Οικονομία

ΦΠΑ: Οι αυξήσεις μπορούν να “επιβαρύνουν” το κράτος

Τα στοιχεία που καταγράφηκαν για το 2017 αποκαλύπτουν ξεκάθαρα ότι οι αυξήσεις φορολογικών συντελεστών (ΦΠΑ) μπορούν να οδηγήσουν στα αντίθετα αποτελέσματα.

Το 2017 δεν είχαμε ύφεση αλλά ανάπτυξη η οποία αναμένεται να φτάσει τουλάχιστον στο 1,3-1,4% του ΑΕΠ ενώ επιβλήθηκαν πρόσθετα φορολογικά μέτρα συνολικού ύψους τουλάχιστον δύο δισεκατομμυρίων ευρώ: από την αύξηση των ειδικών φόρων σε καπνό, τσιγάρα, καύσιμα, τηλέφωνα και καφέδες, μέχρι την αύξηση των συντελεστών (ΦΠΑ) υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης, την ενεργοποίηση νέας φορολογικής κλίμακας, την αύξηση των συντελεστών υπολογισμού των φόρων στα ενοίκια κλπ.

Άρα; Μια γενναία αύξηση των φορολογικών εσόδων συγκριτικά με το 2016. Αυτό δεν έγινε. Η ανάπτυξη (που κανονικά θα έφερνε πρόσθετη κατανάλωση και περισσότερα έσοδα από ΦΠΑ) αλλά και τα νέα μέτρα των δύο δις. ευρώ, τελικώς οδήγησαν σε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά μόλις 45 εκατ. ευρώ.

Για όποιον αναρωτιέται που πήγαν τα… υπόλοιπα, η απάντηση έχει δοθεί από την οικονομική επιστήμη εδώ και 10ετίες: η αύξηση των φορολογικών συντελεστών (σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα σε εξωπραγματικά επίπεδα όπως συνέβη για παράδειγμα με τους ελεύθερους επαγγελματίες) οδήγησε σε αύξηση του λαθρεμπορίου, απόκρυψη φορολογητέων εισοδημάτων, μειωμένο αριθμό αποδείξεων και άλλες παρόμοιες παραβατικές συμπεριφορές.

Το θέμα «κουκουλώθηκε» το 2017. Η εισπρακτική απόδοση μέτρων όπως η «οικειοθελής αποκάλυψη εισοδημάτων», η κάθετη μείωση των δαπανών του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, η περιστολή ακόμη και κοινωνικών δαπανών, οδήγησε τελικώς στο υπερπλεόνασμα και στο έκτακτο μέρισμα. Τι θα γίνει όμως το 2018 αν επαναληφθούν φαινόμενα αντίστοιχα του 2017; Ο πήχης για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 είναι στο 3,5% και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί αν υπάρξουν αποκλίσεις στα φορολογικά έσοδα.

Τα στοιχεία που καταγράφηκαν για το 2017 αποκαλύπτουν ξεκάθαρα ότι οι αυξήσεις φορολογικών συντελεστών μπορούν να οδηγήσουν στα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, η επιβολή ενός… βουνού νέων μέτρων είχε ανεβάσει τον εισπρακτικό πήχη στα 9,265 δις. ευρώ όταν περνούσε το μεσοπρόθεσμο από τη Βουλή.

Με την κατάθεση του προϋπολογισμού, ο πήχης κατέβηκε στα 8269 δις. ευρώ, δηλαδή ένα ολόκληρο δις. ευρώ χαμηλότερα. Τελικά, η χρονιά έκλεισε στα 8,313 δις. ευρώ, ποσό υψηλότερο κατά περίπου 140 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2016. Το ότι επιβλήθηκαν μέτρα τουλάχιστον 1,3 δις. ευρώ για να εισπραχθούν επιπλέον 140 εκατ. ευρώ δείχνει από μόνο του ότι η αύξηση φορολογικών συντελεστών οδήγησε σε μείωση της φορολογητέας ύλης.

Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των τσιγάρων. Αυξήθηκε ο ειδικός φόρος και τα προσδοκώμενα έσοδα από τον ΦΠΑ στα καπνικά αναρριχήθηκαν στα 676 εκατ. ευρώ. Τελικώς εισπράχθηκαν 583 από 711 εκατ. ευρώ που ήταν τα αντίστοιχα περυσινά έσοδα. Όσον αφορά στον ειδικό φόρο κατανάλωσης καπνικών, απέφεραν έσοδα 2,672 δις. ευρώ από 2,964 δις. ευρώ το 2016.

Όσον αφορά στο σύνολο των φορολογικών εσόδων, αυτά διαμορφώθηκαν στα 47,564 δις. ευρώ με τον αρχικό στόχο του μεσοπρόθεσμου να ανέρχεται στα 48,243 δις. ευρώ και τα περυσινά φορολογικά έσοδα να φτάνουν στα 47,519 δις. ευρώ.