Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο χαρακτηρίζει τον στόχο για πλεονάσματα 3,5% πολύ απαιτητικό.
Στην έκθεσή του το Δημοσιονομικό Συμβούλιο καταγράφει τις θετικές επιδόσεις στην οικονομία ωστόσο εκτιμά ότι η ανάπτυξη 1,8% που προβλέπει για φέτος ο προϋπολογισμός είναι αφενός μεν αισιόδοξη αφετέρου δε επιτεύξιμη υπό προϋποθέσεις.
Αναλυτικά, ως προς τις μακροοικονομικές προβλέψεις το Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί ότι η πορεία της οικονομίας το Α’ εξάμηνο του 2017 επιτρέπει δυο αντίρροπα συμπεράσματα.
Από την μια πλευρά, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,6% εδραιώνοντας την μετάβασητης χώρας σε αναπτυξιακή πορεία το2017.
Από την άλλη πλευρά για να επαληθευθεί το σενάριο του προσχεδίου του 2017 για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% προϋποθέτει έναν δύσκολα επιτεύξιμο υψηλό μέσο όρο μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 3ο και 4ο τρίμηνο του έτους ίσο με 3,1%(σε σχέση με το προηγούμενο έτος).
Ο βασικός κίνδυνος για την ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι η ενδεχόμενη παράταση ενός καθεστώτος οιονεί στασιμότητας, με παρατεταμένη περίοδο χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης, τονίζει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Ενα τέτοιο ενδεχόμενο, σημειώνει, θα υπονομεύει διαρκώς την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, λόγω της μη αποκλιμάκωσης ή και διεύρυνσης ακόμα του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.
Επιπλέον, θα παρεμποδίζει την έγκαιρη και αποτελεσματική εκμετάλλευση της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας (υψηλά παραγωγικά κενά) προς ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Στο απευκταίο αυτό σενάριο, η συνεπαγόμενη απαξίωση της παραγωγικής δυναμικότητας, συνοδευόμενη από την παρατηρούμενη διαρροή νεανικού εργατικού δυναμικού με αυξημένα προσόντα (brain drain) των τελευταίων ετών και τη σταθερή γήρανση του πληθυσμού, υπονομεύουν τη μακροχρόνια μεγέθυνση της οικονομίας και πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους για τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Η έκθεση χαρακτηρίζει αξιόλογες τις δημοσιονομικές επιδόσεις με τον προϋπολογισμό να εκτελείται κατά κανόνα εντός των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 (ΜΠΔΣ).
Οι καλές δημοσιονομικές επιδόσεις μπορούν να αποδοθούν:
α) στην αύξηση, έστω και συγκρατημένη, των εισοδημάτων λόγω της μείωσης της ανεργίας,
β) στην ήπια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+0,8% στο Α’ εξάμηνο του 2017)
γ) σε δημοσιονομικά μέτρα που απέδωσαν εντός του 2017, δ) στην εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, ε) στην αύξηση των εισπράξεων παλαιού και νέου ληξιπρόθεσμου χρέους και στ) στην περαιτέρω επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Ωστόσο η συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών σε συνδυασμό με την υστέρηση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ, απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση και επιτήρηση διότι στοιχειοθετεί σοβαρή ένδειξη φορολογικής κόπωσης.
Ειδικά για το 2017, η κάμψη σε ταμειακή βάση των καθαρών εσόδων του ΚΠ προέρχεται από τρεις λόγους: α) τις μειωμένες εισπράξεις από φόρους εισοδήματος, κυρίως από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (ΦΠ), β) τις μειωμένες εισπράξεις από τον φόρο περιουσίας και γ) τις αυξημένες επιστροφές φόρων.
Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση και τη διεύρυνση των δημοσιονομικών επιδόσεων αποτελεί η επαναφορά της οικονομίας σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά, τονίζει. Με βάση τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία και συνεκτιμώντας τις πρόσφατες προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, ο δημοσιονομικός στόχος για το έτος 2017 (πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ) είναι εφικτός και είναι πολύ πιθανή η υπέρβασή του, σημειώνει.