Ορθά εντατικοποιήθηκαν από την Α.Α.Δ.Ε. οι φορολογικοί έλεγχοι στο πλαίσιο καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, καθώς και οι προσπάθειες ελέγχου των εποχιακών δραστηριοτήτων ιδιαίτερα στον τουριστικό τομέα, όπως αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή του το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά, αναφορικά με τη φοροαποφυγή και τη μείωση της φορολογητέας ύλης κατά 400 εκ. ευρώ από επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά το τρέχον έτος. Επίσης δίκαιη κρίνεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που περιορίζει τη δυνατότητα της πολιτείας για έλεγχο σε φορολογικά έτη, πέραν της πενταετίας.
Όμως όπως σημειώνεται, το σύνολο της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας θεωρεί ότι, στην μεταμνημονιακή περίοδο, η μείωση των φόρων θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα του οικονομικού επιτελείου της ελληνικής κυβέρνησης. Το επιμελητήριο σημειώνει ότι με στόχο να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις θα πρέπει να μειωθεί ο φορολογικός συντελεστής από το 29% στο 26% και σταδιακά στο 20% και βεβαίως αντίστοιχα η «ασφαλιστική φορολογία».
Επίσης, αναφορικά με τους έμμεσους φόρους θα πρέπει να μειωθεί ο ΦΠΑ σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας, όπως για παράδειγμα στο τουρισμό και την εστίαση, τις θαλάσσιες μεταφορές και τα logistics και να μηδενιστεί στη Ναυτιλία και τη Ναυπηγοεπισκευή για να μπορέσει η χώρα μας, αν είναι ανταγωνιστική με τους συναδέλφους των γειτονικών ευρωπαϊκών και μη, χωρών. «Στην Ελλάδα ο ορισμός του ΦΠΑ έχει αλλοιωθεί και, από φόρος προστιθέμενης αξίας έχει μετατραπεί σε προστιθέμενο φόρο» όπως σημειώνεται.
Το Ε.Β.Ε.Π. υπογραμμίζει ότι, ενόψει της ΔΕΘ, δεν εκλαμβάνει ως παροχολογία τη μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων, καθώς και του μη μισθολογικού κόστους, «αφού ξεκάθαρα αποτελούν τροχοπέδη στην εγχώρια επιχειρηματικότητα, η οποία στην οκταετία των μνημονίων έχει απωλέσει το 30% των εσόδων της. Η μέθοδος της φορολογικής αντιμετώπισης των επιχειρήσεων, αλλά και γενικότερα η εισπραξιμότητα των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων φόρων, είναι εμφανές ότι, επιβάλλουν να εφαρμοστούν, κατά ένα χρόνο νωρίτερα, τα μεταμνημονιακά «φορολογικά αντίμετρα» για τις συνεπείς και ενήμερες στις υποχρεώσεις τους επιχειρήσεις».
Παράλληλα, όπως αναφέρει το επιμελητήριο στην ανακοίνωσή του, η 31η Αυγούστου 2018 είναι η «ημέρα του λογαριασμού» για την ελληνική επιχειρηματικότητα με την εφορία και η «ώρα του ταμείου» για το κράτος, από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. ‘Αλλη μία «οδύσσεια» φόρων ξεκινά το επόμενο διάστημα για τις συνεπείς επιχειρήσεις, οι οποίες, από τέλος Αυγούστου, θα κληθούν να πληρώνουν μηνιαίως δύο ή και τρεις «φορολογαριασμούς».
Συγκεκριμένα, πέραν από τους φετινούς φόρους εισοδήματος νομικών και φυσικών προσώπων, τον ΕΝΦΙΑ, υπάρχουν βεβαίως και οι βεβαιωμένες υποχρεώσεις παρελθόντων χρήσεων, με την καταβολή μηνιαίων δόσεων από ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών. Τα «e-ραβασάκια» του Taxisnet θα υπενθυμίζουν τους επόμενους πέντε μήνες, κάθε μία από τις πέντε δόσεις του φόρου ύψους 2,65 δις ευρώ, που προέκυψε από την εκκαθάριση των φετινών δηλώσεων των επιχειρήσεων. Εξαίρεση, υπενθυμίζεται ότι, δικαίως αποτελούν οι φορολογούμενοι που επλήγησαν από την πύρινη λαίλαπα και όσοι ανήκουν στις ΔΟΥ Παλλήνης και Ελευσίνας.
Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης, σχολιάζοντας, επισημαίνει: «…Έφτασε και φέτος η ώρα του λογαριασμού για τις συνεπείς κερδοφόρες επιχειρήσεις με το κράτος, καθώς και η ημέρα του ταμείου για τον κοινό «συνέταιρο» όλων μας, την εφορία. Οι φόροι μπορεί να είναι αναγκαστικό και μονομερές μέσο μετάθεσης πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα, όμως, κάθε φόρος πρέπει να είναι γι’ αυτόν που τον πληρώνει, αποτέλεσμα κερδοφορίας και όχι τιμωρίας.
Σε μια περίοδο κατά την οποία εντείνεται ο διεθνής ανταγωνισμός, πολλές χώρες προσπαθούν να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές τους, με στόχο να γίνουν ελκυστικότερες από επενδυτική σκοπιά. Παραδόξως όμως, η μνημονιακή Ελλάδα επέμεινε και επιμένει σε ιδιαίτερα υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, χωρίς, ωστόσο, να εισπράττει τα αντίστοιχα έσοδα, αλλά αντίθετα να δημιουργεί υπέρογκες ληξιπρόθεσμες οφειλές βεβαιωμένων φόρων.
Είναι λοιπόν ανάγκη, μετά και την έξοδό μας, να επανεξεταστεί η μεταμνημονιακή φορολογική πολιτική, αφού αποδεδειγμένα η υπερφορολόγηση περιορίζει την ανάπτυξη, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και τελικά, οδηγεί στη μεγέθυνση της παραοικονομίας…».