Κάποιοι λένε πως ο Σόκρατες δεν ήταν απλά ένας από τους καλύτερους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές, αλλά ο καλύτερος όλων. Ναι, υπάρχουν αρκετοί που τον έχουν παρακολουθήσει και τολμούν να πουν πως η αξία του ξεπερνούσε ακόμα και αυτή του φημισμένου Πελέ.
Ο Σόκρατες έγραψε ιστορία στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο όχι μονάχα για τις υπέροχες ποδοσφαιρικές στιγμές που πρόσφερε σε αυτό. Οι απόψεις και οι πράξεις του ξέφυγαν από τον στενό τομέα του αθλητισμού, καθιστώντας τον ίσως την πιο ενδιαφέρουσα ποδοσφαιρική προσωπικότητα της Βραζιλίας.
Όταν ήταν νεαρός δεν είχε κάποιο ποδοσφαιρικό ίνδαλμα. Πρότυπά του ήταν ο Φιντέλ Κάστρο, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και ο Τζον Λένον. Έγραφε σε διάφορες εφημερίδες άρθρα, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο, αλλά και για την πολιτική και την οικονομία.
Σπούδασε ιατρική και όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο έλαβε την ειδικότητα του ορθοπεδικού. Ο «Δόκτορ Σόκρατες» γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο το 1973. Την επόμενη χρονιά, υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο με την Μποταφόγκο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα μεταγράφηκε στην Κορίνθιανς, η οποία ταίριαζε στις αριστερές του πεποιθήσεις. Στην Κορίνθιανς, οι ποδοσφαιριστές είχαν λόγο στα αγωνιστικά και διοικητικά ζητήματα, αφού εφαρμοζόταν η κορινθιακή Δημοκρατία, σε μία περίοδο που η Βραζιλία βρισκόταν υπό δικτατορία.
Στα πρώτα χρόνια του στην Κορίνθιανς, αρνιόταν πεισματικά να πανηγυρίσει με πάθος τα τέρματά του, σε σημείο που οι φίλοι της ομάδας έφτασαν να διαμαρτυρηθούν στον πρόεδρο του συλλόγου. Ο τελευταίος παρακάλεσε τον Σόκρατες να γίνει πιο επιδεικτικός και το αποτέλεσμα ήταν ορισμένοι πανηγυρισμοί-παρωδία, με τον Βραζιλιάνο να πέφτει στα γόνατα και να υψώνει τα χέρια στον ουρανό.
Το αντιδικτατορικό κίνημα “Corinthians Democracy”
Πέραν των τριών τίτλων που κατάκτησε με την Κορίνθιανς και την ανάδειξή του ως καλύτερος παίκτης της Λατινικής Αμερικής, ο Σόκρατες αποδείκνυε και γιατί όλοι στέκονται παράλληλα στην πορεία του εκτός αγωνιστικών χώρων. Πάλεψε για τα δικαιώματα των παικτών, κέρδισε αρκετά προνόμια για αυτούς, καθώς οι ποδοσφαιριστές απέκτησαν και φωνή στην πολιτική του συλλόγου, γεγονός που ερχόταν σε απόλυτη κόντρα με την ευρύτερη κοινωνική ζωή των Βραζιλιανών.
Μαζί με τους συμπαίκτες του στην Κορίνθιανς είχε ιδρύσει ένα αντιδικτατορικό κίνημα, το «Corinthians Democracy», με την ομάδα να αποφασίζει με ψήφο για κάθε που την αφορά. Το πότε θα προπονηθεί, το τι θα φάνε οι παίκτες και τι τακτικές θα ακολουθήσουν! Χρησιμοποιούσε μηνύματα υπέρ της δημοκρατίας σε μπλουζάκια και την χαρακτηριστική κορδέλα που φορούσε στο κεφάλι, πρωτοστατούσε στην δημιουργία πανό και το 1984 προσχώρησε στην οργάνωση Diretas Ja campaign η οποία απαιτούσε την δημοκρατική επιλογή του προέδρου στη χώρα.
Όλα αυτά φυσικά ενείχαν ρίσκο, σε μία εποχή όπου η χώρα κυβερνούταν από αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία δεν αντέχουν την κριτική. Αργότερα ο ίδιος δήλωνε ότι το να κατακτήσει το Πρωτάθλημα της Βραζιλίας φορώντας ένα μπλουζάκι που με την λέξη Δημοκρατία τυπωμένη πάνω του, ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά του.
«Το ποδόσφαιρο δεν αφορά μόνο το παιχνίδι. Πριν από όλα αυτά, το ποδόσφαιρο είναι μια ψυχολογική μάχη. Ο ανθρώπινος παράγοντας παίζει σημαντικό ρόλο», είχε δηλώσει. Η διάσημη κορδέλα του, άλλοτε έγραφε «Ελευθερία και Δικαιοσύνη» και άλλοτε «Οι άνθρωποι χρειάζονται δικαιοσύνη».
Πέραν της Κορίνθιανς, στην οποία έπαιξε από το 1978 μέχρι το `84, αγωνίστηκε στις Μποταφόγκο (1974-78), Φλαμένγκο (1986-87) και Σάντος, (1988-89). Για έναν χρόνο, έπαιξε και στην Φιορεντίνα, ενώ παρότι σταμάτησε την μπάλα το 1989, έπαιξε το 2004 για ένα ματς με την Εραστιεχνική Γκάρφοθ Τάουν! Αφού σταμάτησε το ποδόσφαιρο αποτέλεσε…αιρετικό αρθρογράφο σε εφημερίδες. Οι παιδικοί του ήρωες, Φιντέλ Κάστρο, Τσε Γκεβάρα και Τζον Λένον θα ήταν περήφανοι…
Η διαφορετικότητα στη Φιορεντίνα
Η μόνη φορά που βγήκε από την Βραζιλία ήταν το 1984-85, για να δοκιμάσει την τύχη του στην Ιταλία και την Φιορεντίνα. Eκεί όπου η χρονιά που πέρασε κρίθηκε αποτυχημένη όσον αφορά την αγωνιστική του προσφορά, αλλά η παρουσία του μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε. Κανείς άλλος παίκτης ο οποίος πέρασε για μόνο μία αγωνιστική περίοδο από τους Βιόλα δεν έμεινε για πάντα χαραγμένος στον τιφόζι της ομάδας. Το πρώτο του παιχνίδι συνδυάστηκε με την ήττα-αποκλεισμό από την Άντερλεχτ στην Ευρώπη, μετά την ντροπιαστική ήττα με 6-2, στην οποία ωστόσο σκόραρε με πέναλτι. Τελείωσε την χρονιά με έξι γκολ σε 25 παιχνίδια και όπως γράφουν οι Ιταλοί, μπορεί να περπατούσε μέσα στο γήπεδο, αλλά ήξερε πριν του έρθει η μπάλα τι θα την κάνει.
Έξω από τα γήπεδα, σπάνια κοιμόταν πριν την αυγή, με το προσωπικό στις παμπ, τα μπαρ και τα εστιατόρια να τον ξέρει… προσωπικά, ενώ συμμετείχε σε πολιτικές συζητήσεις, μιλούσε με όποιον του άνοιγε σχετικό θέμα. Μάλιστα, δεν είχε αρνηθεί και πρόσκληση σε σπίτι για συζήτηση για ποδόσφαιρο και πολιτική! Πάντα άλλωστε του έδιναν μεγαλύτερη ικανοποίηση οι πολιτικές συζητήσεις, παρά οι αθλητικές. «Ο τρόπος ζωής είναι τόσο σωστός και καλά οργανωμένος στην Ευρώπη. Δεν είναι σαν την Βραζιλία,όπου τα πράγματα γίνονται πιο αυθόρμητα. Έμεινε στην Φλωρεντία για έναν χρόνο και μερικές φορές δεν ήθελα να προπονούμαι, ήθελα να βγαίνω με φίλους, να διασκεδάζω ή να καπνίζω. Υπάρχουν περισσότερα στη ζωή παρά στο ποδόσφαιρο», δήλωσε το 2010.
