Πριν λίγο διάστημα, είδα στο Θέατρο ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ, τη μεταφορά του βιβλίου της Μαργαρίτας Φρανέλη «Μαμά, κι εγώ δεν σ’ αγαπώ». Πρόκειται για μια παράσταση που μ’ άγγιξε βαθιά τόσο για το θέμα της όσο και τη σκηνοθετική ματιά του Θανάση Χαλκιά. Οι δε ερμηνείες των Ηλέκτρα Γεννατά και Μαρία Θρασυβουλίδη είναι αριστουργηματικές καθιστώντας την παράσταση ως μια από τις αγαπημένες του έτους.
Το αφήγημα της Μαργαρίτας Φρανέλη πραγματεύεται το ακανθώδες ζήτημα των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Αναφέρεται στις σχέσεις μητέρας-κόρης σ΄ ένα βάθος χρόνου καλύπτοντας τρεις διαφορετικές γενιές. Άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με πόνο κι άλλοτε με συγκίνηση ο θεατής ξετυλίγει -σε παράλληλο χρόνο μέσα του -και το δικό του μπλεγμένο κουβάρι της παιδικής του ζωής.
Επειδή η παράσταση μ’ άγγιξε βαθιά θέλησα να γνωρίσω τη συγγραφέα και να μάθω κάποια πράγματα γι’ αυτήν τόσο σε σχέση με τη σύλληψη και συγγραφή του εν λόγω βιβλίου όσο και για την ίδια. Όπερ και εγένετο!
Εύχομαι να αρέσει στους αναγνώστες μας η κουβέντα που κάναμε και να δώσει το έναυσμα να δουν την παράσταση που θα ολοκληρωθεί στις 20 Μαΐου.
Συνέντευξη στην Έπη Τρίμη
Tα ελληνικά επώνυμα έχουν τεράστια ποικιλία και μπορούν να μας δώσουν στοιχεία για τη γεωγραφική καταγωγή και τη γλωσσική ιδιαιτερότητα. Το δικό σου παραπέμπει σε Ιταλικό. Έχεις κάποια σχέση με τη γείτονα χώρα;
Όχι, δεν έχω καμία σχέση με τη γείτονα χώρα, αντίθετα, έχω σχέση με την άλλη γείτονα, την εξ ανατολών, καθότι η οικογένεια έχει ρίζες στη Μικρασία. Ωστόσο, ένα από τα πράγματα που δεν ήθελα να έχει το βιβλίο ήταν ο τοποκεντρικός χαρακτήρας. Πέραν της αναφοράς σε μέρη και γειτονιές της Αττικής -που είναι μια μεγάλη χοάνη- δεν ήθελα το βιβλίο να διαβαστεί επειδή αφορά ειδικά τον Καλύμνιο ή τον Χιώτη ή τον Λευκαδίτη ή, ακόμα, τον Κρητικό. Γι’ αυτό και εφηύρα τη Μελαγχόνησο, που είναι ένα οποιοδήποτε ελληνικό νησί. Και ένα οποιοδήποτε ελληνικό νησί, ακόμα και η Μύκονος που λέει ο λόγος, δεν έχει για τον ντόπιο μόνο τα χαρακτηριστικά που είδε ο Ελύτης. Όταν χαμηλώνουν τα φώτα, της τουριστικής σεζόν αλλά και του καλοκαιρινού ήλιου, επελαύνει η μελαγχολία. Το νησί κλείνεται στον εαυτό του. Ενίοτε, αναγκάζεται να τραφεί και με τις σάρκες του.
«Μαμά, κι εγώ δεν σ’ αγαπώ», σε σκηνοθεσία Θανάση Χαλκιά, στο Black Box του θεάτρου «Επί Κολωνώ». Το βιβλίο σου και η θεατρική μεταφορά του πραγματεύεται την αγάπη, τον φόβο, τον έρωτα, τη φιλία, την ελπίδα και την απόγνωση. Εμπεριέχει και δικά σου βιώματα;
Φυσικά, περιέχει μόνο δικά μου βιώματα. Θέλω εδώ να διαχωρίσω τη λέξη βίωμα από τη λέξη γεγονός. Σε μια οικογένεια με πολλά παιδιά, για παράδειγμα, αν ρωτήσεις να μάθεις την ιστορία ενός γεγονότος σημαντικού για την οικογένεια, ενός γεγονότος-σταθμού που έζησαν και θυμούνται -υποτίθεται- όλοι, θα πάρεις τόσες διαφορετικές απαντήσεις όσα και τα αδέλφια. Άλλος θα χάρηκε, άλλος θα συγκινήθηκε, άλλος θα φόρεσε τα πρώτα του λουστρίνια και ένας τελευταίος δεν θα θέλει καν να μιλήσει, θα θέλει μόνο να ξεχάσει εκείνο το γεγονός, γιατί εξαιτίας του αναγκάστηκε να χάσει το πρώτο του ραντεβού ή τον τελικό του μουντιάλ. Εγώ, λοιπόν, περιγράφω βιώματα -τα βίωσα, στ’ αλήθεια- από ιστορίες που δεν είναι απαραίτητο να έχουν συμβεί.
Ο τίτλος του βιβλίου σου είναι πιασάρικος. Πώς και γιατί αποφάσισες να το ονοματίσεις έτσι;
Αυτό το σχόλιο για τον τίτλο το πρωτοάκουσα από θεατές της παράστασης -ίσως γιατί τους αναγνώστες, σε αντίθεση με τους θεατές, δεν τους συναντάς συνήθως. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τον επέλεξα επειδή ή για να είναι πιασάρικος. Τον αλίευσα από το ίδιο το κείμενο, σε κάποια από τις αναγνώσεις που έκανα για να το επιμεληθώ. Αν είχα σκεφτεί ότι θα είναι "πιασάρικος", μπορεί να φοβόμουν και να μην τον επέλεγα. Γιατί όταν ο τίτλος σε γοητεύσει και το έργο σε απογοητεύσει, η απογοήτευση είναι διπλή. Ευτυχώς, απ’ όσο έχω αντιληφθεί, αυτό δε συμβαίνει, με την παράσταση τουλάχιστον.
Ένα βιβλίο είναι ικανό να αλλάξει την κοσμοθεωρία μας;
Αν η λέξη "ένα" είναι αριθμητικό, θα απαντήσω "όχι". Δεν αρκεί ένα βιβλίο για να αλλάξει οτιδήποτε, πόσο μάλλον μια κοσμοθεωρία. Αν η λέξη "ένα" είναι αόριστο άρθρο, θα απαντήσω "ναι". Και αυτό είναι και το ευκταίο. Τα βιβλία (πρέπει να) γράφονται για να μας αλλάζουν. Αν δεν μας αλλάζουν, αν απλώς σε αυτά βρίσκουμε επιβεβαίωση των απόψεών μας (ή, πράγμα που είναι χειρότερο, γράφονται με σκοπό την επιβεβαίωση των απόψεών μας), τότε η ανάγνωσή τους είναι απλώς χάσιμο χρόνου.
Πώς σου φάνηκε η θεατρική μεταφορά; Έμεινες ικανοποιημένη από τη σκηνοθεσία αλλά και τις ηθοποιούς Ηλέκτρα Γεννατά και Μαρία Θρασυβουλίδη;
Η θεατρική διασκευή και μεταφορά που έκανε ο Θανάσης Χαλκιάς ξεπέρασε όλες μου τις προσδοκίες. Προσδοκίες που δεν ήταν καθόλου λίγες, αν σκεφτεί κανείς ότι το κείμενο αυτό ξεκίνησε να γράφεται για να ακουστεί στο θέατρο και όχι για να διαβαστεί κατά μόνας. Η απόφαση να εκδοθεί ήταν μεγανέστερη της επιθυμίας να ανέβει στο θέατρο, ενώ η αρχική επιθυμία εκπληρώθηκε με πολυετή καθυστέρηση. Όμως, άξιζε η αναμονή. Ο Θανάσης συνδυάζει γνώση και ταλέντο καλλιεργημένα σ’ ένα υπέδαφος ευφυΐας και σεμνότητας που σπάνια συναντάς γενικώς, και ακόμα σπανιότερα στον χώρο του θεάματος. Αν χαίρομαι για κάτι, και χαίρομαι πολύ, είναι ότι η "Μαμά", ως πεζογράφημα που είναι (εννοώ ότι ο συγγραφέας δεν παρείχε στον σκηνοθέτη καμία οδηγία, κανένα δεκανίκι, το αντίθετο μάλιστα), έδωσε στο Θανάση τη δυνατότητα να δείξει πόσα πολλά μπορεί να περιμένει το ελληνικό θέατρο απ’ αυτόν.
Όσο για τα εκπληκτικά κορίτσια, την Ηλέκτρα και τη Μαρία, ό,τι και να πω, θα μου φανεί λίγο: όσοι από τους αναγνώστες σου είδαν την παράσταση με καταλαβαίνουν, όσοι δεν την είδαν, ας σπεύσουν:
Θα δουν μια Ηλέκτρα Γεννατά (κόρη και μάνα ταυτόχρονα) να φωτίζει έναν κόσμο που άλλοι ξέρουμε -μα φοβόμαστε να κοιτάξουμε- κι άλλοι κοιτάμε -μα φοβόμαστε να γνωρίσουμε. Και φωτίζει όλο αυτό τον κόσμο (έναν κόσμο γνωστό-άγνωστο, κοντινό συναισθηματικά, μακρινό χρονικά) με μια εξαιρετική απλότητα.
Η Ηλέκτρα δεν παί-ζει. Ζει. Ίσως αυτό να είναι το στοιχείο-καταλύτης που παρασέρνει σε αυτήν τη ζωή τον θεατή, που ζει κι αυτός μαζί της όλη την ιστορία – αλλά και μια φέτα Ιστορίας.
Θα δουν και μια Μαρία Θρασυβουλίδη (κόρη και θεατής) να μαζεύει τους καρπούς της ωριμότητας που έχει να δώσει η μαμά της για να προσφέρει στο κοινό έναν ζουμερό δροσερό χυμό. Η Μαρία είναι μια γάργαρη παρουσία, απολύτως ιαματική. Ένα κορίτσι που κάνει τον δεύτερο ρόλο και… πολύ πρώτο!
Το γέλιο είναι αναγκαίο αφοπλιστικό, λυτρωτικό, ελευθερώνει από ψυχαναγκασμούς και βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Πόσο χιούμορ μπορεί να υπάρχει σε μια μικροαστική οικογένεια;
Έχω ένα μότο στη ζωή μου, που δυστυχώς επιβεβαιώνεται καθημερινά: "Βλακεία είναι το χιούμορ που γεννήθηκε νεκρό". Αν, λοιπόν, ο μικροαστισμός είναι μια εκδοχή της βλακείας, τότε έχεις την απάντησή σου.
Τι συστατικά πρέπει να έχει ένα βιβλίο για να θεωρηθεί πετυχημένο;
Δεν αισθάνομαι ούτε τόσο σοφή ούτε τόσο συγγραφέας ώστε να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Άλλωστε η λέξη "πετυχημένο" επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Ένα πραγματικό έργο τέχνης είναι πάντα "πετυχημένο". Έτσι, μου αρκεί να παραθέσω τη γνώμη του Μ. Καραγάτση, ως προς το τι είναι έργο τέχνης: "Η καλλιτεχνικότητα ενός έργου συνίσταται σε αυτά τα δύο στοιχεία: στην ακατανίκητη εντύπωση ζωής που βγαίνει από μέσα του, και στη συνεχή και ποικίλη συγκίνηση που δίνει στον αναγνώστη. Όταν δεν υπάρχουν τα δύο αυτά γνωρίσματα, δεν υπάρχει έργο τέχνης."
