Κοινοποιήθηκε η εγκύκλιος του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) σχετικά με τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών της ανταποδοτικής σύνταξης.
Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, τον χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης. Οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται ως ο μέσος μηνιαίος μισθός–εισόδημα του ασφαλισμένου από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον για τη χρονική αυτή περίοδο αναφοράς προκύπτει ασφάλιση τουλάχιστον πέντε ετών.
Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης τουλάχιστον πέντε ετών από 1.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, αναζητείται χρόνος ασφάλισης–πραγματικός, πλασματικός, προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος – κατά το χρονικό διάστημα πριν την 1.1.2002 και μέχρι τη συμπλήρωση έως πέντε ετών.
Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, για αιτήσεις συνταξιοδότησης με έναρξη καταβολής από 1.1.2021, ο χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, είναι τα δέκα 10 έτη. Εφόσον δεν προκύπτει αυτός ο χρόνος ασφάλισης από 1.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε αναζητείται χρόνος ασφάλισης – πραγματικός, πλασματικός, προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος – και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι την συμπλήρωση έως 10 ετών.
Παράδειγμα:
Μισθωτός υποβάλλει αίτημα συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, την 1.8.2020, σε ηλικία 67 ετών και 4.500 ημέρες ασφάλισης. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι 31.7.2020, συμπληρώνει μόνο 1.200 ημέρες ασφάλισης. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών στο τμήμα της ανταποδοτικής σύνταξής του, λαμβάνεται υπόψη και χρόνος ασφάλισης πριν την 1.1.2002, και συγκεκριμένα, 300 ημέρες ασφάλισης από 1.1.2001.