Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλάντιμιρ Πούτιν φέρεται να επανεξελέγη με το 73,9% των ψήφων, σύμφωνα με το exit poll του ινστιτούτου VTSIOM και με 76.3% σύμφωνα με το exit poll του RIA, στις προεδρικές εκλογές της Ρωσίας.
Στη δεύτερη θέση, σύμφωνα με τα exit polls, κατατάσσεται ο υποψήφιος του Κομμουνισιτκού Κόμματος Πάβελ Γκρουντίνιν εξασφαλίζοντας το 11,2%, μπροστά από τον υπερεθνικιστή Βλαντίμρ Ζιρινόφκσι (6,7%) και την προσκείμενη στη φιλελεύθερη αντιπολίτευση δημοσιογράφο Ξένια Σαμπτσάκ (2,5%).
Όπως ανέφεραν και οι δημοσκοπήσεις ο Πούτιν πιστωνόταν το 70% της πρόθεσης ψήφου και η -εκτός απροόπτου- νίκη του θα τον οδηγήσει στο τιμόνι της χώρας ως το 2024 και θα ισχυροποιήσει την θέση του εν μέσω κλιμάκωσης της έντασης στις σχέσεις της Μόσχας με την Δύση.
Νωρίτερα, σε δηλώσεις του αφού άσκησε το εκλογικό του δικαίωμα στη Μόσχα, ο Πούτιν ανέφερε πως θα ήταν ευχαριστημένος «με οποιοδήποτε αποτέλεσμα που θα επιτρέπει την επανεκλογή του».
«Είμαι σίγουρος για το πρόγραμμα που προτείνω στη χώρα»
Την ίδια ώρα, ακτιβιστές της αντιπολίτευσης και μια ΜΚΟ ανέφεραν σήμερα παρατυπίες στις προεδρικές εκλογές.
Το μη κυβερνητικό παρατηρητήριο εκλογών Golos, το οποίο δημοσιεύει διαδικτυακά λίστα με εκλογικές παραβάσεις, είχε καταγράψει μέχρι νωρίς το μεσημέρι 1.764, στις οποίες περιλαμβάνονται και περιπτώσεις παρατηρητών που εμποδίστηκαν να κάνουν τη δουλειά τους.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν εκλέχθηκε για πρώτη φορά το 2000 ενώ επανεκλέχθηκε και το 2004.
Το ρωσικό σύνταγμα του απαγόρευε να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη συνεχόμενη φορά και έτσι δεν συμμετείχε στις εκλογές του 2008 – τη χρονιά που η προεδρική θητεία αυξήθηκε από τέσσερα στα έξι χρόνια.
Μετά από συνταγματικές αλλαγές, ο Πούτιν κέρδισε το 63,6% το 2012 και όπως όλα δείχνουν θα παραμείνει στον προεδρικό θώκο έως το 2024, όταν και θα είναι 72 ετών.
Ποιος είναι ο Βλάντιμρ Πούτιν
Πρώην αξιωματικός της KGB, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, 65 ετών, ανέλαβε το 2000 την εξουσία μίας χώρας με αποσταθεροποιημένη ηγεσία και παραπαίουσα οικονομία. Για πλήθος συμπατριωτών του είναι ο άνθρωπος της σταθερότητας και μίας νέας ευημερίας χάρη στην εκμετάλλευση του πετρελαϊκού μπουμ επί σειρά ετών, αλλά για άλλους ευθύνεται για τη σαφή υποχώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών στη χώρα του.
Στη διεθνή σκηνή, αυτός που χαρακτήρισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα», έβαλε ως στόχο να επαναφέρει την επιρροή της Ρωσίας στον κόσμο μετά τη διάλυση την πτώση της ΕΣΣΔ και τα χαώδη χρόνια της περιόδου Γέλτσιν που ακολούθησαν.