Ποια είναι η σχέση σου με το γραπτό; Πρώτα κάνεις ένα πλάνο, έναν σκελετό στο μυαλό σου και μετά αρχίζεις να γράφεις ή αφήνεσαι να ταξιδέψεις σε μια λευκή σελίδα του υπολογιστή;
Γράφω μόνο σε ηλεκτρονικά μέσα: παλιότερα στο pc, αργότερα στο laptop, σήμερα γράφω ακόμα και στα notes του κινητού. Πάντα με τρόμαζε η λευκή κόλλα χαρτιού. Αντίθετα, η λευκή σελίδα του υπολογιστή είναι πολύ φίλη μου. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι αυτό που θέλω να γράψω δεν μου το υπαγορεύει το μυαλό μου, αλλά αυτή η φίλη μου.
Όσο για τα πλάνα: είμαι ένας πάρα πολύ οργανωμένος άνθρωπος στην καθημερινότητά μου, νιώθω ότι χωρίς οργάνωση θα πεθάνω. Όσον αφορά το (δικό μου) γράψιμο, όμως, νιώθω ότι η οργάνωση θα το σκότωνε. Εξού και δεν έχω τολμήσει να αναμετρηθώ με τον βασιλιά της μυθοπλασίας, το μυθιστόρημα.
Ένα παιδί δεν γεννιέται με εγχειρίδιο χρήσης γιατί δεν είναι πλυντήριο. Ποια λάθη εσύ θα συγχωρούσες σ΄ ένα γονέα;
Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις γονέων που χρήζουν ψυχιατρικής αρωγής ή ποινικής δίωξης και με δεδομένα τα χρόνια που έχω στην πλάτη μου, νομίζω πως θα συγχωρούσα όλα τα λάθη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα προσπαθούσα, εφόσον είναι στη δικαιοδοσία μου, να τα επισημάνω και να επιχειρήσω να τα διορθώσω. Ένα είναι σίγουρο: “δεν υπάρχει γονιός που να έχει το αλάθητο και δεν υπάρχει παιδί που δε θα προσάψει κάτι στους γονείς του”.
Ετοιμάζεις κάποιο νέο βιβλίο;
Αισθάνομαι πως πολλά βιβλία ζουν μέσα μου, αλλά δεν έχω τον χρόνο να τα γράψω. Ένα που κατάφερα να ολοκληρώσω, μετά το "Μαμά, κι εγώ δεν σ’ αγαπώ", παραμένει ανέκδοτο. Δεν είναι κακό αυτό. Σε μερικά πράγματα, η τύχη των συγγραφέων έχει ορθότερη κρίση από τους ίδιους.
Πόσος χρόνος χρειάζεται σ’ έναν συγγραφέα για να "αποτοξινωθεί"από τη συγγραφή ενός βιβλίου και των συναισθημάτων που απορρέουν από αυτήν;
Δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό άλλων. Για μένα θα πω ότι η ίδια η γραφή αποτελεί ικανή αποτοξίνωση. Είτε το έργο βρει εκδοτική διέξοδο είτε όχι, το κείμενο ανοίγει τα “φτερά” του και πετά μακριά μου όταν βάζω την τελευταία τελεία.
Πώς βλέπεις το εκδοτικό τοπίο στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης; Τίθεσαι υπέρ του ψηφιακού βιβλίου και της ελεύθερης ανάγνωσης;
Η κρίση έχει δυσκολέψει τα πράγματα παντού, άρα και στο βιβλίο. Όμως να, εκεί που πάει να σε πλακώσει η γενική μουντίλα, ξεπηδά ένας νέος εκδοτικός οίκος, έχω κατά νου τους “Αντίποδες”, με μια νέα εκδοτική φιλοσοφία, και νιώθεις ότι δεν είναι όλα μαύρα. Και δεν είναι. Είμαι υπέρ του ψηφιακού βιβλίου, γιατί γενικά είμαι υπέρ του μπροστά και όχι του πίσω. Όσο για την ελεύθερη ανάγνωση, θεωρώ άδικο να μην καταβάλλονται δικαιώματα στους συγγραφείς, ειδικά αυτούς που βιοπορίζονται από το επάγγελμα του συγγραφέα. Εν κατακλείδι, προκειμένου να πεθάνουν οι συγγραφείς, μήπως είναι προτιμότερο να πεθάνει ο Τζάμπας;
Μίλησέ μας για την καθημερινή Μαργαρίτα και δώσε στους αναγνώστες μας ένα δείγμα των καθημερινών σου δραστηριοτήτων.
