Εξαιρετικά μεγάλου ενδιαφέροντος αποτελεί η ανακάλυψη μίας μεγάλης επιγραφής στην αρχαία ελληνική γλώσσα, στην αρχαία πόλη – λιμάνι της Καισάρειας, που βρίσκεται ανάμεσα στο Τελ Αβίβ και τη Χάιφα στο Ισραήλ.
Δυστυχώς έχει μέρος της έχει καταστραφεί λόγω της κατασκευής ενός βυζαντινού κτίσματος από πάνω του, όμως τώρα βρίσκεται υπό τη μελέτη του επιγραφολόγου Δρ. Leah Di Segni από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Εβραϊκού Πανεπιστημίου. Ο Δρ. Πίτερ Γκέντελμαν, διευθυντής της ανασκαφής από την Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων, χαιρέτισε το εύρημα που βρέθηκε στο εθνικό αρχαιολογικό πάρκο της Καισάρειας, ως «εξαιρετικής σημασίας». «Δυστυχώς η επιγραφή έχει υποστεί μεγάλη ζημιά (από την κατασκευή από πάνω της)», ανέφερε ο Γκέντελμαν.
Παρόλο που η ομάδα αρχαιολόγων περιμένει ακόμη την πραγματογνωμοσύνη του Δρα Di Segni για την αποκρυπτογράφηση του αρχαίου ελληνικού κειμένου, ο Γκέντελμαν ανέφερε ότι υπάρχουν αρκετά ορατά γράμματα απ’ότι φαίνεται ότι είναι μία πολύ μεγάλη και σύνθετη επιγραφή. Από την πλευρά του ο δρ. Di Segni δηλώνει: «Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσουμε την επιγραφή εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλά από τα γράμματα λείπουν και αρκετά από αυτά που υπάρχουν δεν είναι ευδιάκριτα».
Ταυτόχρονα με την ελληνική επιγραφή, ανακαλύφθηκε και ένα σπάνιο πολύχρωμο ψηφιδωτό, το οποίο χρονολογείται από τον 2ο ή 3ο αιώνα. Είναι ένα από τα λίγα σωζόμενα δείγματα ψηφιδωτών από τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο Ισραήλ και η χειροτεχνία του συγκρίνεται από τους αρχαιολόγους με την τεχνική που συναντάται στην Αντιόχεια. Το ψηφιδωτό χρονολογείται από την εποχή που η περιοχή αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην επαρχία της Ιουδαίας. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην πολυεπίπεδη παράκτια πόλη, οι αρχαιολόγοι έχουν φέρει στο φως άφθονα στοιχεία από τις περιόδους της Ηρωδιανής Δυναστείας και των Σταυροφόρων.
«Αυτή η περίοδος δεν συναντάται συχνά στο Ισραήλ» ανέφερε ο Γκέντελμαν στους The Times of Israel την Πέμπτη. Κατά τη διάρκεια των εργασιών για την επέκταση του Εθνικού Πάρκου της Καισάρειας, το ψηφιδωτό ανακαλύφθηκε κάτω από ένα πολυτελές εμπορικό κτίσμα της βυζαντινής περιόδου. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους Δρ. Πίτερ Γκέντελμαν και Δρ. Ούζι Αντ, διευθυντές της ανασκαφής, το ψηφιδωτό προηγήθηκε του εμπορικού κτίσματος κατά περίπου 300 χρόνια και υπήρξε κάποτε τμήμα ενός ακόμη παλαιότερου κτιρίου το οποίο χρονολογείται περίπου 1.800 χρόνια πριν.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, το ψηφιδωτό έχει μέγεθος 3,5 x 8 μέτρα και είναι «σπάνιας υψηλής ποιότητας». Στο ακάλυπτο τμήμα του απεικονίζονται τρεις φιγούρες, καθώς και πολύχρωμα γεωμετρικά μοτίβα, τα οποία σχηματίστηκαν με τη χρήση μικρών ψηφίδων, πυκνά τοποθετημένων σε περίπου 12.000 πέτρες ανά τετραγωνικό μέτρο. «Οι φιγούρες αυτές, όλοι άνδρες, φορούν χλαμύδες και προφανώς άνηκαν στην ανώτερη τάξη» ανέφεραν οι αρχαιολόγοι σε συνέντευξη Τύπου.