Κύκλωμα λαθρεμπορίου και νοθείας αλκοολούχων ποτών εξάρθρωσε το ΣΔΟΕ ενώ προχώρησε και σε 9 συλλήψεις εμπλεκόμενων στην υπόθεση. Ειδικότερα, όπως ανακοινώθηκε, υπάλληλοι της Επιχειρησιακής Διεύθυνσης Αττικής της Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε., ύστερα από επεξεργασία δεδομένων παλαιοτέρων υποθέσεων, αξιοποίηση πληροφοριών και διακριτική παρακολούθηση, διενήργησαν, την Πέμπτη 31 Μαΐου 2018, πολλαπλούς ελέγχους σε διάφορους χώρους στις περιοχές Ασπροπύργου & Ελευσίνας Αττικής.
Σε δύο αποθηκευτικούς χώρους καθώς και σε καταστήματα εμπορίας οινοπνευματωδών ποτών, εντόπισαν μεγάλο όγκο αλκοολούχων ποτών η γνησιότητα των οποίων αμφισβητείται και συνολικά κατέσχεσαν :
– Είκοσι τρεις χιλιάδες εξακόσιες είκοσι τέσσερις φιάλες αλκοολούχων ποτών, μικρό μέρος (9 φιάλες) των οποίων ανήκε σε παρτίδα η οποία είχε δηλωθεί, από την ιδιοκτήτρια εταιρεία, ως κλεμμένη,
– Εκατόν είκοσι χιλιάδες τεμάχια περίπου πλαστών ετικετών γνωστών εταιρειών,
– Εννιακόσια εβδομήντα οκτώ κιλά καφέ εσπρέσο και δεκατρία περίπου κιλά ελληνικού και
– Ένα φορτηγό ιδιωτικής χρήσεως, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά και διακίνηση των ανωτέρω
– Εντός του ενός αποθηκευτικού χώρου, εντοπίσθηκαν και υπολείμματα αγνώστου ταυτότητας υγρού.
Για το σύνολο των εμπορευμάτων, δεν επεδείχθησαν φορολογικά στοιχεία νόμιμης απόκτησης και προηγούμενης καταβολής των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το ύψος των οποίων εκτιμάται ότι υπερβαίνει το ποσό των 220.000 ευρώ. Διενεργήθηκαν δειγματοληψίες που στάλθηκαν προς εξέταση στην Χημική Υπηρεσία.
Οι κατασχεθείσες φιάλες αλκοολούχων ποτών μεταφέρθηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους προς φύλαξη, ενόψει της καταστροφής τους. Συνελήφθησαν εννέα άτομα τα οποία συμμετείχαν με διακριτούς ρόλους στο συγκεκριμένο κύκλωμα λαθρεμπορίου αλκοολούχων ποτών, επτά εκ των οποίων ελληνικής καταγωγής. Οδηγήθηκαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, με τη διαδικασία του αυτοφώρου, για παράβαση των διατάξεων του Ποινικού, Τελωνειακού, Αγορανομικού Κώδικα, καθώς και των διατάξεων του ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού.
Διέφυγε της σύλληψης ένα άτομο ελληνικής καταγωγής. Η έρευνα συνεχίζεται προκειμένου να εντοπιστεί η συνολική ποσότητα αλκοολούχων ποτών που διακινήθηκε από τους εμπλεκόμενους.