Ο Αλφόνσο Αλ Καπόνε, ο μεγαλύτερος μαφιόζος που έχει εμφανιστεί στον πλανήτη, με το παρατσούκλι “σημαδεμένος”, δεν συνελήφθη ούτε για τους φόνους που είχε διαπράξει, ούτε για το λαθρεμπόριο που έκανε, ούτε για το οργανωμένο έγκλημα στο οποίο μεσουρανούσε από το 1925 έως το 1931, στην περίοδο της ποτοαπαγόρευσης.
Ο Αλ Καπόνε συνελήφθη στις 18 Οκτωβρίου 1931 μετά από πολύχρονες έρευνες του επιθεωρητή Ουίλσον, για φοροδιαφυγή. Η κατηγορία στηρίχθηκε στη μαρτυρία του δικηγόρου του Λώρενς Μάτινγκλυ, σε διάφορα στοιχεία με έσοδα του γκάνγκστερ και σε διάφορες άλλες μαρτυρίες. Αρχικά δέχθηκε τις κατηγορίες, πιστεύοντας ότι θα υπήρχε ευνοϊκή μεταχείριση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με αποτέλεσμα ο Καπόνε να αναιρέσει την αρχική του κατάθεση. Προσπάθειες όπως αυτή της δωροδοκίας των ενόρκων δεν πέτυχαν και έτσι ο δικαστής Ουίλκερσον τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλάκιση επιβάλλοντάς του επιπλέον και πρόστιμα 50.000 δολαρίων.
Το 1932 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ατλάντα και στη συνέχεια σε αυτές του Αλκατράζ. Λίγο μετά το 1935 άρχισε να δείχνει συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας και άρχισε να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Τον τελευταίο χρόνο της ποινής του βρισκόταν στο Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια. Αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939 αφού πλήρωσε 37.617,51 δολάρια και αποσύρθηκε στο κτήμα του στη Φλόριντα.
Απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς σαν σήμερα, στις 25 Ιανουαρίου του 1947 στο σπίτι του στη Φλόριντα. Ο γιος του Άλμπερτ Σόνυ Φράνσις Καπόνε μετά από λίγα χρόνια άλλαξε το όνομά του σε Φράνσις. Το άλλαξε γιατί δεν μπορούσε να “σηκώσει” το βάρος του ονόματος Καπόνε, αφού η ιστορία δεν μπορούσε να σβήσει.
Έτσι ξεκίνησαν όλα
Ο Αλφόνσο Γκάμπριελ «Αλ» Καπόνε, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το στις 17 Ιανουαρίου 1899. Ο τέταρτος από τους εννέα γιους του Γκαμπριέλε και της Τερεζίνα Καπόνε, Ιταλών μεταναστών από τη Νάπολη.Ο πατέρας του έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας τον μπαρμπέρη, έχοντας καταφτάσει στον Νέο Κόσμο με τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά, τον δίχρονο Βιντσέντζο και το βρέφος Ραφαέλε, το 1894.
Το φτωχικό σπιτικό του Μπρούκλιν ήταν χτισμένο σε κακόφημη συνοικία, δίπλα στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, αν και η θεοσεβούμενη φαμίλια παρέμενε νομοταγής. Καμία ένδειξη δεν υπήρχε στα παιδικά του χρόνια ότι ο μικρός Αλφόνσο θα γινόταν κάποια μέρα αρχιγκάγκστερ και Νο 1 δημόσιος κίνδυνος!
Ωστόσ, από την εφηβική ηλικία αρχίζει και υιοθετεί τη ζωή ενός γκάγκστερ περνώντας από τις πιο επικίνδυνες συμμορίες του Μπρούκλιν και του Μανχάταν. Στα 14 του, παρά το γεγονός ότι ήταν καλός μαθητής, ξυλοκοπεί τη δασκάλα του, αποβάλλεται και δεν επιστρέφει ποτέ στο σχολείο. Ένα σχολείο αυστηρό, που με τους ξυλοδαρμούς και τη βία ίσως να έπαιξε ρόλο στον ψυχισμό του.
