Προκειμένου να ερευνήσουν την ορθότητα των συστάσεων για την αποκατάσταση του αχίλλειου τένοντα μετά από τον τραυματισμό του, ο Δρ. Scott C. Wearing από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Κουήνσλαντ της Αυστραλίας, και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν μια έρευνα σε 33 υγιείς ενήλικες, χρησιμοποιώντας υπερηχογράφημα για να αξιολογήσουν την επίδραση της ταχύτητας του περπατήματος στη φόρτωση του αχίλλειου τένοντα.
Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι η διαφορετική προσέγγιση αποκατάστασης της τενοντοπάθειας του αχίλλειου τένοντα υποδεικνύει ότι η φόρτωσή του κατά τη διάρκεια του περπατήματος αυξάνεται όταν είναι αργό. Αυτό, έρχεται σε αντίθεση με μέχρι σήμερα συστάσεις των ειδικών για αργό περπάτημα στην αρχή της αντιμετώπισης των προβλημάτων του αχίλλειου τένοντα, προκειμένου να υπάρξει μείωση της φόρτωσής του και του σχετικού πόνου. Παρόλα αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει διχογνωμία στην ιατρική κοινότητα για την επίπτωση της ταχύτητας του βαδίσματος κατά τη φόρτωση του αχίλλειου τένοντα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά τη διάρκεια του περπατήματος με γυμνά πόδια, οι γρηγορότερες ταχύτητες περπατήματος χαρακτηρίστηκαν από μεγαλύτερη διάρκεια βηματισμού, μεγαλύτερο διασκελισμό, μικρότερης χρονικής διάρκειας φάση στάσης, μικρότερη αρχική και τελική περίοδος στήριξης με τα δύο πόδια, σε σύγκριση με τις πιο αργές ταχύτητες βάδισης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η φόρτωση στον αχίλλειο τένοντα μειώθηκε σταδιακά με την αύξηση της ταχύτητας περπατήματος, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις οδηγίες γιατρών και φυσικοθεραπευτών για ήπια κινητικότητα, προκειμένου να μην εφαρμόζονται υψηλά φορτία στον αχίλλειο τένοντα μετά από τραυματισμό του.
Όπως δήλωσαν οι ερευνητές, τα ευρήματα «αμφισβητούν το σκεπτικό που υπάρχει πίσω από τα ισχύοντα πρωτόκολλα της προοδευτικής φόρτωσης για την αποκατάσταση μετά από τραυματισμό του αχίλλειου τένοντα, στα οποία το αργό περπάτημα συνίσταται από τη πρώτη στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας για να μειωθεί η μέγιστη φόρτιση στο τένοντα».
Ωστόσο, τα συγκεκριμένα αποτελέσματα αμφισβητήθηκαν από ορισμένους ειδικούς, δεδομένου ότι η έρευνα διεξήχθη σε μη τραυματισμένα άτομα, οι οποίοι προτείνουν περαιτέρω μελέτη για την επιβεβαίωσή τους.