Ο Σόκρατες μετά το ποδόσφαιρο
Η επόμενη μέρα βρήκε τον Σόκρατες ελεύθερο από τις συμβατικές υποχρεώσεις ενός ποδοσφαιριστή, με τη δυνατότητα να επιλέξει όποια ζωή επιθυμεί. Όχι πως τελούσε υπό περιορισμό μέχρι τότε. Βρήκε το χρόνο που έψαχνε για να κάνει διδακτορικό στη φιλοσοφία. Το πάθος γι’ αυτήν την επιστήμη εκφραζόταν από τη πλούσια βιβλιοθήκη του σπιτιού του, όπου εκτός από τα βιβλία του… συνονόματού του, τοποθέτησε σε περίοπτη θέση έργα του Πλάτωνα, του Νικολό Μακιαβέλι και του Τόμας Χομπς.
Μετά από μία σύντομη και αποτυχημένη πορεία ως προπονητής της Καμποφριένσε, άρχισε να ασκεί το… κανονικό επάγγελμά του, ήτοι την ιατρική. Ο δρ. Σόκρατες, έκανε πράξη το ποδοσφαιρικό παρατσούκλι του και έβγαζε τα προς το ζην με το πτυχίο του, στο Ριμπεϊράο Πρέτο.
Οι δημόσιες θέσεις του δεν αφορούσαν μόνο τον αθλητισμό, αλλά και την πολιτική και τα εθνικά θέματα. Μάλιστα είχε στήλη και στο εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό “Carta Capital”. Πάντοτε πολιτικός ακτιβιστής, συμμετείχε στις καμπάνιες περί ελεύθερων εκλογών για πρόεδρο, έδινε το “παρών” σε δημοσίους διαλόγους και κατά καιρούς επέκρινε τα κακώς κείμενα μιας νεοσύστατης δημοκρατίας. Δεν κατέβηκε ποτέ στον πολιτικό στίβο, παρά την παρότρυνση από τον… Μουαμάρ Γκαντάφι μετά τη συνάντηση που είχαν στη Λιβύη, απαντώντας του: “Είμαι ήδη πολιτικοποιημένος”.
Απέρριψε, επίσης, την ιδέα να γίνει πρέσβης του ποδοσφαίρου, όπως ο Πελέ, επειδή τον απωθούσε “η εμπορευματοποίηση και όλες αυτές οι αηδίες”. Επιθυμούσε διακαώς, όμως, να ανατρέψει το καθεστώς Ρικάρντο Τεϊσέιρα, του (αποδεδειγμένα) διεφθαρμένου προέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Βραζιλίας, που βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση από το 1989, αλλά δεν τα κατάφερε.
“Δεν μπορώ να κόψω το κάπνισμα. Θα πεθάνε από καρκίνο του πνεύμονα”
Ο Σόκρατες ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για 3 πρόσωπα: τον φιλειρηνιστή Τζον Λένον και τους επαναστάτες της Κούβας, Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ Κάστρο. Μάλιστα, ονόμασε το μικρότερο από τα 6 παιδιά του, ένα 3 ετών αγοράκι, Φιντέλ, από τον διαχρονικό ηγέτη της Κούβας. “Όταν το έκανα, η μητέρα μου είπε ‘είναι λίγο δυνατό όνομα για να το δώσει σε ένα παιδί’. Της απάντησα ‘μητέρα, κοίτα τι έκανες με μένα'”, είχε δηλώσει αστειευόμενος.
Υπήρξαν, όμως, 2 ακόμα πιο δυνατές αγάπες στην ζωή του, οι οποίες υπέταξαν κάθε λογική του γιατρού, κάθε κριτική ικανότητα του φιλοσόφου που είχαν δημιουργήσει τον Σόκρατες. Ήταν 2 ανθρώπινες αδυναμίες που έχουν επιβληθεί ακόμα και στους πιο σπουδαίους ανθρώπους, ο καπνός και το αλκοόλ. “Έχω προσπαθήσει να κόψω το κάπνισμα 50.000 φορές. Το προσπάθησα και σήμερα, αλλά αντιστάθηκα μέχρι τις 11 το πρωί. Είμαι αυτός που είμαι. Καπνίζω από τα 13 μου. Μόνο ένα φιλοσοφικό θέμα υπάρχει για εμένα. Γιατί να υποκριθώ ότι είμαι κάτι που δεν είμαι; Ναι καπνίζω. Θα πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα ή από εμφύσημα. Δεν μπορώ να το κόψω”, εξομολογήθηκε σε μία από τις συνεντεύξεις του, αποκαλύπτοντας πως κάπνιζε 2 πακέτα τσιγάρα την ημέρα, ακόμα και τον καιρό που αγωνιζόταν στο υψηλότερο επίπεδο.
Όσο για το ποτό, δεν του ήταν δύσκολο να παραδεχθεί πως ήταν αλκοολικός και το έδειχνε σε κάθε περίσταση. Σε μία συνάντηση σε μπαρ με τον κορυφαίο Αγγλόφωνο σχολιαστή του ποδοσφαίρου της Νότιας Αμερικής, Τιμ Βίκερι, το τέλος της βραδιάς βρήκε τον Άγγλο δημοσιογράφο να αποχωρεί υποβασταζόμενος από 2 ανθρώπους, τον δε Βραζιλιάνο να χαμογελά και να συνεχίζει να πίνει αμέριμνος. Το 2001 κατέπληξε την απεσταλμένη του BBC στη Βραζιλία, Κίρστι Λανγκ, με τις ποσότητες μπύρας που μπορούσε να καταναλώσει σε μία βραδιά.
Ο θάνατος τη μέρα της κατάκτησης του πρωταθλήματος από την Κορίνθιανς
Όταν άρχισαν να αναδύονται προβλήματα υγείας, η υπόθεση έπαψε να είναι αστεία. Ο οργανισμός του Σόκρατες είχε αποδυναμωθεί και μέσα σε 4 μήνες το 2011 μπήκε 3 φορές στην εντατική. Οι 2 πρώτες αφορούσαν στομαχική αιμορραγία εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ.
Ο 57χρονος Βραζιλιάνος βγήκε ζωντανός από αυτές τις μάχες και δήλωσε πως έχει σταματήσει να πίνει μετά τις 2 πολύ σοβαρές περιπέτειες, που τον καθήλωσαν για αρκετές μέρες στο νοσοκομείο και παραλίγο να μην του επιτρέψουν να δει την αγαπημένη του Κορίνθιανς για 6η φορά πρωταθλήτρια.
Η μοίρα, όμως, είχε ακόμα πιο τραγικά σχέδια. Τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου του 2011, μία Κυριακή όπου και πάλι η ομάδα του χρειαζόταν μία ισοπαλία για να πανηγυρίσει (η “τιμάο” χριζόταν και μαθηματικά πρωταθλήτρια Βραζιλίας με νίκη ή ισοπαλία), ο Σόκρατες διεκομίσθη εσπευσμένα στην εντατική του νοσοκομείου “Άλμπερτ Άινσταϊν”. Αιτία δεν ήταν η κατανάλωση αλκοόλ, αλλά το φαγητό. Και συγκεκριμένα, ένα φιλέτο στρογγανόφ, στο οποίο οφείλεται η τροφική δηλητηρίαση που υπέστη.
Ο εξουθενωμένος οργανισμός του δεν κατάφερε να ξεπεράσει ήπια την κρίση, με συνέπεια να βρεθεί ξανά στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με μηχανική υποστήριξη. Το σηπτικό σοκ αποδείχθηκε πολύ ισχυρό και οι συνάδελφοι του “γιατρού” ανακοίνωσαν τον θάνατό του τις πρωινές ώρες.
Λίγες ώρες πριν η Κορίνθιανς κατακτήσει, εν τέλει, τον τίτλο, στιγματισμένο από τα πιο ανάμικτα συναισθήματα που θα μπορούσαν να νιώσουν οι φίλοι της “τιμάο”, την ώρα που φώναζαν “obrigado” στον πιο σπουδαίο παίκτη που φόρεσε τη φανέλα της ομάδας τους.
Το ελληνικό όνομα
Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, με αγάπη για τα κλασσικά γράμματα. Την περίοδο που γεννήθηκε ο Σόκρατες, διάβαζε την Πολιτεία του Πλάτωνα και αποφάσισε να δώσει το όνομα του σπουδαίου Έλληνα φιλοσόφου στον μεγάλο γιο του.
Δύο από τα αδέλφια του φέρουν, επίσης, αρχαιοελληνικά ονόματα: Σωσθένης και Σοφοκλής, ενώ ο τέταρτος γιος ονομάστηκε Ραΐ, ο πρώην διεθνής Βραζιλιάνος μέσος της Παρί Σεν Ζερμέν.