Ο Σταύρος Ζαλμάς μίλησε αποκλειστικά στο www.pagenews.gr και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων για το ρόλο του στη θεατρική μεταφορά της ταινίας του Έττορε Σκόλα, «Μία Ξεχωριστή Μέρα», τον Άγιο Παΐσιο, τα ομόφυλα ζευγάρια, τους κριτικούς και την πολιτική. Όπως πάντα χειμαρρώδης και χωρίς να μασάει τα λόγια του μάς ανοίγει την καρδιά του.
Συνέντευξη στην Έπη Τρίμη
– Κύριε Ζαλμά, τι πραγματεύεται η παράσταση «Μία Ξεχωριστή Μέρα»;
Πρόκειται για τη συνάντηση δύο ανθρώπων οι οποίοι έρχονται από διαφορετική ζωή. Δύο άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν ουδεμία σχέση μεταξύ τους, σε μια πόλη (Ρώμη) όπου ο κόσμος έχει ξεχυθεί από νωρίς στους δρόμους για να υποδεχθεί τον Χίτλερ (7 Μαΐου 1938). Στην Ιταλία έχουμε λαοπρόβλητο φασισμό και στην πολυκατοικία αυτή έχουν μείνει μόνο δύο άνθρωποι. Ο ένας είναι ο Γκαμπριέλε Φαμπρίτσι, πρώην εκφωνητής στο ραδιόφωνο, ο οποίος είναι ομοφυλόφιλος και αντιφασίστας. Μια ευγενική φύση και σκεπτόμενη προσωπικότητα που δεν αντέχει καθόλου τη μισαλλοδοξία και τη βία του καθεστώτος. Η Αντονιέτα είναι γυναίκα ενός Ιταλού φασίστα, που ανήκει στο κόμμα του Μουσολίνι και έχουν μια πολύτεκνη οικογένεια με έξι παιδιά. Είναι αγράμματη, αμόρφωτη και έχει ως μοναδική ενασχόληση τα του οίκου της. Λόγω της αμορφωσιάς της άγεται και φέρεται από τις πεποιθήσεις και τις απαιτήσεις του άνδρα της.
Κάποια στιγμή, η γυναίκα μένει μόνη της στο σπίτι και πηγαίνει να ταΐσει τη μάινα (είναι από τα πιο δημοφιλή πουλιά, που όμως δεν είναι γνωστά τόσο για το κελάηδημά τους όσο για την ικανότητά τους να μιμούνται την ανθρώπινη ομιλία), η οποία το σκάει και κάθεται στο περβάζι του Γκαμπριέλε. Εκείνη αποφασίζει να πάει στο διαμέρισμά του ώστε να πιάσει τη μάινα. Έτσι έρχονται λοιπόν σε επαφή αυτοί οι δύο, γνωρίζονται και αναπτύσσεται μεταξύ τους μια συμπάθεια. Ο ένας αρχίζει να μιλάει στον άλλον για τη ζωή του, εν τέλει έρχονται κοντά και κάποια στιγμή κάνουν και έρωτα.
Παράλληλα ο Γκαμπριέλε περιμένει να τον συλλάβουν για τον εξορίσουν, όπερ και εγένετο. Ο ίδιος οδηγείται σε ξερονήσι αλλά η Αντονιέτα γυρίζει σπίτι της αλλαγμένη, καθώς εκείνη την ημέρα η κοσμοθεωρία της αλλάζει μετά από την επαφή της με τον Γκαμπριέλε Φαμπρίτσι. Η παράσταση αρχίζει 8 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, έως στις 16 Ιανουαρίου. Στις 20 Φεβρουαρίου θα κατέβουμε στην Αθήνα.
– Τι είναι αυτό που σας γοήτευσε στο ρόλο αυτόν; Υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο του χαρακτήρα που υποδύεστε με εσάς;
Με γοήτευσε αυτή η δύναμη που είχε η συνάντηση των δύο ανθρώπων. Ο χαρακτήρας του Γκαμπριέλε είναι γοητευτικός, διότι πρόκειται για έναν σκεπτόμενο άνθρωπο που ασφυκτιά απ’ αυτό το καθεστώς, λόγω της ιδεολογίας του αλλά και λόγω των ερωτικών του επιλογών. Θέλω να προσθέσω ότι ο τρίτος πρωταγωνιστής της παράστασης είναι ο θόρυβος που έρχεται από τους δρόμους, τις ιαχές του κόσμου, τη φωνή του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Όλη αυτή η «ατμόσφαιρα» δημιουργεί το τοπίο της συνάντησής τους.