Η καθημερινή Μαργαρίτα προσπαθεί σ’ όλη τη ζωή της, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να αποφύγει το μάδημα, τη μοίρα κάθε μαργαρίτας δηλαδή. Έχω απαιτητική οικογενειακή ζωή που προσπαθώ να τη συμβιβάσω με τη δουλειά του μεταφραστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλά ταξίδια, πολλή κούραση, αλλά και αγαπημένοι άνθρωποι, που αξίζουν όλη την κούραση του κόσμου.
Ποιες εικόνες σε κερδίζουν στο Αθηναϊκό τοπίο, ποιες θα ήθελες να κρατήσεις μέσα στην ψυχή σου και ποιες είναι αποκρουστικές κι εύχεσαι να μην τις είχες δει;
Λατρεύω την Αθήνα. Νομίζω ότι ο ορισμός του Καραγάτση που έδωσα παραπάνω για το έργο τέχνης περιγράφει τέλεια και την πόλη. Τη λατρεύω για τον Παρθενώνα της, αλλά και για την κεντρική Λαχαναγορά, για τη Βασιλίσσης Σοφίας, αλλά και για την Αχαρνών, για τα θέατρά της, αλλά και για τα θερινά της. Δεν υπάρχει κάτι που εύχομαι να μην είχα δει, υπάρχουν πολλά που εύχομαι να μην είχαν συμβεί -το κάψιμο του Μινιόν, του Κατράντζου, των κινηματογράφων Απόλλων – Αττικόν-, υπάρχουν κι άλλα που με κάνουν να θλίβομαι βαθιά για το ανθρώπινο είδος -άνθρωποι στα σκουπίδια, άνθρωποι-σκουπίδια…
Ο σπουδαίος Καζαντζάκης είχε πει: «ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!». Η ρήση αυτή είναι συγκλονιστική. Τι συναισθήματα σου γεννά;
Σ’ όλη μου τη ζωή προσπαθώ να σπάω σύνορα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν θα είχα όμως τη δύναμη του τρομερού αυτού Κρητικού να πω Θάνατος δεν υπάρχει. Το σύνορο μεταξύ ζωής και θανάτου είναι το μόνο που δε θα σπάσουμε ποτέ…
Ποια αισιόδοξη εικόνα είναι ισχυρότερη των αρνητικών συναισθημάτων και σκέψεων;
Δε θεωρώ ότι τα αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις πρέπει να εξοβελίζονται από τη ζωή μας. Δε λέω ότι πρέπει να τρεφόμαστε μόνο με αυτά, αλλά είμαι αντίθετη σ’ όλον αυτόν το θινκ ποζιτιβ ισμό (positive thinking) των τελευταίων χρόνων. Πρέπει να αφήνουμε στα αρνητικά συναισθήματα χώρο και χρόνο. Και να τα βοηθάμε να αποβιώσουν από φυσικά αίτια. Όχι με εικόνες, αλλά με πράξεις. Με δημιουργία. Για μένα, η πιο αισιόδοξη εικόνα είναι η λάμψη στα μάτια ενός δημιουργικού ανθρώπου: είτε περιμένει ένα παιδί, είτε ζυμώνει ένα ψωμί, είτε μαστορεύει το ποδήλατο του γιου του.
Πώς θα ήθελες να κλείσουμε τη συνέντευξή μας;
Με την ευχή, σ’ όσους έρθουν στην παράσταση ή διαβάσουν το βιβλίο μου, να βγάλουν το "δεν" από τον τίτλο: "Μαμά, κι εγώ δεν σ’ αγαπώ".
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πέθανε στα 36 του ο ηθοποιός Alex Beckett
Φεστιβάλ Καννών: Δείτε live το επίσημο πρόγραμμα της διοργάνωσης (vid)