Ο Παρασκευάς Άντζας μίλησε στο gazzetta.gr για τις μέρες που δεν σήκωνε το τηλέφωνο σε κανέναν.
Για τότε που άφησε τον Ολυμπιακό και γύρισε στην πόλη του, τη Δράμα. Για το περιστατικό με τον Σωτήρη Κυριάκο, για τον Ζιοβάνι και τη Ριζούπολη.
Αναλυτικά η συνέντευξη που έδωσε στο gazzetta.gr:
Πως αποφάσισες να εμπλακείς στο project του Φρανκ Ζουέλα με την Stars of The Future και τις ακαδημίες της Σπόρτινγκ;
«Δεν ήταν κάτι που έγινε ξαφνικά. Μου είχε μιλήσει ο Ζουέλα εδώ και δύο χρόνια για αυτή την προσπάθεια. Τον γνωρίζω πολλά χρόνια από την κοινή παρουσία μας στην Ξάνθη και ήταν κάτι που με ενδιέφερε. Θα μπορούσα να δουλέψω μόνο με παιδιά γι’ αυτό και αποδέχθηκα την πρόταση που μου έκανε».
Τι προσδοκάς; Ποιος είναι ο στόχος σου μέσα από αυτό το εγχείρημα;
«Να βοηθήσουμε τα παιδιά να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι και να δείξουν το ταλέντο τους. Να είναι πάνω από όλα σωστοί άνθρωποι και αθλητές».
Ενιωσες ότι σου έλειπε το ποδόσφαιρο όλα αυτά τα χρόνια;
«Σίγουρα μου έλειπε, αλλά αναγκάστηκα να σταματήσω λόγω ενός τραυματισμού στο γόνατο. Επρεπε να προσέχω. Για παράδειγμα πήγα να παίξω σ’ έναν αγώνα παλαιμάχων και αλλού πήγαιναν τα πόδια κι αλλού το μυαλό. Πρέπει να προσέχω μην πάθω πάλι ζημιά».
Αν είχες περάσει από μια τέτοια ακαδημία όπως αυτή της Σπόρτινγκ, θα είχες αντιμετωπίσει διαφορετικά την απόφασή σου τότε να φύγεις από τον Ολυμπιακό ή άλλες καταστάσεις της καριέρας σου;
«Ίσως να το έβλεπα και να το αντιμετώπιζα διαφορετικά τα πράγματα εάν υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να με βοηθούσαν να λύσω τα προβλήματα. Πάντως είναι μια απόφαση που δεν μετάνιωσα. Το ίδιο θα έκανα και σήμερα».
«ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΩ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ»
Πως θυμάσαι τα πρώτα σου βήματα στο ποδόσφαιρο;
«Ήμουν στον Πανδραμαϊκό, 18 ετών παιδί… Με ζήτησε η Ξάνθη και δεν ήθελα με τίποτα να φύγω από την πόλη μου. Ο πατέρας μου, που ήταν μεροκαματιάρης άνθρωπος με έπεισε να πάω. Μου είπε “πήγαινε ρε να δεις τι μπορείς να κάνεις”. Έτσι δεν του χάλασα χατίρι, πήγα, έχοντας στο μυαλό μου ότι θα μπορέσω να τον βοηθήσω και να τον ξεκουράσω».
Έζησα τρεις όμορφες χρονιές στην Ξάνθη. Μετά, τον τελικό του Euro U21, με είδαν από τον Ολυμπιακό, δεν ήξερα ποιος συγκεκριμένα. Ε, υπογράψαμε ένα προσύμφωνο και την επόμενη σεζόν πήρα τη μεταγραφή που ονειρεύεται κάθε νέο παιδί, πηγαίνοντας στην πρώτη ομάδα της χώρας».
Ποιος προπονητής σε στήριξε στην Ξάνθη;
«Ο Βασίλης Δανιήλ με πίστεψε πάρα πολύ. Ήταν αυτός που με έβαλε στα βαθιά πολύ γρήγορα και μάλιστα με τοποθέτησε και δεξί μπακ που εγώ δεν είχα καμία σχέση με τη θέση. Εντάξει κι ο Γιάννης Μαντζουράκης ήταν πολύ σημαντικός για εμένα, δεν το συζητώ».
«ΜΕ ΕΠΙΑΣΕ ΤΡΑΚ ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΑ ΠΩΣ ΜΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ»
Πως θυμάσαι τη μέρα που άκουσες για πρώτη φορά ότι σε θέλει ο Ολυμπιακός;
«Με έπιασε τρακ. Εντάξει, νομίζω λογικό είναι πως κάτι νιώθεις όταν ακούς ότι σε θέλει ο πρωταθλητής Ελλάδας. Θα έβρισκα μπροστά μου όλα αυτά τα μεγαθήρια όπως οι Καραπιάλης, Καραταΐδης, Ίβιτς κι πολλοί άλλοι».
Στον Ολυμπιακό πως σε υποδέχτηκαν; Με ποιους ήσουν πιο κοντά;
«Ήταν όλοι πολύ καλοί, δεν έχω και δεν είχα κανένα παράπονο. Με βοηθούσαν, σαν μικρός που ήμουν και ήταν κοντά μου σ’ ό,τι ήθελα.
Γενικά οι Καραπιάλης-Καραταΐδης ήταν δίπλα μου, είχαμε πολλές επαφές, μου έλεγαν όταν δεν ήμουν καλά ή όταν έπεφτα “μικρέ μην απογοητεύεσαι, είσαι καλός προσπάθησε”».
Πιο εύκολη η Α’ εθνική από τη Γ’
Η πενταετία σου στον Ολυμπιακό ήταν η καλύτερη της καριέρας σου;
«Εννοείται. Ήταν, ειδικά η πρώτη χρονιά που σήκωσα το πρωτάθλημα, ήμουν πολύ περήφανος».
Το πρώτο σου ματς στην Α’ εθνική πως σου φάνηκε;
«Όταν είδα πως είναι η Α’ Εθνική, είπα “έτσι είναι;”, γιατί η Γ’ ήταν πιο δύσκολη, πιο σκληρό πρωτάθλημα. Είχα μάθει αλλιώς και για το στιλ μου ήταν εύκολο να προσαρμοστώ στις απαιτήσεις».
Όσοι λένε ότι ο Ολυμπιακός πήρε «πέτσινα» πρωταθλήματα τι τους απαντάς;
«Όποιος το έλεγε αυτό ας ερχόταν στον αγωνιστικό χώρο να παίξει μαζί μας. Αν ήταν παίκτης του Ολυμπιακού θα καταλάβαινε… Θα άλλαζε γνώμη γι’ αυτό το θέμα, είμαι σίγουρος».
Μια φωτογραφία που έκανε τον γύρο στα ΜΜΕ ήταν η φάση με τον Κυργιάκο. Για πολλούς φίλους του Ολυμπιακού θεωρείται ως κορυφαίο στιγμιότυπο σε ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό. Πως σου φαίνεται όλο αυτό μετά από τόσα χρόνια;
«Ήταν σε μια φάση, σ’ ένα κόρνερ και έπρεπε να με μαρκάρει ο Κυριάκος, με τον οποίο ήμασταν συμπαίκτες και στην Εθνική. Πάνω στη φάση, λοιπόν, πριν γίνει το κόρνερ, υπήρξαν κάποια κοντραρίσματα και πάνω στην αναμπουμπούλα βρέθηκα από πάνω του. Ήταν και λίγο εριστικός πιο πριν με τον Ζιοβάνι».
Είχες φανταστεί πως θα έπαιρνε τόσο μεγάλη έκταση;
«Όχι εκείνη τη στιγμή με τίποτα. Λειτούργησα αυθόρμητα».
Λογικά, μετά το βρήκατε.
«Μετά, ναι, εντάξει… Δεν κρατάμε κακίες».
«ΥΠHΡΧΕ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΥΠΕΡΑΝΤΑΣΗ ΣΤΟ ΝΤΕΡΜΠΙ ΤΗΣ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ»
Τα ντέρμπι αυτά σου λείπουν έτσι;
«Ένας ποδοσφαιριστής γι’ αυτά τα ντέρμπι ζει».
