφωνα με τη wikipedia, η ομάδα έπεσε σε ενέδρα του κυβερνητικού στρατού και αποδεκατίστηκε: μόλις 22 μαχητές διασώθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Φιντέλ, ο αδελφός του, Ραούλ, και τραυματισμένος αλλά αποφασισμένος όσο ποτέ, ο Γκεβάρα.
Οι αντάρτες κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στην οροσειρά της Σιέρρα Μαέστρα, που έγινε το ορμητήριό τους. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών.
Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητές του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος.
Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Στις μάχες που ακολούθησαν, ο Αργεντινός εντυπωσίασε τον Κάστρο όχι τόσο για το θάρρος και τη δεξιοτεχνία του στην εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, όσο για τα στρατιωτικά του χαρίσματα και το πολιτικό του κριτήριο.
Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώτερό του.
Αυτή την περίοδο έγινε η αποφασιστική μεταμόρφωση του ρομαντικού διανοούμενου Ερνέστο Γκεβάρα σε χαρισματικό “Κομαντάντε Τσε”.
Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.
Θάνατος
Τη νύχτα της 7ης Οκτωβρίου ένας αγρότης διέκρινε κοντά στο χωριό Λα Ιγκέρα, στην περιοχή της χαράδρας Γιούρο, τις φιγούρες μίας ομάδας ανταρτών (συνολικά 17 άνδρες) και έτρεξε να ειδοποιήσει τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή και λοχαγό Γκάρι Πράδο Σαλμόν.
Ο Γκεβάρα χώρισε τη διμοιρία σε μικρότερες ομάδες, ωστόσο σύντομα αντιλήφθηκαν πως ήταν περικυκλωμένοι.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις που είχαν κινητοποιηθεί γρήγορα εντόπισαν τους αντάρτες τα χαράματα της 8ης Οκτωβρίου και ακολούθησε μάχη.
Η ομάδα του Γκεβάρα, αποτελούμενη από επτά αντάρτες επιχείρησε να οπισθοχωρήσει.
Το όπλο του, είτε εξαιτίας εμπλοκής είτε από κάποια εχθρική σφαίρα είχε αχρηστευτεί και ο ίδιος έφερε τραύμα στο κάτω μέρος του ποδιού που τον δυσκόλευε στο περπάτημα.
Υποβασταζόμενος από τον Σιμόν Κούμπα («Γουίλι»), έναν επαναστάτη εργάτη από τα ορυχεία του Χουανίνι, έπεσε τελικά στα χέρια τριών στρατιωτών του Πάρδο. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, ο Γκεβάρα διέταξε τους στρατιώτες να μην πυροβολήσουν, αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του και υπενθυμίζοντάς πως θα τους ήταν πολυτιμότερος ζωντανός. Πιθανόν, όμως, να ήταν και ο Σιμόν Κούμπα εκείνος που απευθύνθηκε στους στρατιώτες.
Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα. Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι.
Την επόμενη μέρα, οι δημοσιογράφοι που μεταφέρθηκαν εσπευσμένα με στρατιωτικά ελικόπτερα στο Βαγιεγκράντε, αντίκρισαν ξαπλωμένο σε ένα πρόχειρο κρεβάτι, έναν γενειοφόρο άντρα γυμνό από τη μέση και πάνω, με χακί παντελόνι και στρατιωτική ζώνη. Ήταν ο Τσε Γκεβάρα νεκρός.
Όχι από τα μάλλον επιπόλαια τραύματα στο πεδίο της μάχης, αλλά από δύο σφαίρες στο σβέρκο.
Ο Τσε, στα 39 του χρόνια, πλήρωσε με τη ζωή του το σχέδιο οργάνωσης αντάρτικου στη Βολιβία, με προοπτική την επέκτασή του και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ακόμα και νεκρός, ο Γκεβάρα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος για το βολιβιανό καθεστώς που δεν διανοήθηκε να ρισκάρει μία δημόσια ταφή του
Ούτε στον αδελφό του, Ρομπέρτο Γκεβάρα, δεν έδειξαν το πτώμα του, με συνέπεια πολλοί να αμφισβητήσουν αν πέθανε πραγματικά ή μήπως επρόκειτο για μπλόφα των αρχών.
Στην Κούβα, ο Φιντέλ Κάστρο κράτησε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην είδηση του θανάτου του, ωστόσο στις 15 Οκτωβρίου, αποδέχτηκε το γεγονός, μετά από την εμφάνιση φωτογραφικών αποδείξεων, και κήρυξε τριήμερο πένθος στη δεύτερη πατρίδα του Αργεντινού επαναστάτη