Όλος ο δυτικός κόσμος είναι περήφανος για την Μητέρα Τερέζα. Μία γυναίκα που απαρνήθηκε τις ανέσεις του πολιτισμού μας για να ζήσει στην ανέχεια και να σταθεί στο πλάι των λιγότερο ευνοημένων. Την αποκαλούσαν “Αγία των Φτωχών“.
“Η μητέρα Τερέζα βοήθησε τους ανθρώπους που είχαν εξαντλήσει τις δυνάμεις τους, όσους είχαν εγκαταλειφθεί, αδιάφορα, και θα πέθαιναν στην άκρη του δρόμου” είχε δηλώσει ο Πάπας κατά την επίσημη τελετή αγιοποίησής της, όταν εκατό χιλιάδες πιστοί απ’ όλο τον κόσμο είχαν βρεθεί στο Βατικανό.
Σαν σήμερα, στις 17 Οκτωβρίου 1979, η Μητέρα Τερέζα, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης από τον Πάπα Ιωάννη XXIII “σε αναγνώριση της βοήθειας που προσέφερε στους δυστυχισμένους ανθρώπους, στα παιδιά και στους πρόσφυγες, για τους οποίους εργάστηκε ανιδιοτελώς τόσο πολλά χρόνια”, όπως ανέφερε τότε η επιτροπή.
Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Η Μητέρα Τερέζα ήταν πράγματι… αγία; Υπήρξαν κατηγορίες για κατάχρηση χρημάτων, για σχέσεις με δικτάτορες, ακόμα και για φτωχούς που τους άφηνε να υποφέρουν. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Η Agnes Gonxha Bojaxhiu, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στα Σκόπια στις 26 Αυγούστου 1910, ωστόσο οι γονείς της κατάγονταν από την Σκόδρα της Αλβανίας. Σε ηλικία 8 ετών έχασε τον πατέρα της και τότε η μητέρα της αναγκάστηκε να ξεπουλήσει οικογενειακά κειμήλια και εργόχειρα για να συντηρήσει την οικογένεια.
Όντας μεγαλωμένη σε μια θεοσεβούμενη οικογένεια, σε ηλικία 12 ετών ένιωσε το Θεό να την καλεί κοντά της. Ήταν τότε που γεννήθηκε μέσα της η ιδέα να γίνει καλόγρια. Όταν ενηλικιώθηκε απαρνήθηκε τον κοσμικό βίο και το Σεπτέμβριο του 1928 προσχώρησε στα ιεραποστολικά καθολικά τάγματα της Ινδίας, αποχαιρετώντας μια για πάντα την μητέρα και την αδερφή της. Έπειτα από δυο χρόνια προετοιμασίας, ορκίστηκε ως Αδελφή Τερέζα και ξεκίνησε να διδάσκει ιστορία και γεωγραφία στο κατηχητικό της Καλκούτα, έως τις 24 Μαΐου 1937, οπότε η 25χρονη Αδελφή Τερέζα έγινε Μητέρα Τερέζα.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1946 έλαβε αυτό που η ίδια αποκαλούσε «κάλεσμα μέσα στο κάλεσμα», ένα θείο μήνυμα δηλαδή, που της έλεγε να εγκαταλείψει το κατηχητικό και να βοηθήσει τους φτωχούς. Χρειάστηκε περίπου δυο χρόνια για να καταφέρει να πάρει τη άδεια για να ξεκινήσει τον αγώνα της.
Η Μητέρα Τερέζα ξεκίνησε το φιλανθρωπικό της έργο στις παράγκες και τους καταυλισμούς της Καλκούτας. Νοίκιασε μια καλύβα και ξεκίνησε να διδάσκει. Η φήμη της άρχισε να εξαπλώνεται, διασφαλίζοντας τις πρώτες οικονομικές δωρεές. Ο αριθμός των μαθητών της όλο και αυξανόταν, ενώ πήρε για βοηθό μια παλιά της μαθήτρια από το κατηχητικό.