Ποιο είναι το πιο χαρακτηριστικό ντέρμπι που θυμάσαι;
«Το ντέρμπι της Ριζούπολης που ο Παναθηναϊκός ήταν πρώτος με δύο γκολ διαφορά και έπρεπε να νικήσουμε με τρία γκολ διαφορά εμείς για να βγούμε πρωταθλητές. Υπήρχε τεράστια ένταση σε εκείνο το παιχνίδι. Και στη φυσούνα και στα αποδυτήρια ήταν ένα ματς πολύ έντονο».
Κατά τη γνώμη σου, τελικά, εκείνο το ματς έπρεπε να ξεκινήσει ή όχι;
«Κοίτα, άμα ρωτήσεις και τους πρώην συμπαίκτες μου, με την ένταση που υπήρχε, έπρεπε να ξεκινήσει. Ήμασταν έντονα συναισθηματικά φορτισμένοι. Ήταν ένα ματς που έπρεπε να κερδίσουμε οπωσδήποτε. Εγώ δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω αν έπρεπε να γίνει ή όχι».
Μ΄έφτιαχνε να παίζω σε έδρες όπως η Τούμπα
Πολλοί συμπαίκτες σου πάντως, σε σχετική ερώτηση έχουν απαντήσει ότι στην Τούμπα έχουν γίνει πολύ χειρότερα.
«Ναι, το κλίμα εκεί για τον Ολυμπιακό ήταν και είναι πάντα περίεργο».
Θυμάσαι κάποιο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ ξεχωριστά;
«Συγκεκριμένα μέσα στον αγωνιστικό όχι, άλλα έξω από αυτόν πολλά. Δεν θυμάμαι ημερομηνίες να σας πω. Φεύγοντας από το γήπεδο θυμάμαι μας πετούσαν διάφορα, έπεφτε ξύλο».
Βλέπεις καθόλου να έχουν εκλείψει αυτές οι εικόνες ή παραμένει η ίδια κατάσταση;
«Νομίζω έχει μικρύνει η απόσταση σ’ αυτό το κομμάτι, πάμε προς το καλύτερο. Βέβαια, παίζει ρόλο σ’ αυτό και το ότι δεν υπάρχουν αντίπαλοι θεατές των ομάδων. Βοήθησε πάρα πολύ αυτό».
Σ’ έφτιαχνε το να παίζεις σε τόσο καυτές έδρες;
«Ναι, πάρα πολύ… πάρα πολύ».
Το φθινόπωρο του 2003 πέφτει σαν βόμβα η είδηση της αποχώρησής σου. Ήταν τελικά προσωπικοί οι λόγοι; Έχεις μετανιώσει;
«Όχι καθόλου, μαθαίνουμε από τη ζωή συνέχεια. Εκείνο το διάστημα είχε πεθάνει ο πατέρας μου, ήμουν σε μικρή ηλικία 22 ετών. Την ίδια χρονιά πέθανε κι ο παππούς μου. Περνώντας ο καιρός με πήρε από κάτω. Ε, καταλαβαίνεις ότι σ’ αυτήν την ηλικία ήταν δύσκολο να το διαχειριστώ αυτό. Εγώ τον λάτρευα τον πατέρα μου και περνώντας ο χρόνος με πήρε λίγο από κάτω. Καλώς ή κακώς έτσι το διαχειρίστηκα. Αυτό ήθελα να κάνω κι αυτό έκανα. Αυτός ήταν ο λόγος».
Απ΄όσα γράφτηκαν ενοχλήθηκες;
«Βέβαια και μάλιστα κινήθηκα και νομικά».
Όταν έμαθε ο Κόκκαλης, οι συμπαίκτες σου, ο Ρεχάγκελ ότι θέλεις να φύγεις από τον Ολυμπιακό υπήρχαν πιέσεις να συνεχίσεις;
«Πάρα πολύ, αλλά δεν σήκωνα τηλέφωνο σε κανέναν και πουθενά. Είχα πάρει την απόφασή μου, το κατάλαβε κι ο πρόεδρος και μου είπε ‘άμα θελήσεις ποτέ, Πάρη εμείς είμαστε εδώ’. Εγώ δεν σκεφτόμουν τίποτα. Ήθελα να σηκωθώ να φύγω και να σταματήσω το ποδόσφαιρο. Τόσο από κάτω με είχε πάρει. Στην πορεία ήρθαν τα παιδιά μου και έπρεπε να κάνω κάτι γι’ αυτά. Και έτσι ξανασυνέχισα».
