Στις 23 Ιουνίου 2006, αμέσως μετά το τέλος της πορείας της Εθνικής Σουηδίας στο EURO της Γαλλίας, ο Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς ανακοίνωσε σε όλο τον κόσμο πως η πορεία του στην Εθνική ομάδα τελειώνει. Και το ανακοίνωνε με τον τρόπο που μόνο εκείνος θα μπορούσε.
“Εγώ είμαι η Σουηδία”, είχε γράψει ο… Θεούλης! Ένα “αντίο” που έμεινε στην ιστορία, όπως έχουν μείνει πολλά απ’ όσα έχει κάνει – και πολύ περισσότερο, έχει πει – ο Ζλάταν. Περίπου 1,5 χρόνο μετά από το “Εγώ είμαι η Σουηδία”, η Εθνική ομάδα της Σουηδίας απέδειξε πως ο Ζλάταν αυτή τη φορά δεν είχε δίκιο: η Σουηδία είναι πολλά περισσότερα απ’ τον Ζλάταν. Και η “ζωή μετά τον Ζλάταν” έφερε την Εθνική ομάδα στο Μουντιάλ της Ρωσίας.
Δεν ήταν εύκολο να διαχειριστούν το “αντίο” του Ζλάταν. Έπρεπε να βρουν τρόπους να τον αναπληρώσουν. Να τον… ξεχάσουν. Να μάθουν να ζουν χωρίς αυτόν. Ο πρώτος ήταν ο απλός. Ο εύκολος: να γίνουν πάλι όλοι… ένα. Μια ομάδα. Χωρίς το “εγώ” του Ιμπραϊμοβιτς, η Σουηδία θα μπορούσε να έχει ισορροπημένα αποδυτήρια. Κανείς πάνω από κανέναν.
Διότι μέχρι τότε, ο Ζλάταν ήταν πάνω απ’ όλους. Πάνω από συμπαίκτες, από προπονητές, από την ομοσπονδία. Ήταν “ο ένας”. Ο μοναδικός. Ο… εκλεκτός. Αυτός που δεν τον άγγιζε κανείς. Όποτε ήθελε θα έπαιζε, όποτε δεν είχε όρεξη δεν θα έπαιζε. Εκείνος αποφάσιζε.
Η Σουηδία “βάφτισε” αντί – Ζλάταν τον Μάρκους Μπεργκ. Αλλά μονάχα όσον αφορά τη θέση του μέσα στο γήπεδο. Την κορυφή της επίθεσης δηλαδή. Ο πρώην επιθετικός του Παναθηναϊκού θα αναλάμβανε τον ρόλο του ηγέτη και μαζί με τους συμπαίκτες του κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μία τεράστια πρόκληση: να προκριθούν στο Μουντιάλ της Ρωσίας.
Ο όμιλος δεν ήταν εύκολος. Γαλλία και Ολλανδία βρίσκονταν μαζί με τους Σουηδούς στο 1ο γκρουπ. Θα έπρεπε να αφήσουν έξω ένα από τα δύο μεγαθήρια για να είναι – τουλάχιστον – στα μπαράζ. Ο προπονητής, Γιάνε Άντερσον, ήταν ξεκάθαρος από την αρχή: “Θα παίξουμε 4-4-2”. Το στυλ παιχνιδιού θα ήταν επιθετικό.
Μπεργκ και Τοϊβόνεν συνέθεσαν το – αν μη τι άλλο ποιοτικό – επιθετικό δίδυμο. Ο Λάρσον θα ήταν ο ιθύνων νους. Γκράνκβιστ και Λίντελοφ οι δύο “βράχοι” της άμυνας και ο Όλσεν ο “κέρβερος” της εστίας. Όλα τα υπόλοιπα μπορεί να άλλαζαν από αγώνα σε αγώνα. Άλλωστε, ποιότητα στη Σουηδία υπάρχει. Και ζωή. Και μετά τον Ζλάταν.
Οι Σουηδοί ήταν εκπληκτικοί στον όμιλο. Έμειναν αήττητο στην έδρα τους, ανάγκασαν τη Γαλλία στη μοναδική της ήττα, άφησαν τρίτους και εκτός Μουντιάλ τους Ολλανδούς. Ήταν η πρώτη… βόμβα που έριξαν. Σε δέκα ματς μάζεψαν 19 βαθμούς και φυσικά πήγαν στα μπαράζ ως μία από τις οχτώ καλύτερες δεύτερες ομάδες.
Είχαν την καλύτερη επίθεση στον όμιλο, με 26 γκολ, την ώρα που οι πρωτοπόροι Γάλλοι σημείωσαν 18. Έκλεισαν με συντελεστή γκολ +17, κάτι που τους έδωσε και τη δεύτερη θέση, αφού οι ισόβαθμοι Ολλανδοί είχαν +9.
Ναι, χωρίς τον Ζλάταν το ποδόσφαιρο της Σουηδίας έγινε πιο ελκυστικό, περισσότερο αποτελεσματικό. Δεν είναι ιεροσυλία. Είναι η πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι Σουηδοί δεν τρόμαξαν στο άκουσμα της Ιταλίας. Θα έπαιζαν με τον δικό τους τρόπο. Με αυτό που έμαθαν να κάνουν τον τελευταίο 1,5 χρόνο. Και μ’ αυτόν αντιμετώπισαν τους Ιταλούς.
12 χρόνια μετά το Μουντιάλ της Γερμανίας, όπου – τι σύμπτωση – το κατέκτησε η Ιταλία, η Σουηδία επιστρέφει και πάλι σε Παγκόσμιο Κύπελλο, αφήνοντας εκτός τους Ιταλούς. Επιστρέφει γιατί πίστεψε πως μπορεί να πετύχει και χωρίς τον Ζλάταν. Επιστρέφει γιατί πίστεψε στην έννοια ομάδα. Επιστρέφει γιατί διαχειρίστηκε άψογα την μεγαλύτερη απώλεια που θα μπορούσε να έχει.
Επιστρέφει αποδεικνύοντας πως το “Εγώ είμαι η Σουηδία” που ξεστόμισε εκείνο το απόγευμα της 23ης Ιουνίου του 2016 ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς ήταν απλά μια ακόμα δήλωση… μεγαλομανείας του Ζλάταν και τίποτα περισσότερο.