Πολιτισμός

“Πέρασαν τόσα χρόνια πέρασε ο καιρός” – Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Κώστας Καρυωτάκης

Το pagenews.gr γράφει για τον μεγάλο ποιητή, Κώστα Καρυτάκη, που γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 και έφυγε από τη ζωή 32 χρόνια αργότερα, αρπάζοντας ένα περίστροφο και γράφοντας μόνος του το τέλος.

Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους,που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση, ο Κώστας Καρυωτάκης επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.

Ο ποιητής του μεσοπολέμου Κ. Γ. Καρυωτάκης ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα ποιητών, τη γενιά του 1920. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης αναδείχθηκε ως ο ιδανικός εκπρόσωπος αυτής της γενιάς. Η ποίηση του δεν είναι παραδοσιακή, αντιθέτως είναι πρωτοποριακή. Ανανέωσε τον ποιητικό λόγο και διαμόρφωσε τις κατάλληλες συνθήκες για την ποιητική γενιά του 1930 και την ανάπτυξη του μοντερνισμού στη νεοελληνική ποίηση.

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Όπως αναφέρει το sansimera, έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

Ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1917. Επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, αλλά η έλλειψη πελατείας τον ανάγκασε να εργαστεί ως δημόσιος υπάλληλος, παρόλο που απεχθανόταν τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και την γραφειοκρατία της εποχής. Διορίστηκε, λοιπόν, ως υπουργικός γραμματέας Α’ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης.

Το 1919 συνεργάστηκε με το περιοδικό Νουμάς. Παράλληλα, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ωστόσο, οι κριτικές που απέσπασε δεν θα ήταν ιδιαιτέρως καλές. Τον ίδιο χρόνο με τον φίλο του Άγη Λεβέντη εξέδωσε το τολμηρό σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα. Κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη, καθώς λόγω του συντηρητισμού της εποχής απαγορεύθηκε η έκδοση του. Μετά την οριστική απαλλαγή του από το στρατό, τοποθετήθηκε στη Νομαρχία Σύρου κι έπειτα για μερικούς μήνες στην Άρτα. Στη συνέχεια υπηρέτησε στη Νομαρχία Αττικής.

Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί.

Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες». Στη συλλογή διαφαίνεται η ποιητική του ωριμότητα και πραγματοποιείται η μετάβαση του ποιητή από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Προβάλλονται τα πολλαπλά αδιέξοδα του ποιητή και ταυτόχρονα της ποίησης.

Η σχέση του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Κ. Γ. Καρυωτάκης συνδέθηκε στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει ήδη τις πρώτες δύο ποιητικές του συλλογές. Η Πολυδούρη ήταν μια χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε μια προκλητική ζωή για την εποχή.

Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα. Όμως, ο δεσμός τους διακόπηκε πρόωρα λόγω της ασθένειας του ποιητή. Η Μαρία Πολυδούρη του πρότεινε να παντρευτούν, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά, αλλά αυτός αρνήθηκε. Αυτή αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα για να χωρίσουν. Έπειτα, αρραβωνιάστηκε τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου στις αρχές του 1925.

Η Μαρία Πολυδούρη βρήκε και αυτή τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Το 1926, διαλύοντας τον αρραβώνα της, πήγε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Κ. Γ. Καρυωτάκης, πριν αναχωρήσει για τον τελευταίο σταθμό της ζωής του, την Πρέβεζα.

Η αυτοκτονία και το γράμμα που βρήκαν οι αστυνομικοί στην τσέπη του

Το Φεβρουάριο του 1928 αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Αισθανόταν απόγνωση για τη ζωή της μικρής πόλης και έστελνε απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης που κυριαρχούσαν στην τοπική κοινωνία. Η Πρέβεζα θα είναι ο τελευταίος σταθμός του.

Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:

“Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

 

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου”.

Οι συνθήκες της αυτοκτονίας του και κυρίως τα αίτια της παραμείνουν ένα μυστήριο. Τα αίτια προβληματίζουν ακόμη τη φιλολογική έρευνα. Η οικογένεια του Κ. Γ. Καρυωτάκη κατέχει σημαντικό ρόλο στην απόκρυψη στοιχείων της αυτοκτονίας αλλά και της ζωής του ποιητή. Η αναγγελία του θανάτου του δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες αρκετές μέρες μετά το θάνατο του. Όλες οι εφημερίδες της εποχής ανήγγειλαν την αυτοκτονία αποδίδοντας την στον υπουργό Υγιεινής και Πρόνοιας Μιχαήλ Κύρκο. Ο Μιχαήλ Κύρκος είχε υπογράψει την άδικη μετάθεση του ποιητή στην Πρέβεζα, η οποία σύμφωνα με την οικογένεια είχε οδηγήσει τον ποιητή στη μελαγχολία. Το προσωπικό αρχείο του ποιητή εξαφανίστηκε και ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος βρέθηκε λειψός.

Παράλληλα, ο βιογράφος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, στον οποίο ανέθεσε η οικογένεια την επιμέλεια των Απάντων, μεταφέρει επιλεκτικές πληροφορίες και διαστρεβλώνει την προσωπικότητα του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Τον παρουσιάζει εγωκεντρικό, μισάνθρωπο, μελαγχολικό, καταθλιπτικό, δηλαδή ως κλασική περίπτωση ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας. Ο αμφιλεγόμενος βιογράφος του αποσιωπά σημαντικά γεγονότα της ζωής και της δράσης του ποιητή, όπως τη νόσο της σύφιλης, τη συνδικαλιστική δραστηριότητα και τη συμμετοχή στις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων. Όλα αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι επιχειρήθηκε από την οικογένεια του μια συστηματική συγκάλυψη στοιχείων. H οπτική του Χαρίλαου Σακελλαριάδη επέβαλε για πολλά χρόνια ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης της ποίησης Καρυωτάκη, δημιουργώντας την εικόνα του πεισιθάνατου ποιητή.