Η μέθοδός του, ένας εμμονικός και υπομονετικός αγώνας, παρακολούθηση των σημείων αδυναμίας του αντιπάλου, εξηγούσε το 2013 ο κάτοχος οκτώ νταν στο τζούντο, απαντώντας σε έναν Ρώσο που του ζητούσε να κάνει τα πάντα «για να φτάσει και να ξεπεράσει την Αμερική», ένα παλιό σύνθημα της σοβιετικής εποχής.
Η τεχνική αυτή εφαρμόστηκε με επιτυχία στη Συρία, όπου η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας από το 2015 για την υποστήριξη του καθεστώτος της Δαμασκού άλλαξε την πορεία του πολέμου και επέτρεψε στον Μπασάρ αλ Ασαντ να παραμείνει στην εξουσία, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Δύσης που παραμερίστηκε.
Τον περασμένο χρόνο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έβαλε τον μανδύα του ανορθωτή της μεγάλης Ρωσίας με την προσάρτηση της ουκρανικής χερσονήσου της Κριμαίας, μετά την επέμβαση των ρωσικών δυνάμεων και ένα δημοψήφισμα που κρίθηκε παράνομο τόσο από το Κίεβο, όσο και από τις δυτικές χώρες.
Η επιχείρηση αυτή αύξησε το κύρος του στο εσωτερικό, αλλά έγινε η αιτία για την μεγαλύτερη κρίση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου , σε συνδυασμό με την υποστήριξη της Μόσχας προς την αποσχιστική εξέγερση στην ανατολική Ουκρανία, την οποία διαψεύδει το Κρεμλίνο.
Στις εντάσεις ως προς τη Συρία και την Ουκρανία προστέθηκαν μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ οι κατηγορίες για ανάμειξη της Μόσχας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές και πιο πρόσφατα η κρίση στις σχέσεις Λονδίνου -Μόσχας μετά την δηλητηρίαση του πρώην ρώσου διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ και της κόρης του στο βρετανικό έδαφος.
Παθιασμένος με τα σπορ, ο Πούτιν θέλησε να επιβάλει τη χώρα του και ως αθλητική δύναμη. Το 2014, η Ρωσία οργάνωσε τους ακριβότερους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της ιστορίας στο Σότσι. Αλλά το όνειρα του Κρεμλίνου σκιάστηκαν από τις κατηγορίες για θεσμοποιημένο ντόπινγκ – το οποίο επίσης διαψεύδει – μετά την δημοσίευση της έκθεσης ΜακΛάρεν το 2016.
«Χτύπα πρώτος»
Γεννημένος στις 7 Οκτωβρίου 1952 σε οικογένεια εργατών που έμενε σε διαμέρισμα του ενός δωματίου σε εργατική πολυκατοικία του Λένιγκραντ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν προοριζόταν για το Κρεμλίνο.
Από την νεανική του ζωή στους δρόμους του Λένιγκραντ, όπως δήλωσε το 2015, έμαθε ένα πράγμα: «Εάν ο καυγάς είναι αναπόφευκτος, χτύπα πρώτος».
Εφοδιασμένος με πτυχίο Νομικής, μπαίνει στην KGB, όπου γίνεται εξωτερικός πράκτορας. Θα σταλεί σε ένα ταπεινό πόστο στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας από το 1985 μέχρι το 1990.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, ο πράκτορας της KGB μεταλλάσσεται σε σύμβουλο για τις εξωτερικές σχέσεις του τότε φιλελεύθερου δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης Ανατόλι Σαμπτσάκ. Από εκεί αρχίζει η θεαματική άνοδός του.
Το 1996 καλείται να εργαστεί στο Κρεμλίνο. Το 1998 ορίζεται αρχηγός της FSB, διαδόχου της KGB, και μόλις έναν χρόνο αργότερα, ορίζεται πρωθυπουργός από τον Μπορίς Γέλτσιν.
