Η Διεθνής Αμνηστία ερευνά τις αιτίες για τα βίαια επεισόδια που έχουν ωθήσει από τα τέλη Αυγούστου περισσότερα από 600.000 μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας των Ρόχίνγκια να καταφύγουν στο Μπανγκλαντές.
«Η βίαιη εκστρατεία εθνοκάθαρσης των δυνάμεων ασφαλείας που διεξάγεται τους τελευταίους τρεις μήνες δεν είναι παρά η πιο ακραία έκφανση αυτής της σκανδαλώδους πολιτικής», καταγγέλλει η Άνα Νάιστατ διευθύντρια ερευνών στη Διεθνή Αμνησία.
Σε λιγότερο από τρεις μήνες περισσότεροι από τους μισούς Ροχίνγκια που ζούσαν στην Πολιτεία Ραχίν στη δυτική Μιανμάρ έχουν φύγει για το Μπανγκλαντές για να γλιτώσουν από τις διώξεις του στρατού.
Η μουσουλμανική αυτή μειονότητα είναι «παγιδευμένη σε ένα σύστημα διακρίσεων το οποίο προστατεύεται από το κράτος, είναι θεσμοθετημένο και ισοδυναμεί με απαρτχάιντ», τονίζει η μη κυβερνητική οργάνωση στην έκθεσή της.
Έπειτα από δύο χρόνια ερευνών, η οργάνωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι αρχές περιορίζουν σχεδόν κάθε έκφανση της ζωής των Ροχίνγκια και τους αναγκάζουν να ζουν σε ένα γκέτο».
«Πρέπει να πολεμήσουν για να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και στην εκπαίδευση, σε κάποιες κοινότητες αυτό σημαίνει απλώς για να βγουν από τα χωριά τους. Η τρέχουσα κατάσταση συγκεντρώνει όλα τα κριτήρια που απαιτούνται για τον νομικό ορισμό του εγκλήματος του απαρτχάιντ», εξηγεί η Αμνηστία.
Οι Ροχίνγκια είναι η μεγαλύτερη κοινότητα απάτριδων στον κόσμο, αφού η βιρμανική υπηκοότητα τους αφαιρέθηκε το 1982 από το στρατιωτικό καθεστώς.
Είναι απομονωμένοι από τον εξωτερικό κόσμο και η καταστολή εναντίον τους έχει κορυφωθεί από το 2012 και μετά, μια χρονιά κατά την οποία οι διαδογματικές συγκρούσεις είχαν προκαλέσει τον θάνατο περισσότερων από 200 ανθρώπων, κυρίως μουσουλμάνων.
Το δικαίωμα των Ροχίνγκια να κυκλοφορούν ελεύθερα είναι επίσης περιορισμένο. Σύμφωνα με τον νόμο, «οι αλλοδαποί» και «τα μέλη της εθνότητας των Μπενγκάλι», ένας υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται στη Μιανμάρ για τους Ροχίνγκια, χρειάζονται ειδικές άδειες για να μπορούν να μεταβαίνουν από τη μία πόλη στην άλλη.
Από το 2012 σε τεράστιες περιοχές της Πολιτείας Ραχίν τα παιδιά των Ροχίνγκια δεν έχουν το δικαίωμα να φοιτήσουν στα δημόσια σχολεία τα οποία μέχρι τότε ήταν μικτά και οι δημόσιοι εκπαιδευτικοί αρνούνται συχνά να διδάξουν στις περιοχές που ζουν μουσουλμάνοι.
Η πρόσβαση στα νοσοκομεία είναι επίσης περιορισμένη για τους Ροχίνγκια, σχεδόν αδύνατη. Σύμφωνα με τη ΜΚΟ, πρέπει να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια για «να σπάσει ο φαύλος κύκλος των πληγμάτων εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και να «μπορέσουν να επιστρέψουν οι πρόσφυγες Ροχίνγκια».