Τον Οκτώβρη του 1950 η Μητέρα Τερέζα ίδρυσε το δικό της τάγμα από καλόγριες, τους «Ιεραποστόλους της Φιλανθρωπίας». Στην πορεία του χρόνου το τάγμα υπό την καθοδήγηση της Μητέρας Τερέζα ίδρυσε πολλά κέντρα βοήθειας για τυφλούς, ηλικιωμένους, λεπρούς, αναπήρους, πάσχοντες από AIDS και ετοιμοθάνατους. Η δράση της πέρασε τα σύνορα της Ινδίας, με την ίδια να περιοδεύει σε όλο τον κόσμο κηρύσσοντας το ουμανιστικό της μήνυμα.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1997 η Μητέρα Τερέζα έφυγε από την ζωή σε ηλικία 87 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα τεράστιο φιλανθρωπικό δίκτυο: 4.000 καλόγριες του τάγματός της βοηθούσαν τους αναξιοπαθούντες σε 610 κέντρα σε 123 χώρες του κόσμου. Πίσω της, όμως, άφησε και μεγάλα ερωτηματικά.
Αγία της Αγάπης ή Αγία της Απάτης;
Η αγιοποίηση της ξεκίνησε αμέσως μετά τον θάνατο της. Στις 19 Οκτωβρίου του 2003 είχε οσιοποιηθεί, στο τρίτο από τα τέσσερα στάδια της διαδικασίας αγιοποίησης. Υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να περάσουν 5 χρόνια από τον θάνατο κάποιας προσωπικότητας πριν αρχίσει το πρώτο στάδιο της διαδικασίας οσιοποίησης.
Όμως ο Πάπας Ιωάννης Παύλος θαύμαζε τόσο πολύ τη Μητέρα Τερέζα που δεν τήρησε τελικά τον κανόνα, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2016 ολοκληρώθηκε η διαδικασία από τον Πάπα Φραγκίσκο. Κάθε χρόνο στις 5 Σεπτεμβρίου η Καθολική Εκκλησία θα γιορτάζει την «αγία Τερέζα της Καλκούτας», μετά την απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Καθολικής Εκκλησίας.
Η Μητέρα Τερέζα κατηγορήθηκε κυρίως από τον δημοσιογράφο, αρθρογράφο και συγγραφέα Κρίστοφερ Χίτσενς για θρησκευτικό φανατισμό.
Όπως ανέφερε ο ίδιος στις έρευνες του, “ενδιαφερόταν λιγότερο να βοηθήσει τους φτωχούς και περισσότερο να τους χρησιμοποιήσει σαν μία αστείρευτη πηγή εξαθλίωσης με την οποία τροφοδοτούσε την διάδοση των φονταμενταλιστικών ρωμαιοκαθολικών πιστεύω της”.
Η κριτική του έγινε μέσα από σειρά άρθρων, ντοκιμαντέρ και μέσα από το βιβλίο του, “Μητέρα Τερέζα: Θεωρία και πράξη”. «Η Μητέρα Τερέζα και η αίρεσή της δεν επεδίωκε την καταπολέμηση της φτώχειας. Αντίθετα, παρότρυνε τους φτωχούς να αποδεχτούν τη μοίρα, ενώ παρουσίαζε τους πλούσιους ως τους ευλογημένους του Θεού», έγραφε.
Η σχέση με τους δικτάτορες
Το δεύτερο επιχείρημα του Χίτσενς αφορά στη δήθεν «μη πολιτική στάση» που η μοναχή είχε υποσχεθεί να τηρεί στη ζωή της.
Οι στενές σχέσεις της με στυγνούς δικτάτορες όπως ο Ζαν-Κλοντ Ντιβαλιέ της Αϊτής και ο Εμβέρ Χότζα της Αλβανίας αποδεικνύουν το αντίθετο, ισχυρίζεται ο Χίτσενς, προσθέτοντας πως η μοναχή δεν είχε κανένα λόγο να καταθέσει στεφάνι στον τάφο του Αλβανού δικτάτορα που μάλιστα ήταν και άθεος.
Στο πλευρό του Χίτσενς στέκεται και μια περσινή μελέτη από τρεις Καναδούς ακαδημαϊκούς, γκρεμίζοντας ολοκληρωτικά τον μύθο περί οσιότητάς της.
Οι ερευνητές Κάρολ Σενεσάλ του Πανεπιστημίου της Οτάβα και Ζενεβιέβ Σενάρ και Σερζ Λαριβέ από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ εξέτασαν ενδελεχώς το 96% των έργων που έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα για τη Μητέρα Τερέζα και δημοσίευσαν τα αποτελέσματα αυτής στο γαλλόφωνο επιστημονικό θρησκειολογικό περιοδικό «Studies in Religion/Sciences».
Σύμφωνα με την έρευνα, περίπου το 1/3 από τους ασθενείς που πήγαιναν στα ιδρύματά της αφήνονταν στη μοίρα τους και τελικά πέθαιναν, ενώ αρκετοί επιστήμονες διαπίστωναν σοβαρές ελλείψεις σε πραγματικές υπηρεσίες φροντίδας, ανεπαρκή τροφή και καθόλου παυσίπονα.
Στα ταμεία των ιδρυμάτων της συνέρρεαν εκατομμύρια δολάρια, αλλά η πλειοψηφία των ασθενών δεν είχε τη σωστή ιατρική φροντίδα και αρκετοί αφέθηκαν να πεθάνουν.
«Δεδομένης της φειδωλής διαχείρισης των έργων της Μητέρας Τερέζας μπορεί να αναρωτηθεί κανείς «πού πήγαν τα εκατομμύρια δολάρια που προορίζονταν για τους φτωχότερους των φτωχών»» αναρωτιέται ο Λαριβέ που σημειώνει πως πολλά από αυτά τα χρήματα φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί σε αρκετούς «μυστικούς» τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους φέρεται να διαχειριζόταν η ίδια η μοναχή.
Η έρευνα καταλήγει πως η δημόσια εικόνα της μοναχής στηρίχτηκε κατά πρώτον στην προώθηση που η ίδια έτυχε από έγκριτες εκπομπές κυρίως του BBC, αλλά κι από την γνωστή τακτική του Βατικανού να κρατάει τις πιο σκιώδεις δραστηριότητες των ευνοούμενων του «κάτω από το χαλάκι».
Η τραγωδία της Μποπάλ
Η Μητέρα Τερέζα κατηγορείται και για τις “ύποπτες” σχέσεις που είχε με τις πολυεθνικές εταιρείες. Κορωνίδα της σχέσης αυτής ήταν ο λόγος της προς τους κάτοικους της πόλης Μποπάλ στην Ινδία ύστερα από ένα βιομηχανικό ατύχημα που κόστισε την ζωή χιλιάδων ανθρώπων.
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1984 πάνω από 40 τόνοι ισοκυανικού μεθυλίου, ενός χημικού εκατοντάδες φορές τοξικότερου από το υδροκυάνιο, διέρρευσαν από ένα εργοστάσιο φυτοφαρμάκων στο Μποπάλ της Ινδίας.
Μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 είχαν δοθεί αποζημιώσεις για 15.248 θανάτους και 554.895 περιπτώσεις αναπηρίας. Υπολογίζεται ότι συνολικά λόγω της διαρροής έχασαν τη ζωή τους 15.000 με 25.000 άνθρωποι.
Όταν οι Ινδοί βγήκαν στο δρόμο αντιδρώντας στα ελλιπή μέτρα ασφαλείας της πολυεθνικής εταιρείας Union Carbide, η Μητέρα Τερέζα τους ζήτησε να “συγχωρέσουν την πολυεθνική” η οποία ήταν υπεύθυνη για το μεγαλύτερο βιομηχανικό δυστύχημα της ανθρωπότητας. Η Union Carbide, δεν τιμωρήθηκε ποτέ και από κανέναν.
Οι αμφιβολίες για τα θαύματα
Επίσης, μία από τις προϋποθέσεις για να κηρυχθεί κάποιος Όσιος και στη συνέχεια Άγιος είναι να έχει κάνει ένα θαύμα, με εκπροσώπους του Τύπου να γράφουν ότι η Μητέρα Τερέζα δεν είχε κάνει κανένα όσο ζούσε.
