Η Γωγώ Αντζολετάκη, είναι η χαρά της ζωής. Αν και πατάει πολύ γερά στα πόδια της είναι ένα άτομο ευαίσθητο, ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, με πολύ χιούμορ, γλυκύτητα, αμεσότητα κι έμφυτη ευγένεια.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, εσωτερικές ανάγκες και διεργασίες την ωθούν στη γραφή. Ο τρόπος που γράφει είναι εύληπτος κι άμεσος χωρίς να είναι διόλου ρηχός. Τα βιβλία της και τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται είναι διαχρονικά. Στο τελευταίο της βιβλίο προσεγγίζει μ’ έναν αριστοτεχνικό και ρεαλιστικό τρόπο τη σχέση μητέρας και κόρης. Μιας σχέσης αγάπης και μίσους που αν γίνει σήριαλ ή θεατρικό έργο θα σαρώσει.
Την ευχαριστώ θερμά γι’ ακόμη μια φορά για την επιλογή στο άτομό μου και την εμπιστοσύνη της στον τρόπο που την παρουσιάζω και τη σκιαγραφώ. Με τη σειρά μου της εύχομαι ολόψυχα πολλά ακόμη συγγραφικά ταξίδια.
Γωγώ μίλησέ μας για το νέο σου βιβλίο «Κι όμως εμείς θα πάμε στον Παράδεισο». Έχεις πλούσια συγγραφική πορεία («12 και 5 αμαρτωλές ιστορίες», «Η φίλη σου, Ροζαλία», «Το «Ζ» της ζωής»). Τί σε ώθησε να το γράψεις και τί πραγματεύεται;
Το νέο μου βιβλίο έχει τίτλο «Κι όμως εμείς θα πάμε στον παράδεισο». Γράφοντας, δε με ενδιαφέρει να πω μια ιστορία. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει πρώτιστα είναι να διεισδύσω στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και να φωτίσω προβλήματα πανανθρώπινα και διαχρονικά. Κάποιοι που έχουν διαβάσει τα βιβλία μου, μού έχουν πει ότι θα διαβάζονται πάντα. Γιατί; Διότι δεν αναφέρονται σ’ ένα συγκεκριμένο γεγονός, αλλά αγγίζουν ιδιαιτερότητες και προβλήματα της ανθρώπινης ψυχής. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, «Κι όμως εμείς θα πάμε στον παράδεισο», προσεγγίζω τη συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σε μητέρα και κόρη. Αυτός όπως καταλαβαίνουμε είναι ένας ισχυρότατος δεσμός-ίσως ο ισχυρότερος που υπάρχει στην φύση- ένας δεσμός όμως που μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε βρόχο. Γιατί, δεν είναι όλες οι μανούλες τρυφερές και στοργικές όπως μάς αρέσει να το σκεφτόμαστε.
Απέναντι από την «αγία – μητέρα» όπως την έχουμε στο μυαλό μας στέκεται η μητέρα – θηρίο. Η μητέρα που εντέχνως, ηθελημένα ή μη «ψαλιδίζει» τα «φτερά» του κοριτσιού της με αποτέλεσμα αυτό να μην μπορέσει να πετάξει ποτέ. Και μια τέτοια μάνα, είναι η Μάρθα του βιβλίου μου.
Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Να «ξεδιπλώσουμε» λίγο περισσότερο στο αναγνωστικό μας κοινό την ηρωίδα του βιβλίου σου;
Η Μάρθα είναι μια μάνα δεσποτική, αυταρχική, απόλυτα σίγουρη για τον εαυτό της και τις αποφάσεις της, που όμως μετά από ένα τραγικό γεγονός που της συμβαίνει στη ζωή της, στηρίζεται αποκλειστικά πάνω στην κόρη της για να μπορέσει να επιβιώσει ψυχικά.
Αυτό, το κάνουν πολλές μανάδες με αποτέλεσμα να διαλύουν τη ζωή του κοριτσιού τους. Στον αντίποδα η Ελισάβετ, όπως την αποκαλώ στο βιβλίο μου, από αγάπη για τη μάνα της δεν αντιδρά κι αφήνεται να βουλιάξει σ’ αυτό το νοσηρό κλίμα, μέχρι που έρχεται η στιγμή που σκέφτεται πως έχασε όλες τις ευκαιρίες που της παρουσιάστηκαν στην ζωή. Κι εκεί ξεσπάει ο μεγάλος θυμός!
Όλα αυτά που έχει υποστεί από τη μάνα της, τα χώνευε και τα έκρυβε μέσα της. Κι αυτός ο θυμός εκτοξεύεται εναντίον της μητέρας της που αντί να την ενθαρρύνει, να τη σπρώξει σε εμπειρίες και ευκαιρίες, τη «δηλητηριάζει» με τις ανασφάλειες της.
Ποιος ο λόγος να καταπιαστείς μ’ αυτή τη σχέση μητέρας- κόρης;
Επέλεξα να αποδώσω αυτήν τη συγκρουσιακή σχέση, μάνας και κόρης γιατί όπως είπα και προηγουμένως,-θεωρώ όχι μόνο εγώ αλλά και πολλοί ψυχολόγοι- ότι είναι ο ισχυρότερος δεσμός στη φύση. Το αγόρι θα κάνει την επανάσταση του, θα θυμώσει κ.ο.κ, αλλά η γυναίκα διακατέχεται από τρυφερότητα. Η κόρη θα περιποιηθεί τη μάνα όταν αρρωστήσει και η κόρη θα τη γηροκομήσει!
Έχεις βιωματική εμπειρία;
Όχι, όχι. Καμία σχέση. Είχα μια υπέροχη μάνα κι έναν εξίσου υπέροχο πατέρα, που δε ψαλίδισαν τα «φτερά» στα παιδιά τους, αλλά αντιθέτως τούς έδωσαν όλα τα εφόδια για να πετάξουν. Είμαστε τρεις αδελφές και πραγματικά σ’ ό,τι κι εάν κάναμε στη ζωή μάς καμάρωναν.
Όμως, από την άλλη πλευρά κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό, υπάρχουν γονείς που ενώ δίνουν όλα τα εφόδια στα παιδιά τους, μόλις αυτά πάνε να «πετάξουν» τα αναχαιτίζουν. Τα γεμίζουν με φοβίες κι αυτό είναι ολέθριο. Πολλοί γονείς τα τραβάνε με τη στάση τους πίσω.
Ο υγιώς σκεπτόμενος γονεύς θα πρέπει να ξέρει ότι το παιδί δεν είναι κτήμα του. Το παιδί ανήκει στον εαυτό του. Πρέπει να μάθει από τα λάθη του, γιατί κανείς δεν έμαθε το μάθημα της ζωής μόνο από την θεωρία. Με το πάθημα, με το δάκρυ γίνεται κανείς σοφός. Πρέπει λοιπόν οι γονείς να αφήνουν χώρο όχι μόνο στο παιδί να αναπνεύσει, αλλά και για να αποκτήσει εμπειρία, προκειμένου να αποκτήσει ψυχικά αντισώματα για να αντέξει στο μέλλον.
Γενικότερα τα βιβλία μου δεν έχουν βιωματικό χαρακτήρα, αλλά τα θέματά μου τα επιλέγω από την παρατήρηση κι από τις ιστορίες των ανθρώπων που ακούω.
Συγκεκριμένα, αυτό το θέμα το επίλεξα γιατί άκουγα κατά καιρούς το πώς μια μάνα δεσποτική τους γκρέμισε τη ζωή. Το σημαντικό σ΄ αυτή την ιστορία και στο βιβλίο μου είναι ότι στα παιδιά και ιδιαίτερα στα κορίτσια οι έννοιες αγάπη και μίσος είναι αξεδιάλυτες. Δηλαδή, την ίδια στιγμή που η κόρη λατρεύει τη μάνα, την ίδια στιγμή τη μισεί απεριόριστα. Αυτό ακριβώς φαίνεται ανάγλυφα στην σχέση μάνας – κόρης που πραγματεύεται το βιβλίο μου.
Πώς κατέληξες σ’ αυτόν τον τίτλο;
Έφτασα στο συγκεκριμένο τίτλο, διότι η μητέρα αφού έχει διαπράξει κάποια κακά πράγματα, στρέφεται στα θεία. Είναι μια παγία τακτική κάποιων γυναικών που κάπου προς το τέλος της ζωής τους έχουν ως «δεκανίκι» τους το Θεό. Εκτός αυτού το «Κι όμως εμείς θα πάμε στον παράδεισο», είναι μια φράση που λέει συνέχεια και η ηρωίδα του βιβλίου, μετά απ΄ όσα έχουν συμβεί. Το θέμα είναι βέβαια πού βρίσκεται ο παράδεισος του καθενός και πού τον επιζητεί ο καθένας από μας. Τον ψάχνει επί γης; Τον ψάχνει στον ουρανό;
Για σένα υπάρχει παράδεισος ;
Κοίτα ο παράδεισος για μένα επί της γης συμπεριλαμβάνει τρία πράγματα και τα λέω πάντα αυτά. Φώτιση στο νου, υγεία στην καρδία και ευμάρεια στο σπιτικό σου. Απλά πράγματα. Νομίζω ότι εάν έχεις αυτά, τότε είσαι σ’ έναν επίγειο παράδεισο.
Κι ο μετά θάνατον παράδεισος;
Θα ήθελα με τη συνείδηση του ενήλικα ανθρώπου, να ζήσω τη στιγμή που θα χωρίζεται η ψυχή από το σώμα μου και θα οδεύω προς μια άλλη διάσταση. Επιθυμώ να το ζήσω αυτό!
Πόσο χρόνο σού πήρε να γράψεις το βιβλίο;
Κοίτα, η πρώτη γραφή δε μου πήρε πολύ χρόνο. Σιγά, σιγά τα βιβλία ολοκληρώνονται μέσα στο μυαλό μου. Όταν πιάνω το μολύβι – γιατί πάντα γράφω χειρόγραφο- κι αρχίζω είναι όλο το βιβλίο μέσα στο κεφάλι μου. Από εκεί και πέρα μπορεί και να προσθαφαιρέσω, μπορεί να λοξοδρομήσω λιγάκι στο θέμα μου, αλλά πάντα έχω τον κορμό στο κεφάλι μου και εννοείται γνωρίζω το φινάλε.
Ο συγγραφεύς πρέπει να είναι αυστηρός με τον εαυτό του. Δεν πρέπει να ερωτεύεται τις λέξεις του, δεν πρέπει να ερωτεύεται τις φράσεις του. Πρέπει να έχει το κριτήριο να αντιληφθεί για παράδειγμα ότι μια παράγραφος μπορεί να σταθεί και χωρίς μια φλυαρία. Αποφεύγουμε τις απεραντολογίες. Το ανάγνωσμα πρέπει να κυλάει σαν μια πέτρα στο χείμαρρο. Λένε άνθρωποι για τα βιβλία μου ότι δεν μπορούν να τα αφήσουν από τα χέρια τους. Αυτό πάει να πει ότι αυτά που γράφω «κυλάνε» αβίαστα.
Συγγραφέας κανείς γεννιέται ή πρέπει να ασχοληθεί με σπουδές και σεμινάρια για να γράψει δημιουργικά;
Πιστεύω ότι οι συγγραφείς που έχουν στέρεο ταλέντο γεννιούνται. Μπορεί να μην τους παρουσιαστεί αυτό το ταλέντο από την νεαρή τους ηλικία, αλλά αν ανατρέξουν πίσω στο χρόνο θα δουν ότι σ’ όλες τις φάσεις της ζωής τους εκφραζόντουσαν μέσω της γραφής. Γράφοντας ποίηση, γράφοντας τις σκέψεις τους και κάποια στιγμή το ταλέντο τους, σ’ οποιαδήποτε ηλικία αναδύεται. Έτσι κατά την άποψή μου ο συγγραφέας γεννιέται. Το δεύτερο που πιστεύω είναι ότι κάποιος για να γράψει, πρέπει να έχει διαβάσει πολύ. Δηλαδή το να πάρει κανείς ένα μολύβι και να γράψει ή τουλάχιστον να κάνει μια απόπειρα δε λέει κατ’ εμέ πολλά.
Πρέπει το μυαλό και η ψυχή να έχει καλλιεργηθεί.
Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων. Οι «γραφιάδες» που απλά γράφουν και οι συγγραφείς που κάνουν λογοτεχνία κι ασκούν την τέχνη του λόγου. Γι’ αυτό λέγεται και λογοτεχνία. Είναι μεγάλη η απόσταση μεταξύ των δύο κατηγοριών. Για να γράψεις ένα καλό βιβλίο θέλει δουλεία. Αρκετή δουλεία. Μοναχική δουλεία. Θέλει να γίνεις ένα μ’ αυτό που γράφεις! Εγώ, προσωπικά, πολλές φορές υποφέρω όταν γράφω. Κι αυτό είναι το δύσκολο. Το να μεταφέρεις αυτό που ένιωσες στον αναγνώστη!
Θα μπορούσε το βιβλίο σου «Κι όμως εμείς θα πάμε στον παράδεισο» να μεταφερθεί στο θέατρο;
Ναι! Το συγκεκριμένο θα μπορούσε να γίνει μια πολύ καλή θεατρική παράσταση, όπως βέβαια και τα άλλα βιβλία μου. Το συγκεκριμένο όμως επειδή έχει και μια ιδιομορφία, είναι γραμμένο με την τεχνική του μονολόγου, πιστεύω μπορεί θαυμάσια να μεταφερθεί στο θέατρο.
Κλείνοντας την κουβέντα μας πότε θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου σου;
Η παρουσίαση, θα γίνει στο Art Café, στη στοά Πεσματζόγλου, την Κυριακή 10 Ιουνίου στις 20:00. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου κ.Κώστας Γεωργουσόπουλος, η ψυχολόγος κ.Μάγδα Δασκαλάκη και αποσπάσματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Μαρία Αλιφέρη και η Νταίζη Σεμπεκοπούλου. Η δε είσοδος είναι δωρεάν για το κοινό.
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για την Κυριακή, λοιπόν. Εμείς, να της ευχηθούμε καλοτάξιδο…