Μεγαλώνει η «μαύρη τρύπα» που πρέπει να αντιμετωπίσει ο κρατικός κουμπαράς μετά και την απόφαση του Μισθοδικείου, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις των δικαστών και των εισαγγελέων, κρίνοντας ότι και αυτές πρέπει να αναπροσαρμοστούν στα επίπεδα του 2012.
Το μέγεθος του οικονομικού κενού δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί, αφού τα χρήματα που πρέπει να δοθούν αναδρομικά διαφέρουν ανάλογα με τον βαθμό που συνταξιοδοτήθηκε ο κάθε δικαστής και τα χρόνια προϋπηρεσίας του.
Οι πρώτες αποφάσεις του Μισθοδικείου εκδόθηκαν με αφορμή τις προσφυγές του πρώην προέδρου του ελεγκτικού συνεδρίου, κ. Νίκου Αγγελάρα, του αρεοπαγίτη Σταμάτη Γιακουμέλου και της προέδρου των συνταξιούχων δικαστών Αγγελικής Σμυρνιού. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, οι περικοπές στις συντάξεις τους αγγίζουν το 74%, με αποτέλεσμα οι συντάξεις τους να κυμαίνονται από 1450 έως 1675 ευρώ. Κατά συνέπεια ανάλογα μεγάλες είναι οι μειώσεις των συντάξεων των δικαστών των κατώτερων βαθμών, καθώς τηρείται η πυραμιδική ιεραρχία στις αποδοχές των δικαστών. Ακόμη, υποστήριζαν ότι το όλο νομοθετικό πλέγμα (νόμοι 4024/2011, 4051/2012, 4093/2012 και 4387/2016) που περιέκοψες τις συντάξεις είναι αντίθετο σε σωρεία συνταγματικών διατάξεων.
Το Μισθοδικείο, έκρινε με ψήφους 7-2 ότι ο νόμος του 2012 αντίκειται σε σειρά συνταγματικών διατάξεων, με δύο μέλη, να υποστηρίζουν ότι οι περικοπές είναι δικαιολογημένες. Για την πλειοψηφία των δικαστών, οι συνεχείς και αλλεπάλληλες μειώσεις των συντάξεων, πλέον του ότι επιφέρουν σοβαρές μειώσεις στο εισόδημά τους και ανατρέπουν τα οικονομικά δεδομένα τους, δεν συνάδουν με τις συνταγματικές εγγυήσεις για ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλογο με των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Σύμφωνα Με το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο νομοθέτης μπορεί να παρεμβαίνει και για λόγους δημοσίου συμφέροντος να μειώνει συντάξεις, αλλά όμως η επέμβαση πρέπει να γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι οι μειώσεις αυτές δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο και είναι πράγματι πρόσφορες για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος,
Επομένως, λόγοι αποκλειστικά οικονομικοί ή για επίτευξη δημοσιονομικών στόχων δεν μπορούν από μόνοι τους να δικαιολογήσουν περικοπές στις συντάξεις των δικαστικών, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση εκείνη των αιφνίδιων, αλλεπάλληλων ή σοβαρών περικοπών που αποτρέπουν πράγματι το έως τότε ισχύον συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Για τις μειώσεις που έγιναν με το νόμο 4093/2012, κατά το Μισθοδικείο, δεν προκύπτει ότι:
1) ελήφθη υπόψη το κύρος και η αποστολή του δικαστικού και η σημασία αυτού για την πραγμάτωση του κράτους δικαίου,
2) εάν έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις μειώσεις,
3) εάν έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για το εάν οι επιπτώσεις από τις μειώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει,
4) εάν θα μπορούσε να λάβει το κράτος άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για τους συνταξιούχους και
5) εάν μετά τις νέες μειώσεις παραμένει η σχέση αναλογίας μεταξύ αποδοχών των εν ενεργεία και των συντάξεων, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρεπείς διαβίωσης των συνταξιούχων.
Τον λόγο τώρα έχει το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο και θα καθορίσει τις αναδρομικές διαφορές που έχουν προκύψει από τότε που κατατέθηκαν οι αγωγές και πρέπει να επιστραφούν στις συντάξεις των δικαστών.