Εχεις μετανιώσεις που έχασες το Euro 2004 επειδή είχες φύγει από τον Ολυμπιακό;
«Από την στιγμή που πήγα στην Γ’ εθνική, στη Δόξα Δράμας, ήταν δύσκολο να με καλέσει ξανά ο Ρεχάγκελ. Είχαμε μιλήσει και προσπάθησε να με μεταπείσει. Χάρηκα πάρα πολύ για όλα τα παιδιά που κατέκτησαν το Euro 2004. Ήταν μια τεράστια επιτυχία, δεν κρύβω όμως πως ένιωσα μια πικρία που δεν ήμουν εκεί. Λογικό είναι αυτό. Άλλωστε στα προκριματικά ήμουν βασικός».
Θεωρείς πως έχεις αδικηθεί; Oλοι μιλούν για τον Τζόλε, τον Ζιοβάνι ακόμα και για τον Μέλμπεργκ και μολονότι η προσφορά σου ήταν μεγάλη δεν ακούγεσαι όσο θα έπρεπε.
«Δεν το βλέπω έτσι. Δεν υπάρχει θέμα αδικίας, ούτε νιώθω κάτι τέτοιο. Εγώ απλά έκανα την δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα δίχως να με νοιάζει τι λένε. Δεν είμαι άνθρωπος που μιλάω πολύ, ούτε με ενδιέφερε τι θα γράψουν για μένα. Ήθελα να βοηθήσω όσο περισσότερο μπορούσα την ομάδα μου».
Ήσουν από τα σέντερ μπακ που ήξεραν μπάλα. Δεν «πουλούσες» την μπάλα αλλά έκανες παιχνίδι. Υπάρχει κάποιος Έλληνας στόπερ που σου θυμίζει τον εαυτό σου;
«Έτσι ήταν στο στιλ μου. Ο κάθε παίκτης έχει το δικό του. Ήθελα να πασάρω σωστά την μπάλα. Θα έλεγα ο Σιόβας ίσως μοιάζει. Τον ξέρω τον Δημήτρη είμαστε από την ίδια πόλη. Εξαιρετικός παίκτης με την μπάλα στα πόδια ήταν κι ο Μέλμπεργκ. Δεν θυμάμαι κάποιον άλλον, αλλά δεν θέλω να αδικήσω κανέναν».
Ισχύει ότι ο Λεμονής ήταν ένας από τους λόγους που γύρισες στον Ολυμπιακό;
«Ναι, όντως. Ήταν ένας άνθρωπος που τον ήξερα και από την εποχή που ήταν βοηθός προπονητή και τα λέγαμε, τα συζητήσουμε, είχαμε δεθεί αρκετά».
Όταν επέστρεψες ένιωσες ότι καθάρισε το κεφάλι σου; Ότι είχες ηρεμήσει απ’ όλα αυτά;
«Ε, ναι. Είχε περάσει κι ένα μεγάλο διάστημα, το οποίο ήμουν και με τα παιδιά μου. Έπρεπε να τα μεγαλώσω και έτσι αποφάσισα να αρχίσω πάλι να παίζω. Ευτυχώς έγινε αυτό που έγινε και ήμουν στο επίπεδο που ήθελα. Γύρισα για τα παιδιά μου».
Ήταν εύκολη η επιστροφή σου στον Ολυμπιακό;
«Άμα σου πω ότι δεν είχα άγχος; Ήμουν τόσο καλά στην Ξάνθη! Αν δεν έχει άγχος σε μια ομάδα ανεβαίνεις και εσύ ατομικά. Αυτό με βοήθησε για να γυρίσω στον Ολυμπιακό. Το να αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο και έτσι έκανα καλά παιχνίδια, οδηγώντας τον Ολυμπιακό στο να με θέλει πίσω».
Ο Πατσατζόγλου είχε πει στη συνέντευξή του στο gazzetta.gr ότι η ομάδα που έκανε και το πρώτο διπλό στην Ευρώπη είχε τα καλύτερα αποδυτήρια.
