Τα κόμματα που μετέχουν στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία φαίνεται ότι έφτασαν σε αδιέξοδο στις συνομιλίες σε ό,τι αφορά την πολιτική που θα ακολουθήσουν στο μεταναστευτικό, καθώς η διορία που είχαν θέσει για να συμφωνήσουν στο κυβερνητικό πρόγραμμα πέρασε χωρίς να γίνει καμία ανακοίνωση.
Η διορία έληξε στις 19.00 (ώρα Ελλάδας) και οι συνομιλίες φαίνεται ότι συνεχίζονται ακόμη.
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου τα τρία κόμματα, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και οι Πράσινοι, αναγκάστηκαν να επιδιώξουν τον σχηματισμό του λεγόμενου συνασπισμού "Τζαμάικα", που δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ στο παρελθόν σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Μια αποτυχία τους να θα μπορούσε να πυροδοτήσει τη χειρότερη πολιτική κρίση στη Γερμανία εδώ και δεκαετίες, δεδομένου ότι οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) έχουν ήδη διαμηνύσει ότι δεν προτίθενται να στηρίξουν την κυβέρνηση αλλά θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση. Οι άλλες επιλογές θα ήταν η προκήρυξη νέων εκλογών ή ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας.
"Το FDP αναμένει τώρα τους Πράσινους και τους συντηρητικούς για να διαπιστώσει πόσο μακριά είναι έτοιμοι να πάνε και αν θα μπορούμε να κοιτάμε οι μεν τους δε στα μάτια" είπε η γενική γραμματέας του κόμματος Νίκολα Μπέερ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι τώρα είναι η σειρά των άλλων κομμάτων να κάνουν παραχωρήσεις.
Ενώ το FDP εξακολουθεί να ζητά μειώσεις φόρων, φαίνεται ότι το πιο ακανθώδες ζήτημα αφορά τη μετανάστευση, αφού οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU), το αδελφό κόμμα του CSU, επιμένει να τεθεί όριο στις νέες αφίξεις, στις 200.000 ετησίως. Από την άλλη, οι Πράσινοι διαφωνούν με το μέτρο αυτό και ταυτόχρονα θέλουν να διατηρηθεί ο κανόνας που επιτρέπει σε όλους εξασφαλίζουν άσυλο στη Γερμανία να φέρνουν στη χώρα και την οικογένειά τους.
Η αποτυχία να επιτευχθεί συμφωνία θα μπορούσε να οδηγήσει στη διεξαγωγή νέων εκλογών, κάτι που τα κόμματα θέλουν οπωσδήποτε να αποφύγουν καθώς φοβούνται ότι θα είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των ποσοστών της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), η οποία εισήλθε στο κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο.