Σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν μειώθηκε κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση που πραγματοποίησε το ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο Levada-Centr.
Αν τον Νοέμβριο του 2017, πριν από την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές, η δημοτικότητα του Πούτιν έφθανε το 59%, τον Σεπτέμβριο του 2018 η δημοτικότητα του έπεσε το 39%.
Τις 9 από τις 20 αυτές ποσοστιαίες μονάδες, τις έχασε στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου.
Η μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό σύστημα που συνδέεται με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αλλά και τα υπάρχοντα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα είναι οι παράγοντες που επηρέασαν την δημοτικότητα όλων των Ρώσων πολιτικών.
Η εφημερίδα Vedomosti, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, γράφει ότι « Οι Ρώσοι δεν δέχθηκαν την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και αυτή είναι η κύρια αιτία της μειούμενης εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση γενικά και στον πρόεδρο Πούτιν ιδιαίτερα».
Οι κοινωνικές εντάσεις άρχισαν να αυξάνονται από τα τέλη του 2017, δηλώνει ο διευθυντής του Levada-Centr Λεβ Γκουντκόφ και προσθέτει:
«Τέλειωσε η ευφορία που είχε προκαλέσει η Κριμαία, συσσωρεύτηκε η κόπωση εξαιτίας της κατάστασης κινητοποίησης, τα τελευταία τέσσερα χρόνια τα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών μειώθηκαν κατά 11-13% και οι τιμές των προϊόντων εξακολουθούν να αυξάνονται.
Εκτός των άλλων υπήρχε ένας έντονος φόβος ότι θα ξεσπάσει ένας μεγάλος πόλεμος»
Ο κόσμος πιστεύει ότι το κράτος προσπαθεί να λύσει τα προβλήματα του εις βάρος του, ότι εποφθαλμιά τα κονδύλια που προέρχονται από τις εισφορές τα οποία προορίζονται για τις συντάξεις και τα οποία θεωρεί ότι είναι δικά του» λέει ο Γκουντκόφ και προσθέτει:
«Ένα μεγάλο ποσοστό περίμενε ότι ο Πούτιν θα καταργήσει τον νόμο (για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης-σ.σ).
“Όταν ο ίδιος μίλησε για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, ένα τμήμα του κόσμου δέχθηκε τα επιχειρήματα του , αλλά πολλοί δυσαρεστήθηκαν , καθώς το 34% δήλωσε ότι μετά την παρέμβαση του η στάση τους απέναντι στον πρόεδρο χειροτέρεψε».
Η μείωση της εμπιστοσύνης του κόσμου προς τον Πούτιν δεν οφείλεται στο ότι άλλαξαν στάση έναντι του ίδιου προσωπικά, αλλά συνιστά επακόλουθο της μείωσης της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες, θεωρεί ο πολιτειολόγος Ντμίτρι Ορλόφ.
«Συνέβαλαν σ αυτό τρεις παράγοντες, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον κοινωνικό τομέα, η δυσμενής κοινωνικό-οικονομική κατάσταση και η ενίσχυση των ανησυχιών.
Η μεταρρύθμιση που αφορά στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, είναι απλά ένα από τα συστατικά».
Παράλληλα όμως, όπως εκτιμά ο πολιτειολόγος Νικολάι Πετρόφ, μειώνεται και η εμπιστοσύνη του κόσμου προς διάφορες πρωτοβουλίες του Πούτιν, εξαιτίας των οποίων το 2014 είχε αυξηθεί αισθητά:
« Τον κόσμο δεν τον εμπνέουν πλέον οι επιτυχίες στην Συρία και το εξωτερικό, αλλά και δεν του αρέσει τι συμβαίνει στο εσωτερικό.
Η δημοτικότητα του Πούτιν έπεσε στα επίπεδα που ήταν πριν από την προσάρτηση της Κριμαίας, αλλά αυτή είναι μια φυσιολογική εξέλιξη, καθώς πολλοί είχαν εντυπωσιασθεί που κράτησε τόσο πολύ, ενώ η δημοτικότητα των υπολοίπων πολιτικών έφθασε στα επίπεδα που ήταν πριν από ένα, ενάμιση χρόνο».
Ο Πούτιν, εκτιμά ο Πετρόφ , δεν μπορεί να μεταφέρει τις ευθύνες σε κάποιον άλλον καθώς ο ίδιος υπό μια έννοια είναι αιχμάλωτος της ίδιας του της θέσης ως προέδρου, ο οποίος αποφασίζει για τα πάντα, καθοδηγεί τους πάντες και βελτιώνει τα πάντα.
Παράλληλα η εφημερίδα Vedomosti επισημαίνει ότι πτώση της δημοτικότητας της ρωσικής κυβέρνησης καταγράφουν όλα τα αρμόδια κοινωνικά κέντρα ερευνών.
Ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Μελέτης της Κοινής Γνώμης (WICIOM) Βαλέρι Φιόντοροφ, δηλώνει ότι «στην κοινωνία είναι καθοριστικό το αίτημα γα σταθερότητα και όχι για αλλαγές».
«Ο κόσμος – λέει ο Φιόντοροφ-αντιλαμβάνεται με την έννοια αυτή την οικονομική άνοδο και την κατανομή των κόπων του.
Αλλά στην χώρα μας δεν υπάρχει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο.
Η κυβέρνηση από την μεριά της με τις αλλαγές αντιλαμβάνεται την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, τις μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και την υγεία. Δηλαδή τις αλλαγές τις αντιλαμβάνονται όλοι διαφορετικά».