Η γνωριμία με τον Τζόνι Τόριο
Σε αυτή την ηλικία γνωρίζει τον διαβόητο γκάγκστερ, Τζόνι Τόριο, τον άνθρωπο που αποτέλεσε τον μέντορά του στο έγκλημα. Ο Τόριο ήταν ο ιδανικός για να δείχνει νόμιμος, την ώρα που λειτουργούσε εντελώς παράνομα. Έβαλε τον Καπόνε στη συμμορία των πιτσιρικάδων του (James Street Boys).
Ο Τόριο επέκτεινε τις δραστηριότητές του στο Σικάγο και το 1919 κάλεσε τον Καπόνε κοντά του. Μια εκδοχή, μάλιστα, αναφέρει πως ο Καπόνε ήταν αυτός που ανέλαβε να βγάλει από τη μέσι τον “νονό” Τζιμ Κολόσιμο, αφεντικό του Τόριο, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο στο δικό του αφεντικό για την ηγεμονία στο οργανωμένο έγκλημα του Σικάγου.
Το 1925 ο Τόριο αποσύρθηκε από τον θρόνο του και νέος τσάρος της εγκληματικής σκηνής του Σικάγου ήταν τώρα ο Καπόνε, διευθύνοντας μια αυτοκρατορία τζόγου, πορνείας και αλκοόλ, . Αφού ξέκανε και μια σειρά από αντίπαλες φαμίλιες, ήταν τώρα το αδιαφιλονίκητο αφεντικό του υποκόσμου.
Ο θάνατος του πατέρα του άφησε… ανενόχλητο τον Καπόνε
Ο αναπάντεχος θάνατος του πατρός Καπόνε ήταν για τον γιο το σημείο χωρίς επιστροφή. Χωρίς την πατρική επίβλεψη, ο Αλ ήταν πια ανενόχλητος να αφοσιωθεί στο οργανωμένο έγκλημα χωρίς ανάγκη να καλύπτει τις έκνομες δραστηριότητές του.
Παρά τη διαβόητη φήμη του, ο Καπόνε δεν οπλοφορούσε ποτέ, αν και δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τουλάχιστον δύο σωματοφύλακες. Ταξίδευε μόνο τη νύχτα και ινκόγκνιτο, περιορίζοντας τις ημερήσιες μετακινήσεις του μόνο όταν ήταν εντελώς απαραίτητο.
Με τη βοήθεια των δύο αδελφών του, Φρανκ (Βιντσέντζο) και Ραλφ (Ραφαέλε), ο Καπόνε άπλωσε τα πλοκάμια του στην αστυνομία και την πολιτειακή κυβέρνηση του Σικάγου και πλέον λειτουργούσε τις παράνομες επιχειρήσεις του (οίκοι ανοχής, χαρτοπαικτικές λέσχες και κρυμμένα μπαρ) σχεδόν ανενόχλητος.
Στις εκλογές απήγαγε σωρηδόν εργαζομένους του αντίπαλου κόμματος και απειλούσε ανοιχτά τους ψηφοφόρους, αποκτώντας τελικά θέση στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης, όχι βέβαια προτού ο αδερφός του Φρανκ σκοτωθεί σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την αστυνομία. Τη μόνη φορά που έχασε την παροιμιώδη ψυχραιμία του και σκότωσε μικροκακοποιό σε δημόσια θέα (μέσα σε μπαρ) στάθηκε τυχερός, καθώς οι λιγοστοί αυτόπτες μάρτυρες κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Η υπόθεση του έφερε πάντως τη φήμη που δεν ήθελε και όλοι πια έτρεμαν τον «Σημαδεμένο». Το όνομά του έγινε συνώνυμο του τρόμου για τους αντιπάλους του και ως το τέλος της δεκαετίας βρισκόταν στη λίστα των πλέον καταζητούμενων κακοποιών.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας του μέντορά του Τζόνι Τόριο, το φιλάσθενο μεγαλοαφεντικό αποσύρθηκε πλέον οριστικά αφήνοντας το σύνολο των παράνομων επιχειρήσεών του στον Καπόνε. Τότε ήταν που ο Καπόνε βγήκε από το θαλάμι του και άρχισε να ζει τη μεγάλη ζωή, χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες. Νοίκιασε σουίτα στο περίφημο ξενοδοχείο Metropole Hotel, σύχναζε στην όπερα και έπιασε φιλίες με τον Τύπο, καθώς τώρα επιδίωκε τη δημοσιότητα και την κάλυψη των εφημερίδων.
Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929 έμελλε να διαπραχθεί το έγκλημα που έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του «Αγίου Βαλεντίνου». Κάποιοι άντρες του Καπόνε, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εισέβαλαν αιφνιδιαστικά σε ένα γκαράζ της οδού Κλαρκ 2222. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν ή έστω να προειδοποιήσουν τον Τζωρτζ Μόραν, αρχηγό της συμμορίας του Βορείου Σικάγου.
Στο γκαράζ βρισκόνταν εκείνη την ώρα επτά άτομα, τα οποία νόμισαν ότι επρόκειτο για έφοδο της αστυνομίας. Ο Τζωρτζ Μόραν βρισκόταν απέναντι και ετοιμαζόταν να διασχίσει τον δρόμο όταν είδε τους άντρες του Καπόνε μεταμφιεσμένους σε αστυνομικούς. Βλέποντας τους τράπηκε σε φυγή. Οι έξι όμως άντρες του δεν είχαν την ίδια τύχη αφού γαζώθηκαν από τουλάχιστον 150 σφαίρες. Εκτός από τους έξι που δολοφονήθηκαν υπήρχε και άλλος ένας, άσχετος με τη συμμορία, φίλος του Μόραν.
«Αυτοί οι φόνοι ξεπερνούν ό,τι μπορεί να κατανοήσει μια πολιτισμένη πόλη. Η σφαγή εφτά ανθρώπων μέρα μεσημέρι εγείρει την ερώτηση για το Σικάγο: Είναι πράγματι αβοήθητο;». Έτσι υποδέχτηκε η εφημερίδα «Chicago Tribune» τη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου στο φύλλο της επόμενης μέρας, 15η Φεβρουαρίου 1929, αναμεταδίδοντας απλώς την ερώτηση που ήταν πια στα στόματα όλων των πολιτών.
Η διαβόητη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, όπως θα έμενε γνωστή, έστεκε πια νέο μνημείο αχρειότητας και θηριωδίας στα εγκληματικά χρονικά των ΗΠΑ, παραμένοντας ακόμα και σήμερα ένα από τα ζοφερότερα δείγματα μαφιόζικης δράσης. Όσο για την ιστορική σημασία του χτυπήματος, δεν ήταν άλλο από τη στέψη του Καπόνε στον θρόνο του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγου!
Ύστερα από αυτό το περιστατικό η αστυνομία άρχισε τις συστηματικές προσπάθειες για τη σύλληψη του. Τον Μάιο του 1929 συνελήφθη για παράνομη οπλοφορία, καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη αλλά αποφυλακίστηκε εννέα μήνες αργότερα λόγω καλής διαγωγής. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει και οι διαδικασίες για την προσαγωγή του σε δίκη με αφορμή τη σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου.
Οι κατηγορίες όμως έπεσαν στο κενό και ο Καπόνε απλώς κλήθηκε να πληρώσει το ποσό των 5.000 δολαρίων για ασέβεια προς το δικαστήριο. Το 1930 ήταν ο νούμερο ένα πιο επικίνδυνος εγκληματίας της πόλης του Σικάγο. Ταυτόχρονα, όμως, είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για την ηχηρή πτώση, αφού πλέον στο κατόπι του βρίσκονταν οι ομοσπονδιακές αρχές.
Η αρχή του τέλους
Στον απόηχο του χτυπήματος, ο Καπόνε είχε μπει πλέον στο στόχαστρο του αμερικανού προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ, ο οποίος τον Μάρτιο του 1929 ρώτησε τον υπουργό των οικονομικών του, Andrew Mellon: «Έπιασες αυτόν τον Καπόνε ή ακόμα; Θέλω αυτόν τον άντρα στη φυλακή»!
