«Ναι μεν η Ελλάδα βγαίνει από το πρόγραμμα διάσωσης αλλά ο μαραθώνιος είναι μπροστά της», αναφέρει σε άρθρο του ο Economist σχετικά με την οικονομία της χώρας, με τον συντάκτη να σχολιάζει όλα όσα έχει πει έως τώρα η κυβέρνηση για την μετά – Μνημονίων εποχή και αφού πρώτα κάνει μια αναφορά σε όσα συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο για την ελάφρυνση του χρέους και τη σχεδιαζόμενη επιστροφή στις αγορές, στη συνέχεια τονίζει:
«Tα δημόσια οικονομικά και η οικονομία έχουν μίλια μπροστά τους πριν να επιστρέψουν στην κανονικότητα. Η κυβέρνηση υπέγραψε εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους: πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060, στόχο που έχουν πετύχει μόνο μερικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες τα τελευταία 30 χρόνια».
Το βάρος του χρέους που φτάνει το 180% του ΑΕΠ σημαίνει ότι η εμπιστοσύνη των επενδυτών στα δημόσια οικονομικά είναι ευάλωτη σε στόχους που χάνονται, στην αργή ανάπτυξη ή στην άνοδο των επιτοκίων, επισημαίνεται στο άρθρο του Economist.
«Το 1/5 του εργατικού δυναμικού και τα 2/5 των είναι άνεργοι. Όσοι Έλληνες είναι τυχεροί να έχουν δουλειά, λαμβάνουν πετσοκομμένους μισθούς ενώ η φορολογία αυξάνεται. Εκατοντάδες χιλιάδες κυρίως νέων ατόμων έχουν φύγει από τη χώρα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες», συμπληρώνει ο συντάκτης, για να καταλήξει λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Η ανάπτυξη είναι ακόμα απογοητευτική. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,4% το 2017 και αναμένεται να φτάσει περίπου στο 2% φέτος. Το ΔΝΤ ανησυχεί για τις δυνατότητες της οικονομίας, εν μέρει λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο εμπόδιο, ωστόσο, είναι ότι παραμένει δύσκολο να κάνεις δουλειά στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού. Καθυστερήσεις, διαφωνίες για τους όρους και έρευνες από περιβαλλοντικές υπηρεσίες έχουν καθυστερήσει την επένδυση» σημειώνει ο Economist.