Το "Μαμά κι εγώ δε σ’ αγαπώ" είναι μια παράσταση που είναι συνεχώς sold out. Ο κόσμος συρρέει να δει ένα έργο που τα συναισθήματα και τα βιώματα της εν λόγω πρωταγωνίστριας είναι αρκετά κοινά για όλους μας.
Άλλωστε, η καλύτερη κριτική είναι ο ίδιος ο θεατής που εκθειάζει την εν λόγω παράσταση.
Γράφει η Έπη Τρίμη
"Οι σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους με την ιδιαιτερότητα και την πολυπλοκότητα που παρουσιάζουν απασχόλησαν από νωρίς τη δραματουργία –απ’ τα πρώτα ακόμη αριστουργήματα του αρχαίου δράματος. Και είναι βέβαια απολύτως φυσικό αφού οι σχέσεις αυτές καθορίζοντας τη μετέπειτα ζωή των παιδιών και διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα τους λειτουργούν εμμέσως ως βασικός καταλύτης και καθοριστικός παράγοντας της ποιότητας των κοινωνιών που τα παιδιά αυτά δημιουργούν καθώς ενηλικιώνονται.
Στη νουβέλα της Μαργαρίτας Φρανέλη η ηρωίδα επανεξετάζει τη σχέση της με τη μητέρα της προσπαθώντας να κατανοήσει τους μηχανισμούς που την επηρέασαν. Στη σκιά όμως αυτής της μικροσκοπικής ανάλυσης εκφύεται η σχέση της με τη δική της κόρη, και τότε τα ενδεχόμενα συμπεράσματα αποκτούν μία δεύτερη διάσταση, μία δεύτερη ανάγνωση και μία ενδιαφέρουσα προοπτική. Στην παράσταση, η ηρωίδα ξεκινά ως επίδοξος αναλυτής αλλά καθίσταται σταδιακά το αντικείμενο της ανάλυσης. Ταυτόχρονα, κι ενώ γινόμαστε μάρτυρες μιας εν τω βάθει αναψηλάφησης, καλούμαστε να ανακαλύψουμε τον ρόλο που παίζουν πολλοί φαινομενικά ετερόκλητοι μα στενά αλληλοσχετιζόμενοι παράγοντες: η ταξική θέση, η καταγωγή, η παιδεία, το πολίτευμα, η θρησκεία, η κοινωνία.
Το παλιό και αξιόπιστο εργαστήρι της ζωής που λέγεται «θέατρο» καλείται για μία ακόμη φορά να φωτίσει τα ερωτήματα από όλες τις πλευρές ανοίγοντας παράθυρα και σκάβοντας λαγούμια."
Τί αναφέρει η συγγραφέας Μαργαρίτας Φρανέλη στο οπισθόφυλλο της νουβέλας της:
Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά…" Την πρώτη φορά που έπαιξα αυτό το παιχνίδι ήμουν παιδί. Κατά νου είχα τη μαμά μου. Όμως, όσο περισσότερο έπαιζα τόσο πιο πολύ μπερδευόμουν. Επιτέλους, αν ισχύει κάτι από τα δύο, θα πρέπει να ισχύει για πάντα, όχι κάθε μαργαρίτα να διαψεύδει την προηγούμενη… Αλλά όσες φορές κι αν επανέλαβα τη διαδικασία, όσες φορές κι αν άλλαξε η ετυμηγορία, το τελικό πλάνο ήταν γκρο και πάντα το ίδιο: το συνονόματό μου λουλούδι κατακίτρινο και καταμαδημένο… Ποια είναι η μονάδα μέτρησης της μητρικής αγάπης; Το κιλό, το στρέμμα, το λίτρο, το αμπέρ ή μήπως η ανθρωποώρα; Όπως και να τη μετρήσεις, το αίμα νερό δεν γίνεται. Το πολύ πολύ να γίνει το μελάνι για μια ανεξίτηλη ιστορία.
Κριτική:
Όποιος έχει διαβάσει τη νουβέλα «Μαμά κι εγώ δε σ’ αγαπώ» θα αντιληφθεί τη διαχρονικότητα του κειμένου. Ακροβατεί μεταξύ γνωστών σ’ όλους μας συναισθημάτων όπως είναι το γέλιο, ο θυμός και το κλάμα.
Η μεταφορά στο σανίδι, έγινε με απέραντο σεβασμό στο κείμενο. Στα 90’ της παράστασης ο θεατής βιώνει κι ο ίδιος τα συναισθήματα της ηθοποιού Ηλέκτρας Γεννατά. Βοηθά ο δυνατός μονόλογος, η εξαιρετική σκηνοθεσία και βέβαια το γεγονός πως το θέατρο είναι μικρό κι ο θεατής εισπράττει τα vibes μέσα του.
Σύμφωνα με όσα ξέρουμε και θεωρούμε δεδομένα, οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους και τούμπλαλιν. Ωστόσο, μήπως είναι μύθος και υπάρχουν κι εξαιρέσεις;
Μέσα από την εξαιρετική αυτήν παράσταση -που η Pagenews.gr είδε και ξεχώρισε προτείνοντάς την -βλέπουμε μια συναισθηματικά φορτισμένη κοπέλα που μέσα από ένα χειμαρρώδη μονόλογο περιγράφει τη ζωή της που ξεκινά από την παιδική της ηλικία έως και τη στιγμή του γάμου της.
Είναι έντονη η σφραγίδα πάνω της τα "κοινωνικά πρέπει" της αυστηρής και άκαμπτης μητέρας που δεν ευκαιρεί να ακούσει και να κατανοήσει τις ανάγκες του παιδιού της για αγάπη, αποδοχή κι επικοινωνία. Το «Μαμά, κι εγώ δε σ’ αγαπώ» είναι η μοιραία κατάληξη ενός ψυχολογικού εγκλήματος με τις καλύτερες προθέσεις στην ανατροφή της πρωταγωνιστικής φιγούρας.
Η Ήλεκτρα Γεννατά, δίνει ρεσιτάλ αυτοσυγκέντρωσης καθώς διαδοχικά γίνεται παιδί, έφηβη, γυναίκα, κόρη και μητέρα μαζί. Πολύ καλή ερμηνεία επίσης από τη Μαρία Θρασυβουλίδη που υποδύεται την εσωτερική της φωνή και τη δική της κόρη, όταν πια αποκτήσει κι η Ηλέκτρα Γεννατά. Ο ρόλος της είναι καταλυτικός στην εξέλιξη της ιστορίας κι η παρουσία της στιβαρή και άξια χειροκροτημάτων.
Πανέξυπνο το σκηνοθετικό εύρημα της προβολής, μέσω βιντεοκάμερας, στη σκηνή, αντικειμένων και λεπτομερειών που υπογραμμίζουν τις λέξεις και τονίζουν τα συναισθήματα που πηγάζουν από το μονόλογο. Επί σκηνής βλέπουμε ένα πάζλ παιδικών αναμνήσεων που ντύνουν εξαίσια την πλοκή και μας βάζουν και οπτικά μέσα στο θέμα.
Η σκηνογράφος Γεωργία Μπούρδα χρησιμοποίησε το λευκό χρώμα για να προβάλει την παιδική αγνότητα και το ρομαντικό στοιχείο.
Η σκηνοθεσία του Θανάση Χαλκιά είναι άξια συγχαρητηρίων. Το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο καλό δεδομένου πως ο Θανάσης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης με βαρύ βιογραφικό, όπως θα δείτε και στη σελίδα του. Είναι δε Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής της Νέλλης Καρρά.
Σπούδασε, επίσης, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Είναι ιδρυτικό μέλος του Θεατρικού Οργανισμού Νέες Μορφές (Θεσσαλονίκη 1996-98), της Θεατρικής Ομάδας Νότιο Σέλας (Αθήνα 2011-14) και της Εταιρείας Θεάτρου Ναυτίλος (Αθήνα 2012). Ως μουσικός συμμετείχε σε παραστάσεις του Κ.Θ.Β.Ε. (1997-2002).
Δείτε απόσπασμα της παράστασης στο:
https://www.youtube.com/watch?v=20mpWQexCdk&feature=youtu.be
Ταυτότητα παράστασης
Συντελεστές:
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Θανάσης Χαλκιάς
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Επιμέλεια Κίνησης: Αγνή Παπαδέλη-Ρωσσέτου
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Τεχνικός σύμβουλος: Στάθης Γαλαζούλας
Φωτογραφίες: Γιάννης Ζαφείρης
Ερμηνεύουν: Ηλέκτρα Γεννατά, Μαρία Θρασυβουλίδη
Τελευταία παράσταση: Κυριακή 1 Απριλίου 2018
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Σάββατο 9:30 το βράδυ και Κυριακή, 7 το βράδυ
Επί Κολωνώ: Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός, τηλ:. 210 5138067