Ο Γέλτσιν και το περιβάλλον του είχαν γοητευτεί από «τη διακριτικότητα και την αποτελεσματικότητα» του άνδρα αυτού με το γυμνό μέτωπο και το διαπεραστικό βλέμμα. Ορισμένοι συνεργάτες του Γέλτσιν θεωρούν τότε ότι θα μπορέσουν να τον χειραγωγήσουν εύκολα. Ο Πούτιν όμως ξεκινά μια επιχείρηση ανασύστασης μιάς ισχυρής και συγκεντρωτικής κρατικής εξουσίας και ενίσχυσης των προεδρικών εξουσιών.
Καλλιεργώντας ήδη την εικόνα του σκληρού, την 1η Οκτωβρίου 1999, έπειτα από ένα κύμα επιθέσεων, ξεκινά τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, έναν αιματηρό πόλεμο που σημαδεύεται από τις ωμότητες του ρωσικού στρατού και τον τυφλό βομβαρδισμό του Γκρόζνι.
Ο πόλεμος αυτός θα γίνει το θεμέλιο της δημοφιλίας του στη Ρωσία και η βάση της εικόνας του ως ανθρώπου με σιδηρά πυγμή που δεν φοβάται τις δύσκολες αποφάσεις.
Οταν ο Μπορίς Γέλτσιν παραιτείται στο τέλος του 1999 και ορίζει διάδοχό του τον πρωθυπουργό του, ο Βαντίμιρ Πούτιν έχει ήδη γίνει ο ισχυρός άνδρας της Ρωσίας.
Εκλέγεται εύκολα το 2000 και επιταχύνει την εδραίωση της εξουσίας του βασιζόμενος στους κρατικούς θεσμούς ισχύος, τις μυστικές υπηρεσίες, την αστυνομία και τον στρατό, και στους ανθρώπους του στην Αγία Πετρούπολη.
Στρέφεται προς τους ολιγάρχες, τους επιχειρηματίες που έκαναν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τις αδιαφανείς ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του ΄90 , τους αποκλείει από το πολιτικό παιγνίδι και καταδιώκει και φυλακίζει τους μη συνεργάσιμους, όπως ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, της Iukos.
Το Κρεμλίνο θέτει υπό έλεγχο τα ρωσικά τηλεοπτικά δίκτυα, αφού η ελευθερία του τόνου που έχουν αποκτήσει κατά τη δεκαετία του ’90 ενοχλεί. Πλέον, η τηλεόραση βρίσκεται στην υπηρεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Το 2008, περιορισμένος από το ρωσικό Σύνταγμα που προβλέπει δύο μόνο συνεχείς προεδρικές θητείες, ο Πούτιν αναθέτει προσωρινά την προεδρία στον Ντμίτρι Μεντβέντεφ και κρατά για τον εαυτό του το πόστο του πρωθυπουργού. Η ανακοίνωση το 2011 την πρόθεσής του να επανέλθει στην προεδρία και για εξαετή θητεία προκαλεί πρωτοφανές κύμα λαϊκής διαμαρτυρίας, το οποίο θα καταπέσει μετά την εύκολη επανεκλογή του την άνοιξη 2012. Θα ακολουθήσει η υιοθέτηση σειράς νόμων που περιορίζουν τις ελευθερίες και η ισχυρή και συστηματική καταστολή κάθε μορφής αμφισβήτησης.
Εξαιρετικά διακριτικός ως προς την ιδιωτική του ζωή, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, έχει δύο κόρες από την πρώην σύζυγό του, με την οποία πήρε διαζύγιο το 2013. Θέλει να καλλιεργεί την εικόνα του ανθρώπου με λιτή και «κανονική» ζωή, που αγαπά «τα ιστορικά μυθιστορήματα και την κλασική μουσική».
Του αρέσει επίσης να σκηνοθετεί τον εαυτό του κάνοντας επιδείξεις τζούντο, κάνοντας ιππασία γυμνός από τη μέση και πάνω, σβήνοντας πυρκαγιές ως κυβερνήτης πυροσβεστικού αεροπλάνου.