Πριν λίγες ημέρες είχα τη χαρά να δω την «Κυρά της Ρω» στο θέατρο Ροές. Ήταν ένας μονόλογος πολύ δυνατός και με συναισθηματική φόρτιση που πραγματικά όσοι αγαπάτε τις ποιοτικές παραστάσεις αξίζει να δείτε. Η παράσταση δε θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη ως προς τα θέματα που πραγματεύεται. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη άγγιξε τόσο την ψυχή μου που θέλησα να της ζητήσω μια συνέντευξη. Έτσι, μετά το πέρας της παράστασης πήγαμε σ’ ένα πολύ ωραίο καφέ και κάναμε μια φιλική κουβέντα για λογαριασμό του www.pagenews.gr. Ελπίζουμε να την απολαύσετε.
Συνέντευξη στην Έπη Τρίμη
Φωτεινή, πώς αποφάσισες να παίξεις την ”Κυρά της Ρω;” Τί σου έκανε το ”κλικ” και ποιά τα συναισθήματά σου;
Είδα μια συνέντευξή της στο Φρέντυ Γερμανό και παρατήρησα μια ηλικιωμένη γυναίκα με καθαρή σκέψη, και δύναμη για ζωή. Και είπα: «συγγνώμη, δεν ήταν εξόριστη, γιατί έμεινε ως το τέλος στη βραχονησίδα;». Εγώ, μια γυναίκα του 2017 βλέπω τόση μοναξιά γύρω μου, σε μια δύσκολη εποχή και απορώ πώς άντεξε η Δέσποινα Αχλαδιώτη που είναι και το πραγματικό της όνομα στην ακριτική νησίδα της Ρω.
Η εν λόγω συνέντευξη, αποτέλεσε και το έναυσμα για να αρχίσω να δουλεύω την όλη ιδέα μέσα μου.
Άρχισε να μ’ απασχολεί έντονα η ζωή αυτής της γυναίκας, διότι το μόνο που ξέραμε γι’ αυτήν ήταν ότι ανέβαζε τη σημαία οπότε δε γνωρίζαμε άλλες πτυχές της ζωής της. Πήρα το Γιάννη Σκαραγκά, που συνεργαζόμασταν χρόνια και του είπα ότι θέλω να μιλήσουμε για το θέμα. Εκείνος δέχθηκε και έπειτα μιλήσαμε στην Κατερίνα Μπερδέκα και το Γιώργο τον Λυκιαρδόπουλο. Έτσι γίναμε μια ομάδα με πολλή αγάπη για την Κυρά της Ρω και με περιέργεια να μάθουμε περισσότερα γι’ εκείνη. Πήγαμε, μάλιστα, στο Καστελόριζο και βρήκαμε έναν συγγενή της ώστε να μάθουμε περισσότερα στοιχεία για τη ζωή της και την προσωπικότητά της.
Ο Γιάννης Σκαραγκάς , λαμβάνοντας στα υπόψη όλα τα στοιχεία που συλλέξαμε, έγραψε το έργο και στη συνέχεια όλο αυτό πήρε τη μορφή μιας θεατρικής παράστασης.
Τι πληροφορίες βρήκατε για την ”Κυρά της Ρω;”
Πρόκειται για μια γυναίκα που πήγε ενάντια στον καιρό της και τις επιταγές των γονέων της. Τότε αποφάσιζαν οι άλλοι στο θέμα του γάμου, αλλά εκείνη πήγε απέναντι στη θέληση όλων και παντρεύτηκε τον άνθρωπο που αγάπησε. Μίλησε εκείνη και ο σύζυγός της με τη διοίκηση του Καστελόριζου, νοίκιασαν τη βραχονησίδα, πήραν τα ζώα τους και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία.
Ο άντρας της πέθανε νωρίς, δεκατρία χρόνια μετά το γάμο τους, λόγω ανακοπής. Εκείνη τότε ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του νησιού της μήπως δει κανένα καΐκι, άναψε φωτιές μήπως την προσέξει κανείς διερχόμενος. Τότε πήρε την απόφαση να τον βάλει στη βάρκα και εκεί κατέληξε. Τον έθαψε στο Καστελόριζο και ξαναγύρισε πίσω στη Ρω. Ήταν επιλογή της να επιστρέψει στο σπίτι της και το νησί, κάτι που στήριξε μέχρι την τελευταία της στιγμή. Πήρε μάλιστα μαζί της και την τυφλή μάνα της, με τον Β’ΠΠ να τη βρίσκει στο νησί, μόνη της μετά την εκκένωση του Καστελορίζου.
Eπί 40 χρόνια, (από το 1943 ως το θάνατό της), ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρω κάθε πρωί και τη κατέβαζε με τη Δύση του ήλιου. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το
Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
Η έπαρση της σημαίας ήταν ένα είδος χαιρετισμού γι’ εκείνη, δηλώνοντας μ’ έναν τρόπο την παρουσία της. Έτσι , προστάτευε και υπερασπιζόταν το ίδιο της το σπίτι…
Δεν ξέρω αν είμαστε βιολογικά προετοιμασμένοι για τα δύσκολα, αλλά όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με δύσκολες καταστάσεις, βρίσκει μια εσωτερική δύναμη για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και να επιβιώσει. Όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε αυτό το στοιχείο μέσα μας. Όταν συμβαίνει κάτι ξαφνικό, το ένστικτο της επιβίωσης μάς δίνει άλλη δύναμη.
Βέβαια η περίπτωση της ”Κυράς της Ρω” ήταν αρκετά διαφορετική καθότι ήταν από μόνη της μια δυνατή προσωπικότητα. Ήταν ένας δυναμικός χαρακτήρας και έκανε τις επιλογές της, όπως για παράδειγμα στο θέμα του γάμου, που πήγε κόντρα στις επιταγές των γονιών της κάτι όχι συνηθισμένο για τα δεδομένα της εποχής.
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη, ήταν μια μορφωμένη γυναίκα η οποία τελείωσε το επτατάξιο σχολείο στις αρχές του 20ου αιώνα, από πλούσια οικογένεια, σε εποχές δύσκολες για το φύλο της και είναι άξια θαυμασμού.
Πώς πιστεύεις ότι εμείς ως Έλληνες θα έπρεπε να προστατεύουμε την πατρίδα μας; Μιλώντας πάντα με τα σημερινά δεδομένα…Αρχικά, αυτό που βλέπεις και βίωσες στην παράσταση δεν έχει προηγούμενο. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός που μπήκε στη ζωή μου με τέτοιο πάθος η ζωή αυτής της γυναίκας. Εκείνη, δε μάς κουνά το δάχτυλο αλλά μάς αγκαλιάζει και μάς δίνει ώθηση, σα μάνα, λέγοντάς μας, πιστέψτε σε σάς. Εμείς, σήμερα, έχουμε χάσει το κέντρο βάρους μας και αφήσαμε στην άκρη πράγματα που τα θεωρούμε δεδομένα.
Ότι ζούμε, ότι έχουμε κάποια αγαθά, δε σημαίνει πως μια μέρα δεν μπορούν να φύγουν από τα χέρια μας τόσο εύκολα όσο ήρθαν. Η Κυρά της Ρω έπρεπε να υπερασπιστεί κάθε τι από τα κεκτημένα της , ακόμη και τα βασικά αγαθά της. Η ίδια μάς λέει ότι πρέπει να εκτιμήσουμε και να αξιολογήσουμε ξανά τα απλά και καθημερινά πράγματα, όπως το δώρο της ζωής. Τότε θα βρούμε τη δύναμη να πιστεύουμε και να κυνηγάμε τα «θέλω» μας.
Κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται ήρωας. Ούτε ξυπνά ένα πρωί και λέει ότι: ”ναι, σήμερα θα γράψω ιστορία”. Παρατηρούμε ότι οι πράξεις της ήταν τεράστιες, αλλά η σκέψη της για τις πράξεις της ήταν απλοϊκές, βασισμένες στην ανάγκη της επιβίωσής της.
