8 Αυγούστου 1996 ολόκληρο το νησί της Θάσου, αλλά και το πανελλήνιο, συγκλονίζεται από την αποκάλυψη ότι ένας 24χρονος (τότε) φοιτητής Νομικής, ονόματι Θεόφιλος Σεχίδης, σκότωσε στην Ποταμιά στις 19 και 20 Μαΐου, πέντε μέλη της οικογένειάς του (το θείο του, τον πατέρα του, τη μητέρα του, την αδελφή του και τη γιαγιά του), τεμάχισε τα πτώματά τους και τα έβαλε σε πλαστικές σακούλες, τις οποίες και έθαψε στον σκουπιδότοπο της Καβάλας.
Η υπόθεση προκάλεσε σάλο, καθώς επρόκειτο για ένα από τα πιο φρικτά και αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν μέχρι τότε (ή έκτοτε) στην Ελλάδα. Σε αυτό είχε συμβάλει και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θ. Σεχίδης είχε καταφέρει να παραπλανήσει τους συντοπίτες του ισχυριζόμενος ότι οι γονείς του είχαν μεταβεί στο εξωτερικό για να συνοδέψουν την αδελφή του -που είχε μπει σε κέντρο αποτοξίνωσης.
Η ποινή που επιβλήθηκε στον Θ. Σεχίδη ήταν 5 φορές ισόβια. Παρόλο που ο Σεχίδης είχε υποβάλλει έφεση, την απέσυρε ο ίδιος του το 1998: «Δεν έχω τίποτα καινούριο να παρουσιάσω στο δικαστήριο… Όταν υπάρχουν πέντε πτώματα από πίσω, τι ρόλο μπορεί να παίζει ο πρότερος έντιμος βίος; Ασφαλώς θα με ενδιέφερε να μειωθεί η ποινή. Αλίμονο. Αλλά, η υπόθεση είναι εσχάτως σοβαρή. Τι μπορεί να γίνουν οι πέντε φορές ισόβια; Είτε τρις, είτε δις ισόβια, μια ζωή στη φυλακή είναι πάλι».
Σήμερα όμως, 21 χρόνια μετά, ο Σεχίδης ετοιμάζεται να επανενταχθεί στην κοινωνία, καθώς η αίτηση αποφυλάκισης που κατέθεσε πέρσι έγινε δεκτή υπό όρους. Η αίτηση αυτή στηρίχτηκε στον νέο νόμο Κοντονή (τον 4322), σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά δύο ή τρεις ποινές ισόβιας κάθειρξης, ο κρατούμενος πρέπει για κάθε μία από αυτές να παραμείνει πραγματικά 15 χρόνια στην φυλακή. Για να απολυθεί, υπό όρους ο κατάδικος αυτός, πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των ποινών αυτών, όχι όμως πάνω από 25 χρόνια.
Από τα 25 χρόνια πρέπει να έχει εκτίσει πραγματικά τα 19 χρόνια και για τα υπόλοιπα 6 χρόνια μπορεί να γίνει ευεργετικός υπολογισμός, δηλαδή κάθε ημέρα στη φυλακή να υπολογίζεται ευεργετικά ως 2 ημέρες εκτιόμενης ποινής, εφόσον ο κατάδικος εργάζεται ή δε μπορεί αιτιολογημένα να εργαστεί, επειδή για παράδειγμα πάσχει από ιδιαίτερα βαριά ασθένεια (AIDS, κακοήθη νεοπλάσματα, νεφρική ανεπάρκεια, κ.λπ.), είναι ανάπηρος ή συντρέχει στο πρόσωπό του μία από τις παρεμφερείς προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα. Ο Σεχίδης, λοιπόν, εφ’ όσον έχει συμπληρώσει 19 έτη εγκλεισμού και εφ’ όσον δύναται να αιτηθεί ευεργετικό υπολογισμό άλλων 6 ετών, τότε είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση απόλυσης υπό όρους -κάτι που έπραξε.
Καθοριστικό ρόλο στην αποφυλάκισή του έπαιξε τόσο η διαγωγή που έδειξε όλα αυτά τα χρόνια που έμεινε στη φυλακή όσο και οι ψυχιατρικές γνωματεύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι εξαρχής οι ψυχίατροι που κλήθηκαν να εξετάσουν τον Θ. Σεχίδη (ο καθηγητής ψυχιατρικής Γιώργος Καπρίνης, μαζί με τον ψυχίατρο Χρήστο Σκαρόπουλο) είχαν δηλώσει πως ο 24χρονος -τότε- φοιτητής είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του, ήταν άτομο προσανατολισμένο στο χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του και έχει καλά οργανωμένο λόγο, αλλά χωρίς συναίσθημα, ενώ πίστευε ότι ήταν νόθο παιδί για αυτό και ήθελε να δολοφονήσει τους συγγενείς του.
Η κατάστασή του, όμως, φάνηκε να χειροτέρευε τα επόμενα χρόνια, καθώς το 2010 ο ψυχίατρος στον ΟΚΑΝΑ του Αττικού Νοσοκομείου, Γεώργιος Τζεφεράκος, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στα καταστήματα κράτησης της ψυχιατρικής πτέρυγας Κορυδαλλού εκείνη την περίοδο, εξέφρασε την άποψη ότι «Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια. Μερικές φορές, ειδικά στις αρχικές φάσεις της ψυχικής νόσου, είναι δύσκολο να τεθεί μια οριστική διάγνωση. Στις ψυχιατρικές διαγνώσεις ο παράγοντας ‘’χρόνος’’ παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί η κλινική εικόνα του ασθενούς εμπλουτίζεται ή και αλλάζει».