Την απόσυρση του νόμου για το φόρο διαμονής ζητά από την κυβέρνηση το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδας, επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή του θα προκαλέσει απώλειες πάνω από έξι χιλιάδων θέσεων εργασίας και δραματική μείωση κατά 435 εκατ. ευρώ της αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία. Την ίδια στιγμή, οι απώλειες για την οικονομία υπολογίζονται σε τουλάχιστον 340 εκατ.
Τα παραπάνω καταδεικνύει η μελέτη της Grant Thornton που παρουσιάστηκε σήμερα από το Ξ.Ε.Ε., στην οποία αποτυπώνονται οι συνέπειες εφαρμογής του μέτρου για την επιβολή φόρου διαμονής, ο οποίο θα ισχύσει από το 2018 για ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Η μελέτη αναφέρει ότι "ο φόρος διαμονής δημιουργεί δημοσιονομικό όφελος που εκτιμάται ετησίως στα 84 εκατ. ευρώ. Αν η αξιοποίηση του ποσού μεγιστοποιηθεί μέσω της διοχέτευσης σε δημόσιες επενδύσεις τότε θα δημιουργήσει μια θετική συμβολή που ανέρχεται στα 94 εκατ".
H μελέτη καταδεικνύει ότι τελικώς οι απώλειες στην οικονομία, από την εφαρμογή του νόμου για τον φόρο διαμονής, θα ανέλθουν στα 340 εκατ. ευρώ, ποσό που ουσιαστικά εξαφανίζει τα όποια εισπρακτικά οφέλη. Και αυτό διότι η επιβολή του φόρου διαμονής εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε μια αύξηση της μέσης τιμής δωματίου κατά 1,9%, προκαλώντας ένα περιορισμό της ζήτησης που θα οδηγήσει στη μείωση της συνολικής αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,5%.
Η ενημέρωση που υπάρχει από το υπουργείο Τουρισμού είναι πως ήδη προωθείται η κανονιστική εφαρμογή του νόμου, όπου θα προβλέπεται ο τρόπος είσπραξης του τέλους. Ο γ.γ. του υπουργείου Τουρισμού Γ. Τζιάλλας που παρέστη στη συνέντευξη τύπου για την παρουσίαση της μελέτης ανέφερε πως δεν θα επηρεαστεί η τουριστική κίνηση του 2018 από την επιβολή του φόρου, ενώ μακροπρόθεσμα το μέτρο θα επανεξεταστεί. Αίσθηση προκάλεσε πάντως η τοποθέτησή του, πως τα μικρά καταλύματα, αφού θα είναι υποχρεωμένα να αποδίδουν το φόρο, θα αναγκαστούν να κόβουν αποδείξεις και έτσι θα περιοριστεί η φοροδιαφυγή.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων Γιάννης Ρέτσος τόνισε πως ήδη η Ελλάδα θεωρείται ακριβός προορισμός σε σχέση με τους ανταγωνιστές, ενώ όταν η χώρα σταματήσει να επωφελείται από τη γεωπολιτική συγκυρία και χώρες όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος ανακάμψουν, τότε θα ζήσουμε το πρόβλημα για τον ελληνικό Τουρισμό.
Σύμφωνα με τη μελέτη, αν η επιβολή ενός φόρου οδηγεί συνακόλουθα σε αύξηση της τιμής του εκάστοτε δωματίου, λόγω μετακύλισης της δαπάνης στους καταναλωτές, τότε δημιουργούνται στρεβλώσεις στην αγορά δεδομένου ότι το ξενοδοχειακό προϊόν γίνεται ακριβότερο και χάνει μέρος από την ανταγωνιστικότητά του. Ταυτόχρονα αν τα ξενοδοχεία δεν μετακυλήσουν την αύξηση του φόρου στους καταναλωτές, τότε θα υποστούν μείωση των αποτελεσμάτων τους ή θα υποχρεωθούν να μεταβάλουν την ποιότητα των υπηρεσιών με κίνδυνο την μείωση της ζήτησης.
Η Grant Thornton υποστηρίζει ότι ως συνέπεια των παραπάνω, το τελικό αποτέλεσμα των ξενοδοχείων χειροτερεύει σε σημαντικό βαθμό, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα ταμειακής διαχείρισης των επενδυτικών και χρηματοδοτικών τους ροών.
Ειδικότερα, η μελέτη του Ξ.Ε.Ε. σημειώνει ότι η επιβολή του φόρου διαμονής θα μειώσει το σύνολο της αγοράς που δημιουργούν τα ξενοδοχεία κατά 2,51% (435 εκατ. ευρώ), δηλαδή τα έσοδα από τα 17,36 δισ. θα μειωθούν στα 16,93 δισ. ευρώ.
Μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της εφαρμογής του φόρου διαμονής στα ξενοδοχεία, και συνακόλουθα στην εθνική οικονομία και την απασχόληση, κατέγραψε ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος κ. Γιώργος Τσακίρης αναφέροντας ότι: "Ο φόρος δημιουργεί μείωση της ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος: είτε άμεσα εάν μετακυληθεί, που σημαίνει ότι αυξάνεται η τιμή του, είτε έμμεσα εάν απορροφηθεί από τα ξενοδοχεία, που σημαίνει ότι αυτομάτως θα μειωθούν τα έσοδα και κατά συνέπεια τα οικονομικά αποτελέσματά τους, γεγονός που θα μειώσει τις επενδύσεις και θα επιφέρει υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Το μέτρο θα αποβεί καταστροφικό για την τουριστική ανταγωνιστικότητά μας”.