Ποιός είναι κατ’ εσένα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος;Είναι αυτός που νιώθει την ευτυχία. Δεν μπορείς να προσποιηθείς ότι την έχεις. Δεν είναι τα πλούτη και οι ανέσεις που κάνουν έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Αυτή η παρεξήγηση υπάρχει στην εποχή μας. Κάτι θα ήξεραν οι παλιοί που έλεγαν ότι τα πλούτη δε φέρνουν την ευτυχία. Η γιαγιά μου έλεγε πάντα μια χαρακτηριστική ατάκα που εμένα θα μου μείνει: ”παιδί μου, εσάς σάς λυπάμαι περισσότερο μ’ αυτά που περνάτε”. Κι έλεγα, μα καλά γιατί να το σκέφτεται έτσι;
Για μένα ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που έχει παρέα, που έχει ανθρώπους γύρω του που τον αγαπάνε και τη δυνατότητα να δίνει και λαμβάνει αγάπη. Αυτά όλα θέλουν κόπο, διότι η αγάπη δεν είναι δεδομένη. Πρέπει να το θέλεις πραγματικά και σίγουρα να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Πρωτίστως θα αγαπήσεις τον εαυτό σου και στη συνέχεια, μπορείς να μεταδίδεις αγάπη και στους άλλους ανθρώπους.
Πιστεύω, δε, πολύ στη δύναμη του ανθρώπου που έχει στόχους και επιμένει στα πράγματα που τον ευχαριστούν.
Πόσο εύκολο είναι να είσαι συνεπής στα «θέλω» σου, σε μια εποχή που υπάρχουν ταλαντούχοι ηθοποιοί που αναγκάζονται να κάνουν 2-3 δουλειές για να επιβιώσουν;
Είναι μια δυσκολία της εποχής, αλλά πάντα υπήρχε. Είμαστε πολλοί ηθοποιοί στην Ελλάδα, το ποσοστό ανεργίας είναι τεράστιο, τύπου 95%, κι’ αυτό το βλέπομε από τους εγγεγραμμένους στις λίστες του σωματείου. Τα πράγματα, ατυχώς, ήταν έτσι και προ κρίσης. Σαφώς όλα έχουν δυσκολέψει πλέον με την κρίση, αλλά, το θέμα της επιβίωσης απασχολούσε πάντα τον ηθοποιό. Και δε μιλάω μόνο για το δικό μας το επάγγελμα…καθότι είναι πλέον κοινό μυστικό πως ισχύει γι όλους τους κλάδους,
Δε φτάνει ως ηθοποιός να έχεις μόνο την αγάπη για την υποκριτική, αλλά πρέπει να επιμένεις στον στόχο σου, έχοντας πάντα και τα κατάλληλα αποθέματα τύχης. Όταν θα κάνεις αυτό που πραγματικά αγαπάς και κοπιάζεις να το πετύχεις -άσχετα αν απασχολείσαι με 2-3 δουλειές διαφορετικού αντικειμένου για καθαρή επιβίωση – πάλι θα λάβεις ικανοποίηση. Απλά, όλο αυτό θα διαδραματίζεται υπό ποιο δύσκολες συνθήκες.
Δεν πρέπει να τα μπερδεύεις μέσα σου. Κι εγώ έχω δουλέψει ως σερβιτόρα, είναι μια δουλειά που την κάνουν συνήθως οι νεαρότεροι ηθοποιοί. Εάν αφήσεις να σ’ απορροφήσει η άλλη δουλειά και σταματήσεις να βλέπεις παραστάσεις, να διαβάζεις, να συνεχίζεις να ασκείς τον εαυτό σου, τότε μπορεί ο πόθος σου για το επάγγελμα να μην είναι τόσο μεγάλος όσο το φανταζόσουν…
Άρα σκέφτεσαι περισσότερο ορθολογιστικά, βάσει όσων ανέφερες…
Όχι, απλά ως άνθρωπος βλέπω πάντοτε το ποτήρι μισογεμάτο. Αυτό είναι ίδιον του χαρακτήρα μου. Έτσι είμαι από μικρή. Κάνω ό,τι μπορώ για να ανταποκριθώ στα δεδομένα που βρίσκω. Είμαι από τους ηθοποιούς που δεν έχω σταματήσει να δουλεύω, αλλά δε σημαίνει ότι δεν έχω και εγώ τις δυσκολίες μου.
Πώς νιώθεις που απέχεις από την τηλεόραση;
Έχω συμμετάσχει σε πολλές παραγωγές, για μια δεκαετία περίπου, από το 1998 έως το 2008. Η σημερινή αποχή μου, έχει να κάνει με τις προτάσεις που μου δίνονται. Πλέον, κάνω κάποια guest στο ”Σοϊ σου”, μια επιτυχημένη και αγαπημένη σειρά στον Alpha. Όμως, παίζει ρόλο και η παράμετρος του διαθέσιμου χρόνου , διότι λόγω παράστασης έχω και τις περιοδείες.
Δε φοβάσαι μήπως το τηλεοπτικό κοινό σε ξεχάσει;
Tο θέατρο, διαθέτει κοινό που παρακολουθεί συστηματικά τις δουλειές σου. Επειδή έχω συμμετάσχει σε σειρές που επαναλαμβάνεται η προβολή τους, όπως λόγου χάρη τα ”Εγκλήματα”, δεν έχω σταματήσει να ”υπάρχω”. Πλέον όμως το γεγονός αυτό βοηθά περισσότερο τους νέους ηθοποιούς που θέλουν να φανούν, διότι εμένα οι θεατρόφιλοι με γνωρίζουν.
Υπάρχουν ηθοποιοί που κάνουν μόνο τηλεόραση και άλλοι που κάνουν μόνο θέατρο. Είναι ανάλογα με το τί επιλέγεις να πράξεις. Στο θέατρο πάντως, αν μια παράσταση αρέσει, από στόμα σε στόμα, σιγά σιγά, μαθαίνεται παντού.
Η υποκριτική είναι μια δευτερογενής τέχνη. Δεν αρχίζει από σένα. Πολλές φορές στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο και στο θέατρο, δεν μπορείς να ελέγξεις το αποτέλεσμα. Οπότε διαβάζοντας ένα σενάριο μπορεί να δεις κάτι που σού αρέσει και θέλεις να το κάνεις, ωστόσο και πάλι, δεν μπορείς να προβλέψεις το πώς θα περάσει στο κοινό, αν θα το αγαπήσει λόγου χάρη.
Είδα στο βιογραφικό σου ότι έχεις σπουδάσει σκηνοθεσία…
Είμαι μουσικός και ηθοποιός. Έχω γράψει μουσική στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Στη σκηνοθεσία είμαι από το 2008, με πρώτο έργο του Γιάννη Σκαραγκά στη Νέα Υόρκη. Δεν έχω σπουδάσει σκηνοθεσία,
αλλά είναι ένα κομμάτι το οποίο έρχεται στη συνέχεια. Πολλοί ηθοποιοί άλλωστε έχουν σκηνοθετήσει μετά από αρκετά χρόνια εμπειρίας.
Δεν έχεις μπει στο τριπάκι να επέμβεις στη δουλειά κάποιου;Όχι και είναι μια αυστηρή αρχή μου. Ακολουθώ πάντα την ιδιότητα με την οποία βρίσκομαι σε κάθε δουλειά. Αν είμαι ηθοποιός πράττω αναλόγως, αν είμαι μουσικός, αντιστοίχως. Δεν τα μπλέκω μεταξύ τους. Για να βγει ένα ενιαίο αποτέλεσμα θα πρέπει να συνεργάζεσαι με τον σκηνοθέτη και να υπηρετείς την ιδιότητά σου.
Στην υποκριτική υπάρχει χώρος για ειλικρινείς φιλίες;Είναι θέμα χαρακτήρα. Είναι δύσκολο στη ζωή να χαρεί κάποιος με τη χαρά σου και να μη σε ζηλέψει, αλλά εγώ αγαπώ τους ανθρώπους και δη τους φίλους μου. Όλα τ’ άλλα είναι θέμα ορίων.