«Ισχύει. Εκείνη την περίοδο ήμασταν οικογένεια. Κι οι ξένοι κι οι Έλληνες ήμασταν όλοι μαζί. Πέρα από το ότι υπήρχε πολλή ποιότητα στο ρόστερ μας… Εκείνη η ομάδα ήταν απίστευτη».
Στην επιστροφή σου στον Ολυμπιακό είχες πρόταση και από ΑΕΚ και από Παναθηναϊκό;
«Ναι, είχα».
Επίσημη, κανονικά;
«Επίσημη όχι. Ο Κωστένογλου είχε πάρει από την ΑΕΚ απ’ ότι θυμάμαι».
Μπορούσαν να σε πάρουν;
«Όχι υπήρχε όρος. Υπήρχε όρος που έλεγε ότι στην περίπτωση που ξανασχοληθώ δεν θα πάω στις μεγάλες ομάδες».
Ο καλύτερος συμπαίκτης που είχες;
«Ζιοβάνι με κλειστά μάτια, “δεν υπήρχε” αυτός ο παίκτης. Εκανε βάρη μόνος του, ήταν πολύ επαγγελματίας… Και φυσικά σου περνούσε την μπάλα μέσα από την κοιλιά, από το σβέρκο. Δεν ήξερες από που θα στην περάσει».
Τον έκοβες στις προπονήσεις;
«Που να τον κόψεις… Εβαζε το σώμα και τέλος». (γέλια)
Θα άνοιγα προποτζίδικο ή μαγαζί με αθλητικά είδη
Αν δεν ήσουν σήμερα εδώ τι θα έκανες;
«Είναι μια απορία αυτό, γιατί στην επαρχία τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Ή θα έκανα κάποιο μαγαζί με αθλητικά είδη ή θα άνοιγα κάποιο προποτζίδικο από την άδεια που έχουμε από την Εθνική ομάδα. Στην επαρχία όμως τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα».
Προπονητική όχι;
«Όχι, όχι με τίποτα. Αν έπαιρνα την απόφαση θα έκανα κάτι σχετικό μ’ αυτό που κάνω τώρα, αλλά δεν ήθελα εγώ να ασχοληθώ μ’ αυτόν τον τομέα. Η ενασχόλησή μου με τη Σπόρτινγκ είναι μια πολύ καλή ιδέα που αν μπορούμε να βοηθήσουμε και τους γονείς και τα παιδάκια… Δυο, τρεις, δέκα να έχουν αυτή την φιλοσοφία θα είναι πολύ ευχάριστο».
Στα 33 σου αποσύρθηκες…
«Ναι, αυτό συνέβη λόγω προβλημάτων στα γόνατά μου».
Το ότι δεν τα είχες καλά με τους δημοσιογράφους, το ότι δεν είχες αβάντες σου έκανε κακό;
«Όχι, όχι, όχι… Δεν με ενδιέφερε αυτό το κομμάτι, η εξωτερική μου εικόνα. Ήθελα να είμαι καλός με την ομάδα μου, το μυαλό μου το είχα αποκλειστικά στο αγωνιστικό κομμάτι».
Ήθελες να παίξεις στο εξωτερικό;
«Δεν ήταν κάτι που με έκαιγε. Όταν σταμάτησα στα 33 μου είχα πρόταση από την Τράμπζονσπορ με πολύ καλά λεφτά για δύο χρόνια. Ε, δεν πήγα».
Ποιο περιστατικό θυμάσαι πιο ευχάριστα μέσα από τα αποδυτήρια;
«Μετά τις προπονήσεις είχαμε φρούτα σ’ ένα τραπέζι. Θυμάμαι με τον Άλβες συγκεκριμένα… Έπαιρνα ρόγες από σταφύλι, γέμιζα τη χούφτα μου, έφερνα μία απ’ αυτές μπροστά στα δάχτυλά μου και του έλεγα “Άλβες, άνοιξε το στόμα σου να δω αν θα βρω στόχο”. Εκείνος το άνοιγε και του τις πετούσα όλες μαζί και με έλεγε “μ@λ@κ@”».
