“Μέρες δίχως τέλος“: Δύο άντρες κατατάσσονται στον αμερικανικό στρατό.
Οι άνδρες πολεμούν στον Εμφύλιο και ζουν από πολύ κοντά μερικές από τις πιο κρίσιμες στιγμές της αμερικανικής ιστορίας.
Λίγα λόγια για το βιβλίο “Μέρες δίχως τέλος”
Ο Τόμας ΜακΝάλτι, μόλις δεκαεπτά ετών, και ο σύντροφός του Τζον Κόουλ κατατάσσονται στον αμερικανικό στρατό τη δεκαετία του 1850.
Παίρνουν μέρος στους ινδιάνικους πολέμους και στη συνέχεια στον αμερικανικό εμφύλιο.
Ορφανοί, έχοντας βιώσει και οι δυο τρομερές κακουχίες, και παρά τις φρικαλεότητες που αντικρίζουν, βρίσκουν τις μέρες που διανύουν γεμάτες φως και ζωντάνια. Στη συνέχεια συναντούν μια μικρή Ινδιάνα, και μια πιθανότητα ευτυχίας διαφαίνεται, αρκεί να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Παρά τη βία που κυριαρχεί, διαμορφώνεται το πορτρέτο μιας απρόσμενης και συγκινητικής οικογένειας.
Το μυθιστόρημα του Sebastian Barry είναι ένα αριστούργημα ατμόσφαιρας και γλώσσας που μας προκαλεί να δούμε αυτά που έχουν πραγματική σημασία, ακόμη και τις μέρες που μοιάζουν ατελείωτες και χωρίς ελπίδα.
Διαβάζουμε ένα απόσπασμα
«Θα πω στα γρήγορα τι συνέβη σ’ εμένα και τι μ’ έφερε στην Αμερική, αλλά δεν μ’ αρέσει να λέω πολλά.
Όσο λιγότερα λες, τόσο το καλύτερο λέει η παροιμία. ΚΙ είναι πέρα για πέρα αλήθεια.
Ο πατέρας μου είχε μια μικρή επιχείρηση, έκανε εξαγωγή βουτύρου, το έστελνε σε βαρέλια από το Σλάιγκο στην Αγγλία.
‘Ο,τι καλό υπήρχε στην Ιρλανδία, έφευγε για την Αγγλία.
Γελάδια, μοσχάρια, γουρούνια, πρόβατα, κατσίκια, στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, παντζάρια, καρότα.
Λάχανα, όλα όσα θέλει κανείς για να ζήσει.
Και στην Ιρλανδία έμενε μόνο η πατάτα. Όταν έλειψε η πατάτα, τα ‘χασε όλα η κακομοίρα η Ιρλανδία.
Ψόφησε της πείνας. Κουρελιάρα και ξυπόλυτη. Γιατί ούτε κάλτσα να φορέσει στα γυμνά της πόδια δεν είχε.
Ο πατέρας μου ήταν σε λίγο καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους και φορούσε μαύρο ημίψηλο, αλλά τριμμένο και παλιό, αφού τα ‘χε φάει τα ψωμιά του στην Αγγλία πριν φτάσει στα χέρια του.
Εμείς στέλναμε τρόφιμα στην Αγγλία και η Αγγλία μας έστελνε τ’ αποφόρια της και τα κουρέλια της.
Δεν τα ξέρω και καλά, ήμουνα παιδί ακόμα.
Το ’47 η σοδειά πήγε τόσο χάλια, που και ο πατέρας μου βρέθηκε με άδεια χέρια. Πέθανε η αδερφή μου.
Πέθανε και η μάνα μου, στο πέτρινο πάτωμα του σπιτιού μας στο Σλάιγκο.
Το δρόμο μας τν έλεγαν Λάνγκι, στα γαέλικα Λέινα· και η Λέινα ήταν το βασίλειο των προγόνων μας –έτσι έλεγε ο πατέρας μου.
Ήταν ένας άνθρωπος όλο ζωή, όσο ζούσε. Του άρεσε να τραγουδάει, του άρεσε να χορεύει, του άρεσε να παζαρεύει με τους καπετάνιους του στις προβλήτες του λιμανιού.
Του βούτυρο συνέχισε να πουλιέται τις μέρες πείνας, αλλά ο πατέρας μου βρέθηκε χωρίς δουλειά, πώς και γιατί δεν ξέρω· κι όπως είπα, η αδερφή μου και η μάνα μου πέθαναν.
Πέθαναν σαν γάτες του δρόμου, χωρίς κανείς αν δώσει πολλή σημασία.
Έτσι κι αλλιώς όλη η πόλη πέθαινε της πείνας.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Sebastian Barry γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1955.
Το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, για το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς παγκοσμίως.
Έχει βρεθεί δύο φορές στις βραχείες λίστες του Man Booker για τα μυθιστορήματα «Μακριά, πολύ μακριά» (εκδόσεις Πόλις) και η «Μυστική γραφή» (εκδόσεις Καστανιώτη).
Το «Μέρες δίχως τέλος» τιμήθηκε με τα Costa Book Award for Novel 2016, Costa Book of the Year 2016 και Walter Scott Prize 2017 και βρέθηκε στη Μακρά Λίστα του Man Booker Prize 2017.
- ΤΙΤΛΟΣ: Μέρες δίχως τέλος
- ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Sebastian Barry
- Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
- Εκδόσεις Ίκαρος
- Σελ.: 296
- Τιμή: 15,00 €