Μια νεαρή Ινδή, η Μόνικα Μπέσρα ισχυρίστηκε ότι η Μητέρα Τερέζα με τις προσευχές της, θεράπευσε τον όγκο του στομάχου από τον οποίο έπασχε. Μετά από μελέτη που διήρκεσε μήνες και πολλές συνεντεύξεις, η εξαφάνιση του όγκου της Μπέσρα χαρακτηρίστηκε “θαύμα”. Το εν λόγω “θαύμα” αναγνωρίστηκε από το Βατικανό το 2002, αλλά αμφισβητείται.
Σύμφωνα τέλος με το Γαλλικό Πρακτορείο που επικαλείται δημοσίευμα της καθολικής εφημερίδας Avvenir, το Βατικανό αναγνώρισε το δεύτερο “ιατρικό θαύμα” της μοναχής που αφορά στην “εξαφάνιση” πολυάριθμων όγκων από τον εγκέφαλο ενός Βραζιλιάνου ασθενή.
Η μητέρα Τερέζα μέσα από τα λόγια της:
«Βλέπω τον Θεό σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Όταν πλένω τις πληγές των λεπρών νιώθω ότι περιποιούμαι τον Κύριο. Δεν είναι αυτό μια υπέροχη εμπειρία;»
«Η μεγαλύτερη ασθένεια στις μέρες μας δεν είναι η λέπρα ή η φυματίωση αλλά η αίσθηση ότι είσαι ανεπιθύμητος, ότι δεν σε θέλει κανείς. Υπάρχει πολλή περισσότερη ανάγκη για αγάπη και εκτίμηση παρά για ψωμί»
«Δεν έχω υπάρξει σε πόλεμο ποτέ αλλά έχω ζήσει τον λιμό και τον θάνατο. Αναρωτιόμουν ‘Τι αισθάνονται, άραγε, αυτοί που σκοτώνουν; Δεν είμαστε όλοι παιδιά του Θεού;»
«Σας παρακαλώ να διαλέξτε τον δρόμο της ειρήνης. Ίσως υπάρξουν νικητές και ηττημένοι από αυτόν τον πόλεμο (πόλεμος στο Ιράκ-1991)αλλά αυτό δεν θα μετριάσει τον πόνο, τις ανθρώπινες απώλειες και την δυστυχία που θα προκαλέσουν τα όπλα σας»
«Η άμβλωση είναι ένας φόνος μέσα στην μήτρα. Ένα παιδί είναι δώρο από τον Θεό. Αν δεν το θέλετε, δώστε το σε μένα»
«Ο μεγαλύτερος εχθρός της ειρήνης είναι οι αμβλώσεις. Αν μια μητέρα μπορεί να σκοτώσει το ίδιο της το παιδί, τι θα εμποδίσει εμένα να σκοτώσω εσένα ή το αντίστροφο;»
«Είναι θλιβερό να αποφασίζεις ότι ένα παιδί πρέπει να πεθάνει προκειμένου να ζήσεις εσύ όπως θέλεις»
«Αν κρίνεις τους ανθρώπους δεν προλαβαίνεις να τους αγαπήσεις».
«Έχω καταλήξει στο εξής παράδοξο. Αν αγαπάς μέχρι να υποφέρεις, δεν υπάρχει πια πόνος αλλά μόνο αγάπη».
«Δεν είμαι σίγουρη για το πώς είναι ο παράδεισος αλλά ξέρω πως όταν πεθάνουμε κι έρθει η στιγμή να κριθούμε από τον Θεό, δεν θα ρωτήσει “πόσες καλές πράξεις έκανες στην ζωή σου” αλλά με “πόση αγάπη έκανες ό,τι έκανες”».
«Μην νομίζετε ότι η αγάπη πρέπει να είναι ακραία, προκειμένου να είναι αυθεντική. Αυτό που χρειάζεται είναι να αγαπάμε ακούραστα».
«Ξέρω ότι ο Θεός δεν θα μου δώσει περισσότερο από αυτό που μπορώ να αντέξω. Ελπίζω μόνο να μην με είχε εμπιστευτεί τόσο πολύ».
«Σε αυτήν τη ζωή δεν μπορούμε να κάνουμε σπουδαία και μεγάλα πράγματα. Μπορούμε να κάνουμε μικρά πράγματα με μεγάλη και πολλή αγάπη».