Ο Νέλσον Μαντέλα γεννήθηκε το 1918 και έφυγε από τη ζωή στις 5 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 95 ετών, στο σπίτι του στο Γιοχάνεσμπουργκ. Την ίδια μέρα, ο πλανήτης έχασε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία. Πίσω του, ο Μαντέλα άφησε τεράστια την κληρονομιά του, για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ηγέτης της αντίστασης στο απαρτχάιντ και στις φυλετικές διακρίσεις, πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, τιμημένος με το Νόμπελ Ειρήνης, μεγάλος φιλάνθρωπος και ακούραστος πρεσβευτής της ελευθερίας, ο αγαπημένος Μαντίμπα των Νοτιοαφρικανών φωτίζει, ακόμα και δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, τον δρόμο προς έναν καλύτερο κόσμο.
Ο Νέλσον Μαντέλα “δεν ανήκει πλέον σε εμάς, ανήκει στους αιώνες [στην ιστορία]”, δήλωσε ο Μπαράκ Ομπάμα, από τον Λευκό Οίκο, το 2013, λίγο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του μεγάλου Νοτιοαφρικανού ηγέτη. Και με αυτές τις λίγες λέξεις περιέγραψε καλύτερα από τον καθένα την πορεία του Μαντίμπα, όπως τον αποκαλούν οι Νοτιοαφρικανοί, στη ζωή.
Ο Νέλσον Μαντέλα, έκανε μερικά από τα μεγαλύτερα βήματα για να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Άλλαξε την ιστορία ενός ολόκληρου λαού και έγινε παγκόσμιο σύμβολο του αγώνα κατά των διακρίσεων. Υπήρξε ο πιο αναγνωρίσιμος προασπιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων της εποχής μας.
Τα πρώτα χρόνια
Στις 18 Ιουλίου 1918, στο χωριό Μβέζο της επαρχίας Τράνσκεϊ στη Νότια Αφρική, ο Μαντέλα είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου. Ήρθε στον κόσμο σαν μέλος της βασιλικής οικογένειας της φυλής Θέμπου. Ο πατέρας του, Γκάντλα Χένρι Μπακανίσουα, ήταν ο αρχηγός του χωριού και ονόμασε τον γιο του Ρολιχλάχλα, που στη γλώσσα της φυλής σημαίνει “ταραχοποιός”.
Και ο μικρός Ρολιχλάχλα, μερικές δεκαετίες αργότερα, θα προκαλούσε ταραχή που όμοια της δεν είχε ζήσει η Νότια Αφρική.
Ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που έλαβε επίσημη εκπαίδευση, φοιτώντας, αρχικά, σε ένα τοπικό ιεραποστολικό σχολείο. Εκεί, απέκτησε το όνομα Νέλσον. “Την πρώτη μέρα του σχολείου, η δασκάλα έδωσε στον καθένα ένα αγγλικό όνομα. Αναμφίβολα, αυτό οφείλεται στη βρετανική προκατάληψη που χαρακτήριζε την παιδεία”, έχει δηλώσει ο ίδιος για το γεγονός.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, όταν ο Νέλσον ήταν 9 χρονών, την κηδεμονία του ανέλαβε ο αντιβασιλέας της φυλής Θέμπου, Αρχηγός Γιοκιντάμπα Νταλιντιέμπο. Την περίοδο που έμενε στο παλάτι, ο Μαντέλα μάθαινε Αγγλικά, Ξόζα (τη γλώσσα των Θέμπου), ιστορία και γεωγραφία. Άκουγε τις ιστορίες των επισκεπτών του παλατιού και αγάπησε την αφρικανική ιστορία μέσα από αυτές. Ο Μαντέλα, αργότερα, είπε ότι η οικογένεια Νταλιντιέμπο του συμπεριφέρθηκε σαν κανονικό της παιδί.
Από το 1936 μέχρι το 1939, φοίτησε στο Οικοτροφείο Clarkebury και το δευτεροβάθμιο σχολείο Healdtown, όπου διακρίθηκε στην πυγμαχία και τον στίβο και ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για την αφρικανική κουλτούρα. Το 1939 μπήκε στο πανεπιστήμιο του Fort Hare, που ήταν, τότε, το μοναδικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δυτικού τύπου για τους μαύρους της Νότιας Αφρικής.
Στο Fort Hare, γνώρισε τον Όλιβερ Τάμπο, μελλοντικό του συνεργάτη και σπούδασε πολιτική, ανθρωπολογία και ρωμαϊκό ολλανδικό δίκαιο. Την δεύτερη χρονιά του, αποβλήθηκε και επέστρεψε στο παλάτι, λόγω της συμμετοχής του σε μποϊκοτάζ ενάντια στις πολιτικές του πανεπιστημίου.
Η εμπλοκή με το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο
Τον Δεκέμβριο του 1940, ο Νέλσον έμαθε ότι ο κηδεμόνας του σκόπευε να τον παντρέψει παρά τη θέλησή του και αντέδρασε, φεύγοντας για το Γιοχάνεσμπουργκ. Δούλεψε σαν νυχτοφύλακας, αλλά απολύθηκε, όταν το αφεντικό έμαθε ότι ήταν “φυγάς”. Αργότερα, γνώρισε τον Γουόλτερ Σισούλου, ακτιβιστή του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ΑΕΚ), ο οποίος του βρήκε δουλειά κλητήρα.
Εκείνη την εποχή, ο Μαντέλα γνωρίστηκε με μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος και συμμετείχε σε αρκετές από τις συγκεντρώσεις του, εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι λευκοί και μαύροι συμμετείχαν ως ίσοι. Παρόλα αυτά, δεν έγινε ποτέ μέλος επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, ο αθεϊσμός ερχόταν σε αντίθεση με τα χριστιανικά του πιστεύω. Συν τοις άλλοις, θεωρούσε τον αγώνα του λαού της Νότιας Αφρικής μία μάχη κατά των φυλετικών διακρίσεων και όχι ταξική πάλη.
Συνέχισε την εκπαίδευσή του σε ανώτατο επίπεδο, σπουδάζοντας νομική στο πανεπιστήμιο του Witwatersrand, όπου αντιμετώπισε τον ρατσισμό και ανέπτυξε σχέσεις με μαύρους και λευκούς ακτιβιστές. Ενεπλάκη στο κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων και τελικά, το 1944, εντάχθηκε στο ΑΕΚ.
Πεπεισμένος για την ανάγκη ενός νεανικού κινήματος που θα κινητοποιούσε τους Αφρικανούς ενάντια στην υποδούλωσή τους, ο Μαντέλα πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Νεολαίας του ΑΕΚ, την Κυριακή του Πάσχα, το 1944. Την ίδια χρονιά, παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, Έβελυν Μάσε, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Χώρισαν το 1958.
Το 1948, διεξήχθησαν εκλογές τις οποίες κέρδισε το Εθνικό Κόμμα – δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι λευκοί πολίτες. Το συγκεκριμένο κόμμα, αποτελούνταν από ανοικτά εθνικιστές Αφρικάνερς (λευκοί Νοτιοαφρικανοί) και εισήγαγε στη Νότια Αφρική ένα επίσημο σύστημα φυλετικής κατηγοριοποίησης και διακρίσεων – το απαρτχάιντ. Ο διαχωρισμός με βάση τη φυλή υπήρχε στη χώρα από τα πρώτα χρόνια των αποικιών, αλλά πλέον γινόταν επίσημη πολιτική.
Εφαρμογή του απαρτχάιντ
Με την εφαρμογή του απαρτχάιντ, οι μη λευκοί αποκλείονταν από την κυβέρνηση, τα βασικά τους δικαιώματα περιορίστηκαν και με την ψήφιση σωρείας ρατσιστικών νόμων, διασφαλιζόταν ότι η εξουσία θα παρέμενε στα χέρια της λευκής μειοψηφίας. Η αφοσίωση του Νέλσον Μαντέλα στην πολιτική και το ΑΕΚ ενισχύθηκε περισσότερο από ποτέ.
Την επόμενη χρονιά, το ΑΕΚ υιοθέτησε το σχέδιο της Νεολαίας του, που προέβλεπε αγώνα μέσω μποϊκοτάζ, απεργιών, πολιτικής ανυπακοής και άλλων ειρηνικών μεθόδων. Αφιερώνοντας τον περισσότερο από τον χρόνο του στην πολιτική, ο Μαντέλα απέτυχε να πάρει το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο του Witwatersrand. Ωστόσο, η επιρροή του στο ΑΕΚ αυξανόταν συνεχώς και το 1950 εκλέχθηκε στην προεδρία της Νεολαίας.
Την ίδια περίοδο, μελέτησε και επηρεάστηκε από τα κείμενα των Μαρξ, Ένγκελς και Μάο Τσε Τουνγκ, υποστηρίζοντας πλέον τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στο απαρτχάιντ. Αρχικά, θεωρούσε ότι η μαύρη κοινότητα έπρεπε να κινηθεί μόνη ενάντια στην κυριαρχία των Αφρικάνερς.
Κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας Αντίστασης του ΑΕΚ, που ξεκίνησε το 1952, ο Μαντέλα ανέλαβε ηγετικό ρόλο και απέδειξε τις ικανότητές του, ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα και οργανώνοντας διαμαρτυρίες ενάντια στην πολιτική διακρίσεων. Προώθησε, ακόμη, το μανιφέστο γνωστό ως “Χάρτης της Ελευθερίας”, το οποίο επικυρώθηκε, το 1955, από το Κογκρέσο του Λαού.
Το 1953, ο Μαντέλα και ο Τάμπο άνοιξαν, στη Νότια Αφρική, το πρώτο δικηγορικό γραφείο από μαύρους και προσέφεραν δωρεάν νομικές συμβουλές στα θύματα του απαρτχάιντ. Εργαζόμενος ως δικηγόρος, συνελήφθη πολλές φορές για “ανατρεπτικές δραστηριότητες”. Τον Δεκέμβριο του 1956, μαζί με άλλους 155 ακτιβιστές, ο Μαντέλα κατηγορήθηκε για προδοσία. Η δίκη τους διήρκεσε 5 χρόνια. Αθωώθηκαν όλοι το 1961.
Οι διώξεις και η φυλάκιση
Ο «ταραχοποιός» όπως τον αποκαλούσε ο πατέρας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά των διακρίσεων των μαύρων ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια και από το 1948 και έπειτα – όταν ψηφίζονται οι πρώτοι νόμοι του απαρτχάιντ, αρχίζουν οι διώξεις, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του (1961) και την καταδίκη σε ισόβια το 1964.
Αυτά ήταν και γεγονότα που έφεραν τον «Μαντίμπα» -όπως τον αποκαλούν σε ένδειξη σεβασμού οι νοτιοαφρικάνοι- στην κεφαλή του αγώνα των μαύρων της χώρας ενάντια σε ένα από τα ποιο «βάρβαρα» συστήματα φυλετικών και οικονομικών διακρίσεων που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης.
Αντέχει 28 χρόνια φυλακισμένος και αρνείται τις προτάσεις των ρατσιστών για απελευθέρωση υπό όρους, με το όνομα του σταδιακά να λαμβάνει «μυθικές» διαστάσεις για τους οπαδούς του – εκτός νόμου- Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου, τη στιγμή που ο αγώνας κατά του απαρτχάιντ σιγά – σιγά αρχίζει και εξαπλώνεται εκτός της Νοτίου Αφρικής.
Οι πιέσεις της διεθνούς κοινότητας προς το κυβερνών Εθνικό Κόμμα για αποφυλάκιση και άρση των φυλετικών διαχωρισμών αυξάνονται όλο και περισσότερο, ειδικά προς τα τέλη της δεκαετίας του 80′. Έπειτα από μία σειρά υποχωρήσεων από τον τότε πρόεδρο Φρεντερίκ Ντε Κλερκ, στις 11 Φεβρουαρίου του 1990 η πολυπόθητη αποφυλάκιση έρχεται και μαζί της η κατάρρευση του καθεστώτος του απαρτχάιντ.
Ο Νέλσον Μαντέλα από το κελί της φυλακής μέσα σε μία ημέρα βρίσκεται στο τιμόνι ενός κινήματος που αριθμούσε πολλά εκατομμύρια μέλη, κρατώντας στα χέρια του τις επιδιώξεις και τους πόθους της μεγάλης πλειοψηφίας του νοτιοαφρικανικού λαού ο οποίος βρέθηκε πίσω από «νησίδες γης», τα λεγόμενα εθνικά κρατίδια μπαντουστάν, ο οποίος είχε υποστεί διακρίσεις και αποκλεισμούς που τον είχαν ρίξει στην ανέχεια.
Η μετάβαση…
Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του ο Μαντέλα είχε ελάχιστο χρόνο να προσαρμοστεί σε μία πραγματικότητα τελείως διαφορετική από αυτήν που βίωνε πριν συλληφθεί και καταδικαστεί και να οδηγήσει το «Κογκρέσο» στην ηγεσία της χώρας. Και όταν κόπασαν οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί των μαύρων κατοίκων για την αποφυλάκιση του ηγέτη του ANC, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με το Εθνικό Κόμμα για τη μετάβαση από το απαρτχάιντ σε μία ανοιχτή κοινωνία.
Ο Μαντέλα ήταν αποφασισμένος να σβήσει με μια μονοκονδυλιά την οργή αλλά όχι τη μνήμη για τα χρόνια που πέρασε στο κελί.
Ήταν έτοιμος για συνδιαλλαγή με τους ανθρώπους του απαρτχάιντ, αφού είχε στην άκρη του μυαλού του όχι μόνο ότι έπρεπε να οδηγήσει έναν λαό στην ελευθερία, αλλά και να αποτρέψει τις όποιες διενέξεις θα προέκυπταν με τους λευκούς στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις για την μετάβαση της εξουσίας.
Στο τραπέζι έπεσαν όλες οι πτυχές του νέου κράτους που θα χτιζόταν και που – θεωρητικά τουλάχιστον- θα άνοιγε τις πόρτες των ευκαιριών και για τους μαύρους κατοίκους της Νότιας Αφρικής. Ωστόσο οι διαπραγματεύσεις δεν αφορούσαν μόνο την πολιτική μεταρρύθμιση, αφού πολύς λόγος έγινε για τον έλεγχο της οικονομίας, με τον Ντε Κλερκ και το Εθνικό Κόμμα να αποκτούν λόγο στη διαχείριση της οικονομίας και στην μετά- απαρτχάιντ εποχή.
Το γεγονός αυτό στέρησε εν πολλοίς τα απαραίτητα εργαλεία ώστε το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο να μπορέσει απρόσκοπτα να εφαρμόσει τα όσα αναγράφονταν στο Χάρτη της Ελευθερίας.
Ο θρίαμβος στις εκλογές και το ημιτελές (κυβερνητικό) έργο
Πέρα από το νόμπελ Ειρήνης που απέσπασε από κοινού με τον Ντε Κλερκ, οι διαπραγματεύσεις είχαν και ένα «απτό» αποτέλεσμα. Τη διεξαγωγή των πρώτων ελεύθερων εκλογών το 1994 στις οποίες νικητής με συντριπτικό ποσοστό ήταν Νέλσον Μαντέλα, που σε ηλικία 76 ετών έγινε ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία της Νοτίου Αφρικής.
Και μπορεί πλέον οι μαύροι κάτοικοι να μπορούσαν να ψηφίζουν και να γινόταν δεκτοί στα πανεπιστήμια που μέχρι πρότινος προοριζόταν για λευκούς, να είχαν συστηθεί επιτροπές συμφιλίωσης και ανάδειξης των εγκλημάτων του απαρτχάιντ, λίγα όμως άλλαξαν στο επίπεδο της οικονομίας:
Οι ανισότητες που υπήρχαν επί απαρτχάιντ παρέμειναν εξίσου μεγάλες, παρά την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων για στέγαση, υδροδότηση και ηλεκτροδότηση, αφού η κυβέρνηση Μαντέλα ήρθε αντιμέτωπη εκτός των άλλων με τα χρέη που είχαν αφήσει πίσω τους οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Παράλληλα τα ποσοστά εγκληματικότητας εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα που κατέτασσαν τη Νότια Αφρική ανάμεσα στις βίαιες χώρες του κόσμου, ενώ πολύ λίγα έγιναν και στην κατεύθυνση καταπολέμησης της μάστιγας του AIDS.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στα τέλη της θητείας του Μαντέλα, στη Νότια Αφρική το 10% των κατοίκων ήταν θετικό στον ιό. Κάπως έτσι, το 1999 ο Μαντέλα ολοκλήρωσε την προεδρική του θητεία και ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την πολιτική ανοίγοντας το δρόμο για τον προεδρικό θώκο αλλά και την ηγεσία του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου στον μέχρι τότε στενό του συνεργάτη και αντιπρόεδρο Τάμπο Μπέκι.
Και μπορεί η περίοδος διακυβέρνησης του για πολλούς να μην ήταν αντίστοιχη των προσδοκιών που δημιούργησε η άνοδος του ANC και του ίδιου στην εξουσία ωστόσο ένα είναι σίγουρο.
Η συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων, της καταπίεσης και του ρατσισμού ήταν πραγματικά τεράστια. Κάπως έτσι εξάλλου απάντησε και τους κατηγόρους του όταν δικαζόταν από το απαρτχάιντ:
«Αφιέρωσα τη ζωή μου στον αγώνα του λαού της Αφρικής. Έχω πολεμήσει εναντίον της λευκής κυριαρχίας και έχω πολεμήσει εναντίον της μαύρης κυριαρχίας. Αγαπώ την ιδέα μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας στην οποία όλοι θα ζουν αρμονικά μαζί και θα έχουν ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό που ελπίζω να ζήσω και να επιτύχω. Αλλά, αν χρειαστεί, τότε είναι και ένα ιδανικό για το οποίο είμαι έτοιμος να πεθάνω».