«Οι άνθρωποι σαν κι εμάς πρέπει να βάλουμε το χέρι βαθειά στην τσέπη, αν θέλουμε να επιζήσει ο κοσμάκης. Πέρσι τάιζα 350.000 ανθρώπους κάθε μέρα. Ο φετινός χειμώνας θα είναι χειρότερος. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε απ’ το Κογκρέσο ή τον κύριο Χούβερ. Πρέπει να συνεισφέρουμε, ώστε να γεμίσουν οι κοιλιές των πεινασμένων και να ζεσταθούν τα κορμιά τους. Ξέρετε ότι η Αμερική βρίσκεται στο χείλος της κοινωνικής επανάστασης; Ο μπολσεβικισμός βρίσκεται προ των πυλών. Δεν πρέπει να του επιτρέψουμε να εισέλθει. Πρέπει να οργανωθούμε εναντίον του και ενωμένοι να αντισταθούμε», ήταν η απάντηση του αρχιμαφιόζου.
Ωστόσο, ο υπουργός είχε κυρήξει τη σταυροφορία εναντίον του Αλ Καπόνε. Την ίδια ώρα, η αστυνομία άρχισε να χαλά το συνδικάτο του, κατάσχοντας αποστακτήρια, εξοπλισμό και καταστρέφοντας το πολύτιμο αλκοόλ, προκαλώντας του ζημίες εκατομμυρίων. οι εφημερίδες άρχισαν να τον αποκαλούν «Νο 1 δημόσιο κίνδυνο» και οι ομοσπονδιακές αρχές έγιναν η σκιά του.
Μυστικός πράκτορας εντάχθηκε στις παράνομες δραστηριότητές του και παρά το γεγονός ότι κατέληξε με σφαίρα στο κεφάλι, πρόλαβε να ενημερώσει τον Elmer Irey για τις ατασθαλίες του «Σημαδεμένου». Πλέον οι δύο λογιστές του κακοποιού, Leslie Shumway και Fred Reis, ήταν στα ασφαλή χέρια της αστυνομίας και ήταν απλώς θέμα χρόνου να τελειώσουν οι μέρες του Καπόνε ως αρχιγκάνγκστερ.
Η δίκη του Αλ Καπόνε
Στις 13 Μαρτίου 1931 το ομοσπονδιακό δικαστήριο ολοκλήρωσε την έρευνά του για τα οικονομικά του γκάγκστερ μεταξύ 1925-1929, κατηγορώντας τον για 22 υποθέσεις φοροδιαφυγής. Ο Καπόνε και 68 μέλη της σπείρας του κατηγορήθηκαν για 5.000 ξεχωριστές παραβιάσεις του νόμου, τόσο φορολογικές όσο και στο πλαίσιο της Ποτοαπαγόρευσης.
Οι δικηγόροι του Καπόνε ήρθαν σε μυστική συμφωνία με την κυβέρνηση και ο «νονός» δήλωσε ένοχος ώστε να φάει 2-5 χρόνια. Όταν όμως οι υπόγειες διαπραγματεύσεις έφτασαν στον Τύπο, η δημόσια κατακραυγή ανέτρεψε την κατάσταση και ο πάντα αλαζόνας Καπόνε ήρθε πια αντιμέτωπος με τη σκληρή αλήθεια: δεν είχε καμία συμφωνία στα χέρια του.
Στις 6 Οκτωβρίου 1931, 14 ντετέκτιβ συνόδευσαν τον «Σημαδεμένο» στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, με τον Καπόνε να εμφανίζεται για άλλη μια φορά αισιόδοξος. Είχε λαδώσει τους ενόρκους και ήξερε ότι θα έπεφτε στα μαλακά. Υπολόγιζε χωρίς τον δικαστή. Όταν ο τελευταίος μπήκε στην αίθουσα, διέταξε την αλλαγή των ενόρκων. Όπερ και εγένετο, με τον Καπόνε και τους δικηγόρους του να “παγώνουν”.
Έπειτα από εννιάωρη συνεδρίαση των ενόρκων στις 17 Οκτωβρίου 1931, το σώμα τον κήρυξε ένοχο για 7 υποθέσεις φοροδιαφυγής. Ο δικαστής τον καταδίκασε σε 11 χρόνια φυλάκισης, πρόστιμο 50.000 δολαρίων και άλλα 30.000 δολάρια για δικαστικά έξοδα. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε ούτε εγγύηση.
Η φυλακή και ο εφιάλτης που λεγόταν “Jimmy”
Τον Αύγουστο του 1934, ο Αλ Καπόνε μεταφέρθηκε από τις πολιτειακές φυλακές της Ατλάντα στον διαβόητο βράχο του Αλκατράζ του Σαν Φρανσίσκο. Οι μέρες που απολάμβανε προνόμια στη φυλακή είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και πλέον δεν διατηρούσε καμία επαφή με τον έξω κόσμο.
