Δυσαρεστημένοι από τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας είναι περισσότεροι από τους μισούς πολίτες της Θεσσαλονίκης (52,2%) εκ των οποίων οι πιο πολλοί είναι ηλικίας άνω των 65 ετών (33,7%). Ωστόσο, συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα έτη φαίνεται ότι η δυσαρέσκεια έχει μειωθεί κατά ένα μικρό ποσοστό, σε σχέση με το 2016 και ενώ σε σχέση με πέρσι έχει μειωθεί κατά 21,8% (56,7% τον Ιούνιο του 2016, 74% τον αντίστοιχο μήνα του 2017 και 52,2% τον Ιούνιο του 2018).
Σε ό,τι αφορά τις προσφερόμενες υπηρεσία δημόσιας υγείας στη χώρα μας το 59% είναι δυσαρεστημένοι, το 21% ούτε δυσαρεστημένοι ούτε ικανοποιημένοι και το 20% ικανοποιημένοι.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την ετήσια έρευνα κοινής γνώμης που πραγματοποιήθηκε για τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης σε ένα δείγμα 1410 ανδρών και γυναικών, ηλικίας άνω των 18 ετών, από το νομό Θεσσαλονίκης κατά το διάστημα 26/6 έως 02/07 του 2018 από την εταιρεία δημοσκοπήσεων tothepoint.
“Οπως φαίνεται από τις κάρτες της δημοσκόπησης, οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς είναι δυσαρεστημένοι από τις υπηρεσίες υγείας στη χώρα μας σε ποσοστό 52,2%. Επίσης, η δυσαρέσκεια για τη δημόσια υγεία φθάνει το 59%, ενώ το 63% λέει ότι έχει χειροτερεύσει τα τελευταία δύο χρόνια. Στο μεγάλο θέμα του οικογενειακού γιατρού, οι πολίτες περιμένουν πολλά, ωστόσο η συμμετοχή στη νέα αυτή δομή που επιχειρεί το υπουργείο Υγείας – όχι με τόσο μεγάλη επιτυχία μέχρι στιγμής- είναι μηδαμινή”, ανέφερε ο πρόεδρος του ΙΣΘ, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Ο γενικός γραμματέας του ΙΣΘ, Νίκος Νίτσας, πρόσθεσε ότι “σε σοβαρό πρόβλημα υγείας, ένα ποσοστό 55,4% καταφεύγει και προτιμά τον ιδιωτικό φορέα, τους ιδιώτες γιατρούς και τα ιδιωτικά ιατρεία. Ιδιαίτερη σημασία έχει το κόστος των υπηρεσιών που έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια (όπως εκτιμούν οι ερωτηθέντες). Υπάρχουν κι αυτοί που έχουν επιλέξει την ιδιωτική ασφάλιση, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τα τεράστια προβλήματα του δημόσιου τομέα τα τελευταία χρόνια”.
Ο κ. Νίτσας, είπε, ακόμη, ότι ο ΙΣΘ είναι από τους λίγους επιστημονικούς φορείς σε όλη τη χώρα που συνεχίζει να διερευνά τις σχέσεις ασθενών, γιατρών και δημοσίων υπηρεσιών σε μια ουσιαστική προσπάθεια να τις βελτιώσει και να συνδράμει στη… “θεραπεία”.
“Θέλω να τονίσω κι εγώ ότι οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί για τον οικογενειακό γιατρό είναι πολύ μεγάλες και εκτιμώ ανεδαφικές. Ως πολίτης αλλά και ως επιστήμονας ελπίζω να μην απογοητευθούν και να μην προδοθούν πάλι οι πολίτες από εξαγγελίες, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και καλές προθέσεις. Εμείς στον ΙΣΘ οφείλουμε να διαγνώσουμε το πρόβλημα και να προλάβουμε τη θεραπεία, ακόμη και αν ο ασθενής δεν πιστεύει ότι βρίσκεται στην εντατική και κινδυνεύει”, πρόσθεσε ο κ. Νίτσας.
Τα στοιχεία της έρευνας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 63% των πολιτών δηλώνει ότι έχει χειροτερεύσει η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας κατά τα δύο τελευταία χρόνια, το 20% ότι βελτιώθηκε και το 17% ότι ούτε βελτιώθηκε ούτε χειροτέρεψε. Για την ιατρική περίθαλψη (έχοντας δύο επιλογές ) οι ερωτηθέντες, σε ποσοστό 55,4%, επιλέγουν ιδιωτικά ιατρεία, 41,2% τα νοσοκομεία, 29,1% συμβεβλημένους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ, 18,3% ιδιωτικά πολυιατρεία/ κλινικές και 12,5% Κέντρα Υγείας/ιατρεία του ΠΕΔΥ.
Ποσοστό 29,5% επιλέγει κάποιον γιατρό (ιδιωτικό ιατρείο) μόνο όταν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υγείας, 18,3% σε σταθερή βάση για τσεκ απ, το 17% για συγκεκριμένες επεμβάσεις, το 14,9% για οποιοδήποτε ενόχληση/πρόβλημα υγείας, 9,6% για την θεραπεία/παρακολούθησης κάποιου μόνιμου προβλήματος και το 8,5% δεν επισκέπτεται ποτέ ιδιωτικό γιατρό.
Ενώ το 2016 το ποσοστό αυτών που επέλεγαν να επισκεφτούν γιατρό (ιδιωτικό ιατρείο) μόνο όταν υπήρχε σοβαρό πρόβλημα υγείας ήταν 45,7% και το 2017 ήταν 43,9& το 2018 μειώθηκε στο 29,5%. Οσον αφορά το κόστος των ιατρικών υπηρεσιών το 42,7% δήλωσε ότι έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Τα αντίστοιχα ποσοστά το 2016 ήταν 40,8% και το 2017 ήταν 36,4%.
Το 56,4% βρίσκει ιδιωτικό γιατρό μέσω φίλων,το 22% από σύσταση άλλων γιατρών, το 10,2% μέσω ίντερνετ, και το 6,6% μέσω τηλεφωνικού καταλόγου. Το 43% πιστεύει ότι το κόστος των ιατρικών υπηρεσιών τα τελευταία δύο χρόνια έχει αυξηθεί,το 34% ότι μένει το ίδιο και το 14% ότι έχει ελαττωθεί.
Σε ό,τι αφορά τον θεσμό του οικογενειακού ιατρού το 57% δήλωσε ότι τον γνωρίζει και το 43% ότι δεν τον γνωρίζει. Σε υψηλότερο ποσοστό γνωρίζουν τον θεσμό πολίτες ηλικίας από 35 έως 54 ετών.
Αναλυτικότερα, από τους άνω των 65 ετών, το ποσοστό, που γνωρίζει τον θεσμό του οικογενειακού γιατρού, είναι 57,8%, στους μεταξύ 55-64 είναι 56,9%, στις ηλικίες μεταξύ45-54 είναι 63,6%, σε ηλικίες 35-44 το ποσοστό είναι 66,7% στις ηλικίες 24-35% 24,15% και στις ηλικίες 17-24 33,30%.
Το 48% πιστεύει ότι η υποχρεωτική επίσκεψη στον οικογενειακό γιατρό προκειμένου να επισκεφτεί μετά ειδικό γιατρό θα βελτιώσει τη σημερινή κατάσταση, και το 33% ότι θα τη δυσκολέψει.
Το 72% έχει κάνει χρήση των υπηρεσιών του ΕΟΠΥΥ και οι περισσότεροι από τους μισούς αξιολογούν μάλλον θετικά ή θετικά τις υπηρεσίες του ΕΟΠΥΥ. Συγκεκριμένα, το 22,1% τις αξιοποιεί μάλλον θετικά, το 39,4% θετικά, το 12,8% ούτε θετικά ούτε αρνητικά, το 11,9% μάλλον αρνητικά και το 13,7% αρνητικά.
Το 19% έχει κάνει κάποια ιδιωτική ασφάλιση, ενώ το 81% δεν έχει κάνει. Από αυτούς που έχουν κάνει ιδιωτική ασφάλιση το 11,1%, έχει εισόδημα 450 ευρώ, το 10,3 % έχει εισόδημα 451-1000 ευρώ, το 27% έχει εισόδημα 1001-1500 ευρώ, 15,1% έχει εισόδημα 1591-2000ευρώ και το 46,9% έχει εισόδημα πάνω από 2000 ευρώ.
Επίσης, το 74,4 όσων έκαναν ιδιωτική ασφάλισης το έκανε πριν δύο χρόνια, το 15,6% πριν ένα χρόνο και το 10% πριν 6 μήνες.