Στην τριμηνιαία έκθεσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα, το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει παρά την επικείμενη έξοδο στις αγορές οι αβεβαιότητες εξακολουθούν να υπάρχουν.
Στη έκθεση του, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, χαρακτηρίζει την καθαρή έξοδο στις αγορές "θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους". Παράλληλα αναφέρει ότι "η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς".
Στην έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι:
– "Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, όταν αυτό συμβεί, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις ανάκαμψης. Όμως, τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους υπουργούς και η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου 2018 υπογράμμισαν όχι μόνον όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και ποιες εκκρεμότητες έμειναν. Υπενθύμισαν επίσης βασικά θεσμικά ελλείμματα της χώρας που θα πρέπει να εξαλειφθούν για να περάσει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.
– " Όλες οι διεθνείς αναλύσεις (όπως εξάλλου και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή) διαπιστώνουν πρόοδο στον τομέα των μεταρρυθμίσεων (κανονιστική ρύθμιση στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.λπ.), αλλά και στη δημοσιονομική διαχείριση. Όμως διαπιστώνονται και πολλά εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν κατ? αρχάς ως το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (μνημονίου) τον Αύγουστο 2018. Σημειώνουμε ακόμα ότι έχουν ψηφισθεί για το 2019 και 2020 μέτρα προσαρμογής του"
– "Οι περισσότερες ενδείξεις του τελευταίου τριμήνου του 2017 και του πρώτου μήνα του νέου έτους είναι ενθαρρυντικές, π.χ. οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, παρουσίασαν σημαντική αύξηση τον Δεκέμβριο του 2017 κατά ? 2,54 δισ. Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Δεκέμβριο 2017 ανέκαμψε εκ νέου πάνω από τις 100 μονάδες (101 μονάδες), μετά τον Σεπτέμβριο (100,6 μονάδες). Ο Γενικός Δείκτης (ΓΔ) Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατέγραψε σημαντική άνοδο έως το τέλος του τελευταίου τριμήνου του 2017, κλείνοντας το έτος στις 802 μονάδες, ενώ υπήρξε σημαντική περαιτέρω άνοδος και τον πρώτο μήνα του 2018. Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Σημειώνεται επίσης, ότι και τον Ιανουάριο του 2018 συνεχίστηκε η καθοδική πορεία και διαμορφώθηκε κάτω από το 4%.
– "Για το έτος 2017 το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα είναι της τάξης του + 1,6%, αισθητά χαμηλότερη από τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού του 2017, δηλαδή 2,7%. Όμως έρχεται μετά από μια νέα «ήπια» ύφεση του 2015 και 2016 ( -0,3% και -0,2 αντίστοιχα)".
– "Ένα σημαντικό αποτέλεσμα που δρομολογήθηκε από το κλείσιμο της δεύτερης και τρίτης αξιολόγησης, ήταν η έξοδος στις αγορές π.χ. με το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών αρχικά για την έκδοση πενταετούς ομολόγου. Είναι δύο θετικές εξελίξεις που δημιουργούν προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές στο τέλος του μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Ο γενικός στόχος της κυβέρνησης, όπως έχει εκφραστεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ). Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους".
– "Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς, για τους εξής τρεις λόγους:
1. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης. Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της. Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης.
2. Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ προβλέπει στο άρθρο 14 ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή».
3. Τέλος, τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.
– "Η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:
1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.
2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης".
– "Η επίτευξη μιας μακροχρόνιας, διατηρήσιμης ανάπτυξης θα γίνει εάν:
1. Συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.
Το Γ.Π.Κ.Β. από το 2012 μέχρι και σήμερα υποστηρίζει ότι η χώρα χρειάζεται βαθιές τομές (μεταρρυθμίσεις) για να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, εναρμονισμένες με τις βέλτιστες πρακτικές στις ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα χρειάζεται τις μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές στοχεύουν πρωτίστως (αν και όχι μόνο) στο να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, δηλαδή να επιφέρουν καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και με τον τρόπο αυτό αύξηση του πλούτου.
Επιγραμματικά: Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η υπέρβαση πρακτικών που λειτουργούν ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, ευνοούν διαπλοκές και κάνουν δυνατή μεγάλης έκτασης «προσοδοθηρική» συμπεριφορά που καταδυναστεύει το κοινωνικό σύνολο.
2. Συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, με άλλο μίγμα.
Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι απαραίτητη, όχι γιατί την επιβάλλει η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, αλλά γιατί έτσι δημιουργούνται θετικές προσδοκίες που εξασφαλίζουν χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Όμως, τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια συνεχής αύξηση του φορολογικού βάρους.
Η υπερφορολόγηση αποδεικνύεται:
(α) Με τη σύγκριση των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Οι Έλληνες είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και στον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ. Τα φορολογικά μας έσοδα μάλιστα κατά 44,5% βασίζονται στην έμμεση φορολογία, όταν στην υπόλοιπη Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 μονάδες χαμηλότερο. Είναι δηλαδή και σε βάρος των φτωχότερων. Όπως επισημάνθηκε και στην έκθεση του Γ.Π.Κ.Β. επί του σχεδίου Π/Υ του 2018, ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία μεγαλώνει συνεχώς από το 2014 και μετά.
(β) Από τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο που πλέον ξεπερνά το ? 1 δισ. το μήνα. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας. Κατά συνέπεια, το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων.
3. Υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων
Υπάρχει η δέσμευση των εταίρων για λήψη μέτρων επίλυσης του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε να εξαλειφθεί μια μεγάλη πηγή αβεβαιοτήτων. Όσο μεγαλύτερη είναι η ρύθμιση του χρέους, τόσο μικρότερη θα είναι η απαίτηση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και άρα η πίεση για συνεχή λιτότητα. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Το μέγεθος του χρέους, και ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ, επηρεάζουν αρνητικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης που βεβαίως, επηρεάζονται αρνητικά και από άλλους παράγοντες. Καθιστά επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία. Όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.