Ποιοι είχαν χαβαλέ στα αποδυτήρια;
«Ο Ζε Ελίας είχε πολλή πλάκα. Ο Καστίγιο όταν άρχισε τις τρέλες δεν ήμασταν μαζί. Απ’ ότι άκουσα είχε πολύ καλαμπούρι. Ο Τζόρτζεβιτς είχε ένα σοβαρό προφίλ, ένιωθες ότι ήταν ο αρχηγός».
Κάποιος συμπαίκτης του οποίου έδωσες συμβουλές και τις άκουσε;
«Ο Μήτρογλου. Ενώ είχε τόσα καλά στοιχεία ήταν νωθρός. Του ζητούσε ο προπονητής να κάνει κάποιες ασκήσεις και δεν τις έκανε. Του είχα πει “Κώστα, σου είπε ο προπονητής να κάνεις κάποια πράγματα. Γιατί δεν τα κάνεις; Βαριέσαι; Γι’ αυτό δεν θα παίζεις”. Μπορεί να το κράτησε, μπορεί και όχι. Κάποια στιγμή έκανε αυτά που ήθελε ο προπονητής και άρχισε να παίζει».
Αληθεύει ότι του είπε ο Κόκκαλης να αφήσει τα πιστόλια;
«Νομίζω ναι…».
Ισχύει ότι ο Κόκκαλης έβαζε πριν τα ντέρμπι τα πριμ σε κλειστό φάκελο;
«Όχι… καμία σχέση, χαζομάρες είναι αυτά. Τουλάχιστον όσο ήμουν εγώ, αλλά δεν νομίζω να έκανε τέτοιο πράγμα. Ήταν κύριος σε όλα του. Κάτι έχω ακούσει και εγώ, αλλά καμία σχέση. Όσο ήμουν εγώ δεν έγινε κάτι τέτοιο».
Ο καλύτερος προπονητής που είχες; Πέρα από τους Δανιήλ-Μαντζουράκη…
«Από ξένους ο Βαλβέρδε κι ο Μπάγεβιτς με έχει βοηθήσει πολύ. Ο Μαντζουράκης εννοείται, είναι ο ποδοσφαιρικός μου πατέρας. Ο Γιάννης Κόλλιας ήταν στα πρώτα μου βήματα, στις εθνικές ομάδες που πήρα πάρα πολλά. Τον είχαμε προπονητή στην εθνική Ελπίδων με Καραγκούνη, Δέλλα. Ήταν πολύ καλός στο κομμάτι της ψυχολογίας».
Έλεγαν ότι αν ήσουν στο ματς με τη Γιουβέντους, δεν θα ερχόταν η εφτάρα.
«Δεν το ξέρουμε αυτό. Μπορεί να ήταν και περισσότερα…».
Ο Ζιοβάνι ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που είχες παίξει; Στις προπονήσεις.
«Ναι, ναι… Δεν το συζητώ. Όχι μόνο για εμάς αλλά και για τους αντιπάλους».
Πως θυμάσαι το διπλό στη Βρέμη;
«Πετούσαμε από τη χαρά μας. Ο Χρήστος (σ.σ. Πατσατζόγλου) είχε πει στον Λεμονή ότι θα νικήσουμε. Ήταν απίστευτο! Το πρώτο διπλό του Ολυμπιακού στην Ευρώπη».
Το πιο σημαντικό ματς της καριέρας σου;
«Το τελευταίο ματς με τον Ηρακλή, την πρώτη μου χρονιά, στο πρώτο μου πρωτάθλημα. Τέτοια χαρά δεν έκανα στη ζωή μου. Αυτό με στιγμάτισε ιδιαίτερα. Μιλάμε το 1998».
Από τους Έλληνες του εξωτερικού ποιους ξεχωρίζεις;
«Ο Παπασταθόπουλος κάνει αξιοζήλευτη καριέρα κι ο Μανωλάς θα πάει παραπάνω, είναι κι ο Μήτρογλου χρόνια που κάνει ανάλογη πορεία. Εύχομαι να ακολουθήσουν κι οι Ρέτσος-Μαυροπάνος αλλά θέλουν δουλειά για να φτάσουν σ’ αυτό το επίπεδο».
Συνέντευξη: Γιάννης Γεωργόπουλος, Παναγιώτης Δαλαταριώφ