Μέσα στο κελί του ο «Σημαδεμένος» είχε να αντιμετωπίσει τον δικό του δαίμονα που άκουγε στο όνομα Jimmy. Το τραχύ και σκληρό αφεντικό του εγκλήματος είχε μετατραπεί σε ένα φοβισμένο ανθρωπάκι που έκλαιγε και ούρλιαζε τις νύχτες το όνομα του φανταστικού του εχθρού, παρακαλώντας τον να τον αφήσει ήσυχο.
Πολλοί πίστευαν ότι ο Jimmy ήταν το «φάντασμα» ενός από τα θύματά του. Πράγματι, ένα από τα επτά θύματα της Σφαγής του Αγίου Βαλεντίνου ήταν ο James (Jimmy, το ψευδώνυμο) Clark.
Ο Καπόνε για να απαλλαγεί από το βασανιστήριο, κάλεσε ένα από τα μεγαλύτερα μέντιουμ της εποχής, την Άλις Μπριτ. Έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει τους λόγους που τον στοίχειωνε ο Jimmy. Ούτε εκείνη όμως κατάφερε κάτι και έτσι ο ίδιος παρέμεινε τρομοκρατημένος. Η επιστημονική εξήγηση για την κατάσταση του Άλ Καπόνε ήταν ότι το μυαλό του είχε απλά παραδοθεί στην συφιλιδική παράνοια. Έπασχε από την ηλικία των 20. Την κόλλησε από ένα πορνείο στο οποίο εργαζόταν ως μπράβος. Ποτέ δεν αναζήτησε θεραπεία, έτσι η ασθένεια εξελίχθηκε σε νευροσύφιλη η οποία οδηγεί σταδιακά σε άνοια.
Τα προβλήματα υγείας και ο θάνατος
Η υγεία του είχε επιβαρυνθεί από τη σύφιλη και πλέον ήταν σχεδόν ημιπαράφρονας. Η ποινή του έπεσε στα 6,5 χρόνια και βγήκε λόγω καλής διαγωγής τον Νοέμβριο του 1939.
Μετά την αποφυλάκισή του και με την υγεία του σε κακό χάλι, αποσύρθηκε στο παλάτι του στο Palm Island της Φλόριντα έχοντας πάντα στο πλευρό του τη γυναίκα και τους γιους του. Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 25 Ιανουαρίου 1947.
Έτσι “γεννήθηκε” το Σημαδεμένος
Ο Αλ Καπόνε έμεινε στην ιστορία και ως ο “Σημαδεμένος”. Το 1917 ο 18χρονος Καπόνε βρέθηκε στο νυχτερινό κέντρο του μαφιόζου Φράνκι Γέιλ. Εκεί ήταν και ένα μικροαφεντικό της τοπικής μαφίας, κάποιος Φρανκ Γκαλούτσιο, συνοδεύοντας την όμορφη αδερφή του.
Ο Καπόνε, γυναικάς από τα γεννοφάσκια του, πλησίασε την εξαιρετικά καλλίγραμμη κοπέλα και με στεντόρεια φωνή έκανε ένα κομπλιμέντο για τα οπίσθιά της! Ο μαφιόζος, με το που άκουσε το σχόλιο, έβγαλε μαχαίρι. Ο Καπόνε ζήτησε μεν συγγνώμη, αλλά ο θιγμένος αδελφός τού έκανε τρεις ανεξίτηλες χαρακιές στο πρόσωπο.
Ο Καπόνε τη γλίτωσε φτηνά: μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο, όπου χρειάστηκε 30 ράμματα. Τα σημάδια τον συντρόφευαν σε όλη του τη ζωή. Εξαιτίας τους πήρε το παρατσούκλι «Σημαδεμένος», κάτι που ο ίδιος απεχθανόταν φυσικά, γι’ αυτό και στις φωτογραφίες έδειχνε πάντα τη δεξιά πλευρά του προσώπου του, ώστε να κρύβονται τα σημάδια από τον φακό.
Όποτε χρειαζόταν να αναφερθεί στις ουλές, έλεγε ότι τραυματίστηκε σε μάχη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου…