Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννιέται στη Μόσχα στις 11 Νοεμβρίου 1821. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Αντρέεβιτς, ένας συνταξιούχος στρατιωτικός χειρούργος, γιος κληρικού, που όμως δεν ακολούθησε βάσει παράδοσης το επάγγελμα του πατέρα του. Αν και μη αριστοκράτης, κατάφερε να ανελιχθεί στα αριστοκρατικά στρώματα και να εξασφαλίσει στον γιο του μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Μητέρα του μικρού Φιοντόρ ήταν η Μαρία Φιοντόροβα Νετσιάνοβα μια ευγενική και ταπεινή προσωπικότητα, στοργική και ευαίσθητη μητέρα, λάτρης της λογοτεχνίας και της τέχνης, που εμφύσησε στον μικρό Ντοστογιέφσκι την αγάπη της για την λογοτεχνία και δη για τον εθνικό ποιητή της Ρωσίας Αλεξάνταρ Πούσκιν.
Το πατρικό πρότυπο όμως, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το μητρικό. Ο πατέρας του Ντοστογιέφσκι ήταν αλκοολικός και συχνά είχε βίαια ξεσπάσματα με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να έρθει ποτέ κοντά στον γιο του. Το μόνο που έκανε ήταν να εξασφαλίσει στην οικογένειά του το ευ ζην αγοράζοντας μια καλλιεργήσιμη έκταση που απέφερε ικανοποιητικά έσοδα.
Από την άλλη μεριά, η μητέρα του Μαρία ενσάρκωνε το κλασικό πρότυπο μητέρας, αποτελώντας αργότερα την πρωταγωνίστρια σε πολλά αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι καλλιεργώντας μια σχέση βαθιάς αγάπης και στοργής με τον γιο της. Στήριγμα του μετέπειτα εφήβου Ντοστογιέφσκι ήταν ο αδελφός του Μιχαήλ.
Ο πατέρας του όσο περνούν τα χρόνια συνεχίζει να πίνει και να φέρεται βίαια, ακόμα και στους υπηκόους της φάρμας του, γεγονός που θα οδηγήσει στον θάνατό του -περί το 1838- από τους ίδιους τους υπηκόους του, με το Ντοστογιέφσκι να είναι πλέον δέκα ετών. Ωστόσο, το μεγαλύτερο, ουσιαστικότερο και βαθύτερο πλήγμα για εκείνον θα έρθει νωρίτερα, στην ηλικία των δεκαέξι ετών, όταν η πολυαγαπημένη μητέρα του, Μαρία, θα πεθάνει από φυματίωση (1837) και την ίδια χρονιά θα «φύγει» και ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας – λογοτεχνικό πρότυπο του Φιοντόρ – Αλεξάνταρ Πούσκιν. Έτσι, προκειμένου ο έφηβος πια Ντοστογιέφσκι να αντιμετωπίσει ήρεμα και ομαλά το πλήγμα που δέχθηκε, ο αδερφός του Μιχαήλ θα τον οδηγήσει σε οικοτροφείο. Εκεί θα έχει την κατάλληλη φροντίδα και τα χρόνια μέχρι την ενηλικίωση θα είναι πολύ καλύτερα.
Τα χρόνια της ωριμότητας
Πέντε χρόνια αργότερα (1843) ο Ντοστογιέφσκι θα καταφέρει να αποφοιτήσει από την κρατική Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών της Αγίας Πετρούπολης με μέτριο βαθμό και βαθιά απογοητευμένος από το επίπεδο μόρφωσης που έλαβε, αποφασίζοντας να μην ασκήσει ποτέ το επάγγελμα που σπούδασε στρεφόμενος αποκλειστικά στη λογοτεχνία.
Πριν αρχίσει τη συγγραφή και προκειμένου να βιοποριστεί θα διοριστεί σε ένα γραφείο που δεν του ταιριάζει, τον φυλακίζει και του εξασφαλίζει έναν πενιχρό μισθό. Αποφασίζει να αποχωρήσει, αρνείται μια νέα θέση γραφείου και θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της λογοτεχνίας.
Η πρώτη του δουλειά θα είναι μια μετάφραση του έργου «Ευγενία Γκραντέ» του Ονόρε ντε Μπαλζάκ ενώ το πρώτο δικό του λογοτεχνικό έργο θα είναι «ο Φτωχόκοσμος» (1846) κερδίζοντας τον έπαινο του γνωστού κριτικού της λογοτεχνίας Βισσαρίων Μπελίνσκι. Όμως, παρά τις δυο δουλειές του, ο Ντοστογιέφσκι ζει σε συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης. Το πάθος του για τον τζόγο έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του και τον κατατρώει. Τα χρήματα που εξασφαλίζει είναι λιγοστά για την επιβίωσή του αλλά και την ικανοποίηση του πάθους του.
Ο Ντοστογιέφσκι στο απόσπασμα
Στις 23 Απριλίου του 1849 συλλαμβάνεται για συμμετοχή στον «κύκλο Πετρασέβσκι» με κύρια κατηγορία την προσπάθεια ανατροπής του Τσάρου Νικολάου Α΄. Ο Τσάρος Νικόλαος Α’ φοβόταν ότι ο φιλελεύθερος άνεμος που σάρωνε τις μοναρχίες της Ευρώπης γρήγορα θα πέρναγε και τα σύνορα της επικράτειάς του και βάλθηκε να διαλύσει τις ομάδες διανοουμένων, που πίστευε ότι υπονόμευαν την εξουσία του.
Ο μοσχοβίτης λογοτέχνης κατηγορήθηκε ότι έγραφε πολιτικά και όχι λογοτεχνικά κείμενα εναντίον του Τσάρου και ότι διέθετε δικό του πιεστήριο παρανόμως. Αν και δήλωσε αθώος, η ομιλία του δεν έπεισε τους δικαστές.
Στις 16 Νοεμβρίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι και οι σύντροφοί του δικάστηκαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Ακολούθησε ένας πόλεμος νεύρων με εικονικές εκτελέσεις και ατέλειωτες ώρες παραμονής στην παγωμένη ύπαιθρο, σε αναμονή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Την τελευταία στιγμή επεμβαίνει ο Τσάρος Νικόλαος Α΄ και μεγαλόψυχα μετατρέπει την ποινή σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας.
Οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης λύγισαν τον Ντοστογιέφσκι, παρότι ήταν μαθημένος στη σκληρή στρατιωτική ζωή. Έγραφε στον αδελφό του:
“Το καλοκαίρι ανυπόφορη κλεισούρα, το χειμώνα αβάσταχτο κρύο. Η βρωμιά στο πάτωμα, μία ίντσα πάχος. Θα μπορούσε κάποιος να γλιστρήσει και να πέσει… Είμαστε παστωμένοι σαν τις ρέγγες στο βαρέλι. Από την αυγή έως το σούρουπο ζούμε σαν τα γουρούνια. Ψύλλοι, ψείρες, και κατσαρίδες με το τσουβάλι”.
Οι δεσμοφύλακες τον λοιδορούν, τον βασανίζουν, του δίνουν να διαβάσει μόνο την Καινή Διαθήκη ενώ η χρόνια επιληψία από την οποία έπασχε θα επιδεινωθεί. Καταφέρνει να αποφυλακισθεί το 1854 και οδεύει στα σύνορα Σιβηρίας – Κίνας για να εκτελέσει το δεύτερο μέρος της ποινής του με τη μορφή στρατιωτικής θητείας.
Εκεί γνωρίζει την Μαρία Ντμιτρίεβα Ισάεφ, την οποία, αν και παντρεμένη, την ερωτεύεται. Όταν πεθαίνει ο σύζυγό της, η Ντμιτρίεβα παντρεύεται το Ντοστογιέφσκι (1857). Οι εμπειρίες που βιώνει ο ρώσος λογοτέχνης είναι πρωτόγνωρες, απερίγραπτες και σκληρές. Αποφασίζει να τις καταγράψει σε ένα βιβλίο που θα εκδώσει το 1862, «Το Σπίτι των Νεκρών».
Οι βαναυσότητες που θα βιώσει εκεί θα επιφέρουν ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης του αλλάζοντας τις μέχρι πρότινος πάγιες θρησκευτικές και πολιτικές του θέσεις. Ο Ντοστογιέφσκι πλέον γίνεται θρησκευόμενος, συντηρητικός, αναθεωρεί τις απόψεις και τη στάση του πάνω σε πολλά ευρωπαϊκά φιλοσοφικά ρεύματα και γίνεται λάτρης της ρωσικής υπαίθρου, τις αξίες της οποίας θα καταγράψει αργότερα.
Η παγκόσμια αναγνώριση και η επιρροή που άσκησε
Η φήμη και η αναγνώριση του Ντοστογιέφσκι κατάφεραν να ξεπεράσουν τα σύνορα της Ρωσίας και να γίνουν οικουμενικές. Προσωπικότητες όπως ο Άλμπερ Καμύ, ο Νίτσε, ο Αϊνστάιν, ο Τολστόι, ο Χέμινγουεϊ, ο Τόμας Μανν, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τζέιμς Τζόις επηρεάστηκαν βαθιά από το έργο του, άντλησαν ουκ ολίγες πληροφορίες από τα έργα του, και παραδέχτηκαν τον μοσχοβίτη λογοτέχνη ως έναν εκ των κορυφαίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Συγκεκριμένα, λέγεται, πως ο Τολστόι, όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Ντοστογιέφσκι βυθίστηκε στην κατάθλιψη ενώ την στιγμή που βρέθηκε νεκρός στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αστράποβο κρατούσε ένα αντίτυπο των «Αδερφών Καραμαζώφ». Ο Καμύ τον χαρακτήρισε ως «Ο σπουδαιότερος προφήτης του 20ου αιώνα» και ο Νίτσε δήλωσε, ότι είναι «ο μοναδικός ψυχολόγος από τον οποίο είχα να μάθω».
Ακόμα και ο Φρόιντ, παρόλο που έγραψε ένα επικριτικό άρθρο με τίτλο «ο Ντοστογιέφσκι και η Πατροκτονία» κατατάσσει το αριστούργημα οι «Αδερφοί Καραμαζώφ» στα τρία κορυφαία όλων των εποχών, ενώ, τέλος, ο Αϊνστάιν παραδέχτηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι «Ο Ντοστογιέφσκι μού προσφέρει πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε επιστήμονα».
Πέθανε σε ηλικία 60 ετών και στην κηδεία του θα παρευρεθούν πάνω από 40.000 άνθρωποι για να τον αποχαιρετήσουν. Ο τάφος του βρίσκεται στο Μοναστήρι Αλεγάντερ Νέφσκι στην Αγία Πετρούπολη.