Αυτό που έχει τεράστιο ενδιαφέρον είναι πως συναντούνται δύο άνθρωποι με κανένα κοινό μεταξύ τους και με εντελώς αντίθετες πορείες, ωστόσο καταφέρνουν να βρουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν. Αναπτύσσουν έναν τρυφερό σύνδεσμο με εκατέρωθεν κοινές αποκαλύψεις, αλλά και ζυμώσεις. Φτάνουν όμως, αφού κάνουν έρωτα να αποχωριστούν, έχοντας όμως αγγίξει ο ένας την ψυχή του άλλου.
Το οξύμωρο είναι πως κάνουν έρωτα αλλά δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν έρωτα που γεννιέται αλλά μια τρυφερότητα και βαθύτερη σχέση που οδηγεί σε αυτό. Υπό άλλες συνθήκες δε θα συνέβαινε…
– Φοβάστε τη σύγκριση με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι;
Παρ’ ότι πολλές φορές, κάποια κλισέ δημιουργούνται και είναι ανυπέρβλητα για πολλούς, εγώ δε νιώθω ότι πρέπει να συγκριθώ με κείνον. ‘Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει μια κινηματογραφική ταινία με μια θεατρική παράσταση.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε την πιο θανατηφόρα σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία. Χρονολογικά, άρχισε στις 7 Ιουλίου 1937 στην Ασία και την 1 Σεπτεμβρίου 1939 στην Ευρώπη και τελείωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Μπορείτε να μάς κάνετε έναν παραλληλισμό της εποχής εκείνης με τη σημερινή;
Μέσα στην ταινία υπάρχουν όλα όσα θίγουμε στις συζητήσεις του σήμερα. Πρέπει να πάψουμε να αναφερόμαστε στην κατάσταση που βιώνει η χώρα δεδομένου πως αυτό που βιώνουμε δεν είναι μόνο δικό μας θέμα. Αντιθέτως, πρόκειται για μια παγκόσμια κατάσταση, καθώς επιστρέψαμε στο Μεσαίωνα στο σκοταδισμό και στη μισαλλοδοξία, με κύριο στοιχείο την παντελή έλλειψη ανθρωπιάς.
Μετά από τόσο αίμα που χύθηκε, δύο μεγάλους πολέμους και τα πομπώδη λόγια που έχουν ειπωθεί από τους ”πολιτισμένους” αυτού του πλανήτη, συνειδητοποιούμε ότι η καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων αλλάζει πρόσωπο και στρέφεται εναντίον του ανθρώπου.
– Τι σημαίνει πατρίδα;
Πατρίδα δεν είναι ούτε τα ντουβάρια ούτε τα χωράφια, ούτε τα σύνορα. Είναι η κατάσταση της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της προόδου που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι ανάμεσά μας. Όταν λοιπόν χαθεί, είμαστε όλοι σε μια κόλαση…
– Νιώθετε ότι κάποια στιγμή θα βάλουμε μυαλό; Νομίζω ότι επειδή έχει περάσει η διοίκηση του πλανήτη στα χέρια των εταιρειών και παρ’ ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι πεθαίνουν σαν τα ”κοτόπουλα” σε νεαρή ηλικία- διότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις συνθήκες που οι ίδιοι δημιούργησαν- δεν κάνουν πίσω. Η απληστία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτό.
Ο πάτερ Παΐσιος, ανέφερε πως ”θα ζήσουμε τον μεγάλο πόλεμο” και κατ’ εμέ τον βιώνουμε ήδη.
– Θεωρείτε ότι ο Άγιος Παΐσιος το είπε από θρησκευτικής ή ορθολογιστικής απόψεως;
Δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά τον τρόπο που επέλεξε να το πει, αλλά έχει αναφερθεί σ’ αρκετά μελλοντικά ζητήματα τα οποία βγαίνουν αληθινά ένα-ένα.
– Μπορεί κάποιος να σώσει μόνος του τον κόσμο;
Όχι δεν μπορεί. Δυστυχώς, δεν μπορεί να σώσει ούτε τον εαυτό του. Κάποτε τα μαζικά κινήματα είχαν τη δυνατότητα να εντάσσουν τους ανθρώπους κάτω από ένα κοινό σύνθημα, ένα κοινό αίτημα και μια κοινή φιλοσοφία. Τα μαζικά κινήματα πέθαναν με την πτώση του Τείχους. Τώρα οι άνθρωποι περιχαρακώθηκαν στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους. Περνούν μια δύσκολη ζωή, είναι τρομοκρατημένοι και αποξενωμένοι και δε βλέπω να υπάρχουν πολλά περιθώρια…
– Ο κόσμος, επειδή αισθάνεται πιεσμένος, προτιμά τις κωμωδίες και τα ”εύπεπτα” προϊόντα;
Είναι μια μεγάλη παρτίδα κόσμου που προτιμά τα ”εύπεπτα”. Από την άλλη υπάρχει κι ένα κοινό το οποίο απολαμβάνει τις δημιουργίες της αντίπερα όχθης. Βέβαια, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι οι μέρες που ζούμε είναι ζοφερές και το κλίμα είναι βαρύ. Οφείλεις, λοιπόν ως δημιουργός να αφήνεις μια χαραμάδα φωτός για τον θεατή.
– Η βία μπορεί να καθαγιαστεί μόνο μέσα από επανάσταση;
Δε μιλάμε για βία μιλάμε για επανάσταση. Για βία στοχευμένη, η οποία φυσικά μπορεί να ονομαστεί ”τρομοκρατική”. Βέβαια δεν έχω δει κάποια ομάδα η οποία θα σπάσει βίλες στην Εκάλη, αλλά περιουσίες και σπίτια μεσοαστών και μικροαστών.
Γι’ αυτό δεν είμαι αισιόδοξος για το μέλλον μας. Καθώς οι κοινωνίες είναι πλέον υποδουλωμένες και δεν βλέπω ως τώρα ενδείξεις για την επανάστασή τους. Γιατί; Γιατί λείπουν οι ηγέτες. Έχουν καταφέρει μέσω των Media, να πλασάρουν έναν τρόπο ζωής αρκετά μακριά από τη φύση. Ο άνθρωπος θα έπρεπε να είναι υποδουλωμένος στη φύση, αλλά είναι στο κινητό του, στα αυτοκίνητα και στα ρούχα.
Αυτή η συλλογιστική είναι προϊόν παιδείας. Αν δεν μπορείς να δεις πουθενά γύρω σου το «μήνυμα», δεν θα μπορέσεις να το προβάλλεις μόνος σου.
– Θεωρείτε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια δικαιούνται να υιοθετήσουν παιδιά και αν , «ναι» είναι η Ελλάδα έτοιμη γι’ αυτό το βήμα;
Τα παιδιά αυτό που χρειάζονται είναι αγάπη και φροντίδα. Μέσα στο μυαλό μου δεν έχω καθόλου κοινότυπα πρότυπα οικογενείας. Πλέον τα περισσότερα ζευγάρια που παντρεύονται, χωρίζουν και υπάρχουν πολλά παιδιά που μεγαλώνουν υπό τέτοιες συνθήκες. Ένα παιδί μπορεί να μεγαλώσει εξίσου καλά μ’ έναν ή με δύο γονείς και μπορεί να μεγαλώσει μια χαρά και μ’ ένα ομόφυλο ζευγάρι. Ίσως, μάλιστα γίνει πιο κοινωνικό και πιο έξυπνο από ένα παιδί προερχόμενο από συμβατικό ζευγάρι. Ένα παιδί χρειάζεται αγάπη, φροντίδα και αντιμετώπιση σαν οντότητα.
Δυστυχώς, η ελληνική οικογένεια έχει κακοποιηθεί από την υποκρισία της εξουσίας, απ’ όπου κι αν έχει ασκηθεί. Ενώ ήταν μια κοινωνία μεσογειακή με όλην την ανοιχτόμυαλη στάση και την ανοχή της, τα τελευταία χρόνια δείχνει δείγματα συντηρητισμού. Δείτε αυτό που συμβαίνει με τις σημαίες και τα παιδιά των μεταναστών. Θα έπρεπε να είναι τιμή μας το να σηκώσει τη σημαία μας ένας αλλοδαπός. Πρέπει να σε τιμά αυτό το γεγονός. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Επειδή τα παιδιά των άλλων δεν τα πήγανε καλά στο σχολείο δε δέχονται να σηκώσει άλλος τη σημαία γι’ αυτό και υπάρχει υποκρισία…
Υπάρχουν συντηρητικές απόψεις ή συμπεριφορές που άσχετα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε έχουν μια συνέπεια. Εδώ, όμως, μιλάμε για υποκρισία. Η ίδια υποκρισία που έχει γεννήσει τη συμπεριφορά απέναντι στους αλλοδαπούς έχει γεννήσει παρόμοιες συμπεριφορές απέναντι και στους ομοφυλόφιλους.
– Θα γράφατε ποτέ ένα βιβλίο με τις σκέψεις σας;
Δεν έχω ταλέντο στο γράψιμο και δεν έχω ασχοληθεί ποτέ. Είναι άλλο πράγμα το να τοποθετείσαι μέσω των ιδεών που προκύπτουν κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης και άλλο μπροστά σε μια αμείλικτη λευκή κόλλα την οποία θα πρέπει να γεμίσεις. Δεν έχω την αίσθηση ό,τι λέω κάτι ιδιαίτερο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι δάσκαλοι όταν μιλούν. Εγώ προσπαθώ να σκέφτομαι, να στοχάζομαι, αλλά υπάρχουν μεγάλοι δάσκαλοι που καταπραΰνουν με το λόγο και τις πράξεις τους όλους εμάς.
– Γιατί ορισμένοι κριτικοί σχολιάζουν αρνητικά μια παράσταση και η άποψή τους δε συνάδει με τις απόψεις των θεατών;
Έχουν κάνει πολύ μεγάλη ζημιά στο θέατρο οι θεωρητικοί του θεάτρου. Το έχουν πει στο παρελθόν πολύ σημαντικοί άνθρωποι του χώρου, όπως ο Μινωτής για παράδειγμα. Εξακολουθούν , βεβαίως, να την κάνουν. Έχουμε βιώσει έναν πολιτισμικό εκπεσμό τα τελευταία χρόνια και είναι εμφανή και τα συμπτώματα που μάς έχουν ρίξει. Για παράδειγμα, για να πουλήσει το φύλλο μιας εφημερίδας, δε θα έπρεπε να εμπεριέχει και θεματογραφία πολιτισμού, ώστε να τα διαβάζει κάποιος και να αισθάνεται ότι έχει βάλει στο μυαλό του δύο – τρεις ωραίες ιδέες; Αντίθετα, άρχισαν οι εφημερίδες να επικαλούνται τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα, με αποτέλεσμα οι κριτικές του θεάτρου να φτάνουν σε σημείο να γίνονται ”κουτσομπολίστικα” άρθρα. Εν κατακλείδι, αντί να επικοινωνούν ωραίες ιδέες και πολιτισμό, επικοινωνούν συναισθήματα εμπάθειας και μίσους.
– Τόσο η τηλεόραση όσο και οι δημοσιογράφοι, συνήθως «κανιβαλίζουν» τον ηθοποιό, κάνοντας ασεβείς και επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις. Δεν έχω δει όμως ηθοποιούς να κάνουν ένα βήμα ώστε να το ”σπάσουν όλο αυτό το απόστημα». Ποιες είναι οι σκέψεις σας;
Είναι ένα τίμημα που καλείται να πληρώσει κανείς. Κι αν κάποιος είναι στα πρώτα του βήματα είναι λογικό να αισθάνεται κάπως ανασφαλής. Ωστόσο με τα χρόνια καλείται να πάρει κάποιες αποφάσεις, ώστε να πορευτεί αναλόγως.
Ευχαριστώ κύριε Ζαλμά. Το ραντεβού μας ανανεώνεται στην Αθήνα στην παράστασή σας.