Έχει έρθει ποτέ κάποιος συνάδελφός σου να σου πει ότι ”σε είδα και ξετρελάθηκα;”Έχω ακούσει θετικά στοιχεία πολλές φορές. Εντάξει, δεν είμαστε τσιγκούνηδες, είμαστε γενναιόδωροι. Και εγώ το έχω κάνει, κι όταν συμβαίνει γίνεται μ’ όλη μου την καρδιά. Όταν βλέπω μια παράσταση/ταινιά, δεν την κρίνω επαγγελματικά, αλλά ως απλός θεατής και δε θέλω αυτό που παρακολουθώ να το βλέπω με κριτική ματιά. Αλλιώς, δεν το ευχαριστιέσαι. Αφήνω να με παρασύρει το θέαμα και μετά θα σκεφτώ και θα επεξεργαστώ κάποια πράγματα. Πάνω απ’ όλα, κάθε φορά, κάθε ένας, ό,τι δουλειά κι αν κάνει αξίζει ένα χειροκρότημα. Γιατί αυτή η δουλειά είναι κοπιαστική…
Υπάρχει και μια ματαιότητα σ’ αυτό το επάγγελμα. Μια παράσταση τελειώνει, πεθαίνει. Σκέψου πόσους ”θανάτους” ζούμε κάθε χρόνο, γύρω στους 3-4. Μετά η παράσταση ζει στη μνήμη, στις ψυχές των ανθρώπων που την είδανε. Όσοι το ζήσανε, το ζήσανε, όσο δυνατά κι αν το περιγράψεις. Αν δεν έχεις νιώσει την εμπειρία της παράστασης, δε μπορείς να μεταδώσεις με την ίδια δύναμη συναισθήματα…
Εάν ήσουν εσύ ο θεατής στη σημερινή παράσταση, τί θα έλεγες για τη Φωτεινή Μπαξεβάνη;Μου ζητάς να με δω απ’ έξω (γέλια); Είναι μια διαφορετική διαδικασία, αλλά παίζω πολύ με την αλήθεια και δίνω την ψυχή μου. Δεν σκέφτομαι πώς είμαι ή πως δείχνω ως εικόνα. Απλά δίνω όπως προείπα όλο μου το είναι. Πρόκειται για μια καθαρά εσωτερική διαδικασία. Εγώ, δε βάζω ”κουρτίνα” και θέλω να επικοινωνώ απόλυτα με το κοινό μου.
Πώς εισπράττεις τα vibes των θεατών;Είναι μια ομάδα ανθρώπων που επηρεάζεται από τα τεκταινόμενα και μπορεί να τύχει μια μέρα που η πλειοψηφία να μην είναι εκφραστικοί, αλλά μετρημένοι. Δε σημαίνει όμως ότι δεν τους αρέσει και δεν απολαμβάνουν την παράσταση. Αυτό, το νιώθεις στην ατμόσφαιρα. Νιώθεις το γενικό κλίμα, αλλά εσύ πρέπει να αποδίδεις το ρόλο σου όπως και να έχει. Από την πρεμιέρα μέχρι το τέλος θα πρέπει ο θεατής να δει την ίδια παράσταση και την ίδια ποιότητα διότι σεβόμαστε τον θεατή που πλήρωσε και βγήκε από το σπίτι του για να σε δει.
Από εκεί κι έπειτα, στο πώς αντιδρά το κάθε κοινό, είναι λίγες οι διαφορές. Κάποιες φορές είναι ηχηρές οι αντιδράσεις του, άλλες όχι. Μια παράσταση έχει την ίδια δυναμική, αλλά κάποιοι θεατές δεν εκφράζονται τόσο πληθωρικά. Δε σημαίνει όμως ότι δεν εισπράττουν το ίδιο.
Ξέρω Φωτεινή πως λατρεύεις να ταξιδεύεις. Ποιό ταξίδι σ’ έχει σημαδέψει πολύ και για πιο λόγο;Προς το παρόν είμαι στο ταξίδι του Καστελόριζου και της Ρω. Μ’ έχει συγκλονίσει αυτός ο τόπος και έστω για μια φορά αξίζει να τον επισκεφθεί κάποιος. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, αν και μικρό σε μέγεθος νησί.
Γενικά, μου αρέσουν πολύ τα τοπία που είναι λίγο πιο ”ξερά”. Δηλαδή αγαπώ τις Κυκλάδες, τις διαδρομές στην Αμερική στην Αριζόνα, που έχω πάει μ’ αμάξι. Με συγκινούν αυτά τα τοπία. Δεν έχω πάει σε πολλά μέρη, αλλά το μάτι μου θέλω να βλέπει ορίζοντα, ένα άδειο τοπίο…
Πιστεύεις ότι όπου γης και πατρίς;Σημασία έχει στον κάθε τόπο τί ζεις. Έχει να κάνει εκ νέου με τη ζωή και τις εμπειρίες. Αν σε συγκινεί και αγαπάς αυτό που ζεις, εκεί είναι η πατρίδα σου. Εκεί που έχεις αγαπημένους ανθρώπους. Φυσικά, για όλους μας, ο τόπος που μεγαλώνουμε και έχουμε τις πρώτες μας εικόνες και μνήμες είναι η βάση και πάντα υπάρχει μια νοσταλγία…
Γιατί πιστεύεις ότι ο Γιώργος Παπανδρέου πήγε στο Καστελόριζο και ανακοίνωσε ό,τι μας συμβαίνει τώρα; Ποιός ήταν ο συμβολισμός;Οι ντόπιοι μού μίλησαν γι’ αυτό το γεγονός κι έχω αυτήν την πληροφορία μέσα μου. Μού είπαν ότι τρόμαξαν πολύ, επειδή δεν ξέρανε γιατί ξαφνικά όλοι οι εμπλεκόμενοι πήγαν στο νησί τους. Αν διαβάσεις την ιστορία του Καστελόριζου, θα δεις ότι ο τόπος είναι ελληνικός, με άτομα που αγαπούν τον τόπο τους και έχουν κάνει πολλές προσπάθειες και θυσίες για να κρατήσουν όρθιο το Καστελόριζο.