Η σύγχρονη έρευνα για την αυτοκτονία του

Σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα ο Κ. Γ. Καρυωτάκης δεν αυτοκτόνησε από κατάθλιψη, ούτε εξαιτίας της μετάθεσής του στην Πρέβεζα, παρόλο που και οι δύο αυτοί λόγοι οπωσδήποτε επηρέασαν σοβαρά την ψυχική του διάθεση.

Τα σύγχρονα δεδομένα φανερώνουν ότι σημαντικό ρόλο στο τέλος της ζωής του κατείχε η νόσος του ποιητή. Γνώριζε ότι έπασχε από το αφροδίσιο νόσημα της σύφιλης ήδη από το 1922, γεγονός που του δημιούργησε ένα έντονο αίσθημα αποξένωσης. Η ασθένεια πέρα από την απειλή της υγείας του και το στιγματισμό του ερωτισμού του, απειλούσε και την υπόληψή του, καθώς η σύφιλη ήταν ένα κοινωνικά στιγματισμένο νόσημα. Ο ποιητής αναφέρει για τη νόσο στο ποίημα του Τραγούδι παραφροσύνης, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ωχρά Σπειροχαίτη, δηλαδή το όνομα του βακτηρίου που προκαλεί τη σύφιλη. Στην τελευταία στροφή του ποιήματος γράφει:

[… Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη, στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν, γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν. ] Ωχρά σπειροχαίτη, Ελεγεία και Σάτιρες, 1927

Ο Γ. Π. Σαββίδης, μελετητής που θεμελίωσε την παράδοση της καρυωτακικής έρευνας, διατυπώνει ένα ακόμη στοιχείο που πιθανότατα οδήγησε τον ποιητή στο συναισθηματικό αδιέξοδο. Ο ποιητής είχε πέσει θύμα εκβιασμού, για τον οποίο όμως δεν έχουμε σαφή αντίληψη. Ο Γ. Π. Σαββίδης θεωρεί ότι πρόκειται για συκοφαντίες σχετικά με ναρκωτικές ουσίες ή κοινές γυναίκες. Οι διώκτες του επιδίωκαν να τον εξοντώσουν ηθικά, ώστε να μηδενίσουν τη συνδικαλιστική του δράση.

Συνεπώς, οι αλλεπάλληλες άδικες μεταθέσεις, η επαρχιακή ανία, η ασθένεια της σύφιλης και οι πολιτικές διώξεις και κατηγορίες βάρυναν αναμφίβολα την ψυχολογική του κατάσταση οδηγώντας τον στην αυτοκτονία. Με την αυτοκτονία του η φήμη του εκτινάχθηκε και στην ποίηση του αναγνωρίσθηκε η ειλικρίνεια του βιώματος.

Η πρόσληψη του έργου του και ο καρυωτακισμός

Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης δημιούργησε ένα ολόκληρο κλίμα μιμητών και επηρέασε όσο ελάχιστοι την φυσιογνωμία της μοντέρνας ποίησης. Η διαδρομή πρόσληψης του έργου του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αρχικά, ο καρυωτακισμός ορίστηκε ως στάσιμη και αρνητική μίμηση του έργου του, μίμηση που πήρε διαστάσεις μόδας για σχεδόν μια εφταετία μετά την αυτοκτονία του. Ο ποιητής αναγνωριζόταν ως ιδανικός εκπρόσωπος αυτής της χαμένης γενιάς.

Ο Φώτης Πολίτης με άρθρα του στην εφημερίδα Πολιτεία κατηγορούσε τη νέα γενιά ποιητών για άκρατο ατομικισμό και παρακμή. Η απαισιοδοξία και η παραίτηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη βρέθηκε στο στόχαστρο της ηγετικές γενιάς του 1930. Αιχμηρές είναι οι κριτικές του Ανδρέα Καραντώνη, Βάσου Βαρίκα, Κ. Θ. Δημαρά, Γιώργου Θεοτοκά, Δημήτρη Νικολαρεϊζη, Βασίλη Ρώτα και Μάρκου Αυγέρη. Βέβαια, δεν στρέφονται πάντα εναντίον του Κ. Γ. Καρυωτάκη αλλά της απαισιόδοξης ρητορικής του. Ειδικότερα, ο Ανδρέας Καραντώνης πιστεύει ότι το έργο του δεν επιδρά αρνητικά ως ποιητική αλλά ως στάση ζωής.

Αντίθετος με το αντικαρυωτακικό κλίμα έρχεται ο Γιάννης Ρίτσος. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εμφανίζει πλήθος καρυωτακικών στοιχείων και μοτίβων, ιδιαίτερα στις πρώτες ποιητικές συλλογές Τρακτέρ και Πυραμίδες. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης αντικρούοντας την απόρριψη του ποιητή από συντηρητικούς κριτικούς και λογοτέχνες της εποχής, το 1938 δηλώνει στο Ελεύθερο Βήμα:

“Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα Ελεγεία και Σάτιρες μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης”.

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.

Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο