Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1992, η είδηση της ληστείας της τότε Τράπεζας Εργασίας που βρισκόταν στο Νέο Κόσμο στην οδό Καλλιρρόης, έκανε τον γύρο του κόσμου. Άγνωστοι κατάφεραν να μπουν στο θησαυροφυλάκιο του υποκαταστήματος και να ανοίξουν τις 301 από τις 1151 θυρίδες της τράπεζας. Αποκαλείται και όχι άδικα ως “Το ριφιφί του αιώνα“.
Η ληστεία έγινε το Σαββατοκύριακο μεταξύ 18 και 20 Δεκεμβρίου. Οι δράστες μπήκαν από το υπόγειο της τράπεζας, αφού έσπασαν τον τοίχο που ήταν κατασκευασμένος από ατσάλι υψηλής αντοχής. Οι ληστές κατάφεραν να φτάσουν στον τοίχο του υπογείου μέσω ενός τούνελ σχεδόν 20 μέτρων που έσκαψαν μόνοι τους, περνώντας μέσα από υπονόμους!
Από τις έρευνες της αστυνομίας που έγιναν μετά τη ληστεία, βρέθηκαν τα εργαλεία που είχαν χρησιμοποιήσει για τη διάνοιξη του τούνελ, μεταξύ των οποίων ήταν και ένα βαγονέτο. Όλα έδειχναν πως το σχέδιο των ληστών ήταν πολύ καλά οργανωμένο. Την ώρα που τρυπούσαν τον τοίχο της Τράπεζας, χτυπούσε ο συναγερμός, αλλά καθώς ήταν Σαββατοκύριακο και το υποκατάστημα ήταν κλειστό χωρίς εξωτερικά ίχνη παραβίασης, το γεγονός θεωρήθηκε τυχαίο.
Έτσι, οι «μετροπόντικες» ληστές κατάφεραν να αρπάξουν ανενόχλητοι, κοσμήματα, τιμαλφή, ράβδους χρυσού και χρήματα που υπολογίστηκε ότι η αξία τους έφτανε τα τρία δισεκατομμύρια δραχμές. Μετά τη ληστεία κυκλοφόρησε η φήμη ότι σε κάποιες θυρίδες βρίσκονταν σημαντικές ποσότητας κοκαΐνης και πως αυτός ήταν ο αρχικός στόχος των δραστών, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να επιβεβαιώθηκε ποτέ. Η ληστεία ήταν τόσο μεγάλη που έγινε γνωστή και στο εξωτερικό και ονομάστηκε «το μεγάλο ριφιφί του αιώνα», ενώ το ποσό που απέσπασαν οι δράστες ήταν τεράστιο.
Η είδηση της ληστείας σήμανε συναγερμό στην Ελληνική Αστυνομία που μάταια προσπαθούσε να εντοπίσει και να συλλάβει τους δράστες. Ο τότε πρόεδρος της Τράπεζας επικήρυξε του δράστες για 200 εκατομμύρια δραχμές, αλλά ούτε αυτή η τακτική είχε αποτέλεσμα. Κανείς δεν είχε δει ούτε ακούσει κάτι που θα βοηθούσε την αστυνομία. Δύο μήνες μετά τη ληστεία, η θάλασσα ξέβρασε στη Βραυρώνα ομόλογα και μετοχές που είχαν κλαπεί από τις θυρίδες της Τράπεζας, αλλά ούτε αυτό το στοιχείο βοήθησε σε κάτι τις αρχές.
Ο Παλαιστίνιος που υπέδειξε τους δράστες Τον Ιούλιο του 1994 η υπόθεση του ριφιφί στην Τράπεζα Εργασίας ήρθε και πάλι στο φως, καθώς ο κρατούμενος στον Κορυδαλλό Τζουμάχ Χαλίντ κατονόμασε τους δράστες. Ο Χαλίντ είπε πως ήταν και ο ίδιος αναμεμειγμένος στην υπόθεση, αφού είχε αναλάβει να σχεδιάσει τα υποστυλώματα που χρησιμοποιήθηκαν στα λαγούμια, έναντι 30.000.000 δραχμών.
Μετά τη ληστεία όμως του έδωσαν μόνο τρία εκατομμύρια, γεγονός που τον οδήγησε στο να τους προδώσει. Ο κρατούμενος υπέδειξε τον υποδιευθυντή του υποκαταστήματος Αναγνώστη Καλαφάτη, τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ Λάμπρο Κότσαλο και τους επιχειρηματίες Στέλιο Κολοβό, Διονύσιο Παπασταμάτο και Εμμανουήλ Σπανουδάκη.
Η δικαιοσύνη κινήθηκε ταχύτατα και τον Αύγουστο ο ανακριτής της υπόθεσης εξέδωσε εντάλματα σύλληψης Αναγνώστη Καλαφάτη, τους Στέλιο Κολοβό, Διονύση Παπασταματάτο και Εμμανουήλ Σπανουδάκη και τον Λάμπρο Κότσαλο, για τους οποίους προέκυψαν από τη δικαστική έρευνα ενδείξεις για ανάμιξή τους στην υπόθεση του ριφιφί. Ο Καλαφάτης και ο Παπασταματάτος προφυλακίστηκαν, ο Κότσαλος αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ενώ οι άλλοι δύο δεν προσήλθαν να απολογηθούν.
Από τον Νοέμβριο, όμως, η υπόθεση ακολούθησε αντίστροφη πορεία. Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του ANT1, ο Χαλίντ αναίρεσε τα όσα έχει καταθέσει για την υπόθεση και στις 25 Ιανουαρίου 1995 το επιβεβαίωσε και ενώπιον των δικαστικών αρχών. Λίγες ημέρες νωρίτερα οι Καλαφάτης και Παπασταματάτος είχαν αποφυλακιστεί, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συνελήφθη ο Κολοβός, ο οποίος είχε καταφύγει στο εξωτερικό για να συγκεντρώσει στοιχεία, όπως είπε, που θα αποκάλυπταν την αθωότητά του.
Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου η δικαστική αυλαία της υπόθεσης έπεσε με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, σύμφωνα με το οποίο οι πέντε κατηγορούμενοι του ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας απαλλάχθηκαν των κατηγοριών.
Η μη εξιχνίαση της υπόθεσης έπλασε σενάρια για τους πιθανούς δράστες. Η σεναριολογία περιλάμβανε από ιταλούς και ρώσους μαφιόζους με έλληνες συνεργούς μέχρι μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως ο ΕΛΑ. Όσο για την τύχη της Τράπεζας Εργασίας, που είχε ιδρυθεί το 1975 από ομάδα κεφαλαιούχων με επικεφαλής τον τραπεζίτη Κωνσταντίνο Καψάσκη, το 2000 απορροφήθηκε από τη Eurobank.