Σκέψου ότι στις αρχές του 20ου αιώνα είχε 15.000 κατοίκους, πλούσιους με εμπορικό δαιμόνιο. Είχαν τα πάντα, ήταν τόπος με δύναμη. Μετά τον πόλεμο, οι Εγγλέζοι όταν έμαθαν ότι οι κάτοικοι θα επιστρέψουν, ήθελαν να τους πάρουν όλο το βιός τους, βάλανε και φωτιά στο νησί ώστε να μην αφήσουν ίχνη. Τότε οι κάτοικοι γύρισαν και είδαν όλο το Καστελόριζο γκρεμισμένο και καμένο. Οι ντόπιοι αντιστάθηκαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους και έχτισαν εξ αρχής τον τόπο τους. Οι συνθήκες της καθημερινότητάς τους συνεχίζουν να είναι πολύ δύσκολες. Αυτή την εποχή ζούνε χωρίς δημοτικό υπάλληλο, γιατρό, φαρμακείο, αλλά μένουν εκεί, σε πείσμα των δυσκολιών… Καταλαβαίνεις λοιπόν όταν πήγε ο Παπανδρέου πώς θα ένιωσαν οι κάτοικοι….
Εμείς οι Έλληνες κρεμόμαστε από τα ”σχοινιά” της συνήθειας δίχως να αντιδρούμε. Στον αντίποδα μας πειράζει η ρετσινιά της έκθεσης κι είμαστε ”βολεψάκηδες”. Πώς το εισπράττεις αυτό;Δεν ξέρω ποιός μάς βάζει αυτές τις ταμπέλες, αλλά σιχαίνομαι τις ταμπέλες. Πιστεύω ότι όλα αυτά είναι λόγια που αποτελούν σενάρια. Όταν έρθεις αντιμέτωπος με μια τέτοια κατάσταση θα αντιδράσεις. Τώρα δεν αντιδρούμε γιατί δεν έχουμε ορατό εχθρό, με στολή και όπλο. Στις μέρες μας έχουμε άλλου είδους πόλεμο…
Πιστεύω πως προσπαθούμε να αντιδράσουμε και να εναντιωθούμε, αλλά το παιχνίδι της πολιτικής είναι περίεργο. Από τα χρόνια του Αριστοφάνη συμβαίνει αυτό, και σήμερα αν τον διαβάσεις, μόνο τα ονόματα αλλάζουν, τόσο επίκαιρος. Αλλά γι’ όλους μας δεν είναι εύκολο. Το θέμα είναι ότι τα έχουμε λίγο χάσει, δεν έχουμε καταλάβει το τί και πώς ζούμε και τί μας συμβαίνει…
Οι νεολαίοι που νομίζουμε ότι είναι αδιάφοροι, σε μια περίπτωση πολέμου (χτύπα ξύλο) θα αντιδρούσαν. Πλέον, ζούμε έναν πόλεμο άλλης μορφής . Σ’ αυτόν, ο καθένας είναι μόνος του και όταν ακούει για τα πομπώδη πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο δεν έχει ξεκάθαρο στόχο εναντίωσης.
Για να επανέλθουμε στο δίδαγμα της Κυράς της Ρω, ο καθένας πρέπει σαν μονάδα να κάνει αυτό που πιστεύει, που το λέει η καρδιά του. Αν ένας άνθρωπος είναι σταθερός σ’ αυτά που νιώθει και θέλει τότε ναι, θα υπάρξουν αλλαγές και ανατροπές σε όσα βιώνουμε ως λαός.