Κόσμος

Γερμανικές εκλογές: Πώς λειτουργεί το εκλογικό σύστημα στη Γερμανία

Το γερμανικό εκλογικό σύστημα είναι περίπλοκο, λόγω του τρόπου κατανομής των εδρών, αλλά και δίκαιο αφού εξασφαλίζει την είσοδο στο Κοινoβούλιο / Κάτω Βουλή (Bundestag) και κομμάτων ή ανεξάρτητων υποψηφίων που δεν συγκέντρωσαν το ελάχιστο προβλεπόμενο ποσοστό του 5% στις γερμανικές εκλογές.

Ανάλυση για τη λειτουργία του εκλογικού συστήματος στη Γερμανία, λίγο πριν από τις γερμανικές εκλογές. Το γερμανικό εκλογικό σύστημα είναι μεν περίπλοκο, λόγω του τρόπου κατανομής των εδρών, αλλά και δίκαιο αφού εξασφαλίζει την είσοδο στο Κοινoβούλιο / Κάτω Βουλή (Bundestag) και κομμάτων ή ανεξάρτητων υποψηφίων που δεν συγκέντρωσαν το ελάχιστο προβλεπόμενο ποσοστό του 5%.

Το όριο αυτό καθιερώθηκε το 1953 λόγω του κατακερματισμού των κομμάτων και της δυσκολίας σχηματισμού κυβερνήσεων που είχε προκαλέσει το αμιγές αναλογικό σύστημα στη Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Είναι όμως και πρωτότυπο, αφού οι εκλογείς έχουν δύο ψήφους. Σημαντικότερη είναι όμως η δεύτερη, διότι από αυτήν εξαρτάται η κατανομή των (αρχικά) 598 εδρών στην Bundestag. Tο «εξατομικευμένο αναλογικό εκλογικό σύστημα», όπως χαρακτηρίζεται στην Γερμανία, ευνοεί, αν δεν επιβάλλει, τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας.

Γιατί η δεύτερη ψήφος είναι πιο καθοριστική

Η διαδικασία της εκλογής των βουλευτών, όπως γράφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, έχει ως εξής:

Ο ψηφοφόρος μπορεί με την λεγόμενη «πρώτη ψήφο» (Erststimme) να εκλέξει άμεσα έναν υποψήφιο της εκλογικής του περιφέρειας (Direktmandat), βάζοντας σταυρό στο αριστερό μέρος του ψηφοδελτίου. Την έδρα κερδίζει όποιος πάρει τους περισσότερους σταυρούς, ισχύει δηλαδή το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας. Ετσι εκλέγονται οι μισοί από τους 598 βουλευτές της Bundestag, ένας δηλαδή σε κάθε μία από τις 299 (μονοεδρικές) περιφέρειες στις οποίες διαιρείται η επικράτεια, ανεξάρτητα από το εάν το κόμμα τους συγκεντρώσει 5% σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Με την «δεύτερη ψήφο» του (Zweitstimme), ο ψηφοφόρος επιλέγει ένα κόμμα, βάζοντας σταυρό στη δεξιά πλευρά του ψηφοδελτίου, το οποίο μπορεί να είναι και διαφορετικό από το πρώτο ή ακόμα και κανένα. Ετσι, οι υπόλοιποι 299 βουλευτές της Bundestag, εκλέγονται -αναλόγως σειράς αναγραφής τους- από τις 16 λίστες, όσες δηλαδή και τα κρατίδια (πολυεδρικές περιφέρειες), τις οποίες έχουν καταρτίσει τα ίδια τα κόμματα. Οι έδρες κατανέμονται αναλόγως του ποσοστού το οποίο έλαβε κάθε κόμμα σε εθνικό επίπεδο από τη «δεύτερη ψήφο», και υπολογίζονται επί του συνόλου των 598 εδρών της Bundestag. Κατανέμονται όμως μόνο ανάμεσα στα κόμματα τα οποία συγκέντρωσαν 5% σε εθνικό επίπεδο ή έχουν κερδίσει τουλάχιστον τρεις έδρες σε μονοεδρικές περιφέρειες (με την «πρώτη ψήφο»), έστω και αν δεν έχουν συγκεντρώσει το 5% σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Ετσι, εάν ένα κόμμα λάβει το 20% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο θα λάβει και το αντίστοιχο ποσοστό εδρών επί του συνόλου των εδρών της Bundestag, δηλαδή των 598. Εφαρμόζεται δηλαδή η απλή αναλογική στην τελική κατανομή των εδρών.

Καθοριστικής σημασίας για την κατανομή των εδρών, τις οποίες δικαιούται ένα κόμμα, δεν είναι επομένως η πρώτη αλλά η δεύτερη ψήφος, αφού το εθνικό ποσοστό είναι εκείνο το οποίο κρίνει τελικά τον αριθμό των εδρών που θα λάβει κάθε κόμμα. Ο υπολογισμός του αριθμού των εδρών γίνεται πρώτα σε επίπεδο επικράτειας και ύστερα αυτές οι έδρες κατανέμονται αναλογικώς στα κρατίδια (μέθοδος Hare-Niemeyer).

Πώς γίνεται η κατανομή των εδρών

Η κατανομή των εδρών γίνεται ως εξής : Αρχικά εισέρχονται στη Βουλή οι 299 άμεσα εκλεγμένοι βουλευτές με την «πρώτη ψήφο», και στη συνέχεια τις υπόλοιπες 299 έδρες καταλαμβάνουν -αναλόγως θέσεως στις λίστες και ποσοστού εκάστου κόμματος- οι υποψήφιοι.

Αν ένα κόμμα έχει εκλέξει στις μονοεδρικές περιφέρειες λιγότερες έδρες από αυτές που δικαιούται σε σχέση με το εθνικό του ποσοστό, τότε αυτές συμπληρώνονται με βουλευτές από τη λίστα του κόμματος (της «δεύτερης ψήφου», δηλαδή) ώστε οι έδρες να είναι ανάλογες με το ομοσπονδιακό ποσοστό.

Αν, αντιθέτως, ένα κόμμα έχει κερδίσει περισσότερες έδρες στις μονοεδρικές με την πρώτη ψήφο από όσες δικαιούται ανάλογα με το εθνικό ποσοστό του (Uberhangmandate), κάτι που δεν είναι καθόλου σπάνιο, τότε οι έδρες αυτές δεν χάνονται. Tις διατηρεί μεν, αλλά αυξάνονται αναλογικά και οι έδρες των άλλων κομμάτων (Ausgleichmandate), λαμβάνουν δηλαδή πρόσθετες έδρες και τα άλλα κόμματα, ώστε να μην αλλοιώνεται η αναλογική εκπροσώπησή τους στη Βουλή.

Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «υπεράριθμες έδρες», οι οποίες και αυξάνουν τον συνολικό αριθμό των βουλευτών της Bundestag, η οποία έτσι δεν έχει σταθερό αριθμό εδρών. Αυτός ο μηχανισμός εξισορρόπησης των αδικιών δια της αυξήσεως των εδρών και των υπόλοιπων κομμάτων υπάρχει από το 2013. Για αυτό και η τελευταία Βουλή αριθμούσε 631 αντί 598 βουλευτών.

Οι επιπλέον αυτές έδρες μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για το σχηματισμό πλειοψηφίας, όταν το αποτέλεσμα είναι οριακό. Το 2002 ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών (SPD) – Πρασίνων (Die Gruenen) του καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ όφειλε την πλειοψηφία του κυρίως σε τέσσερις «υπεράριθμες έδρες».

Επίσης, στις εκλογές του 1994 ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Φιλελευθέρων (FDP) του καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ αύξησε από δύο σε δέκα τις έδρες με τη βοήθεια αυτών ακριβώς των «υπεράριθμων εδρών».

Τέλος, ας σημειωθεί ότι το όριο του 5% για την είσοδο ενός κόμματος στην Bundestag επικρίνεται στην Γερμανία, διότι το 2013 δεν καταμετρήθηκε εξ αιτίας του σχεδόν το 16% των ψήφων, δηλαδή η δεύτερη ψήφος 6,8 εκατομμυρίων πολιτών, αφού επί παραδείγματι το «Φιλελεύθερο Κόμμα» (FDP), το κόμμα «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) και οι «Πειρατές» έλαβαν αντίστοιχα 4,8%, 4,7% και 2,2%.

Εξαίρεση στο όριο του 5% έγινε μόνο κατά τις πρώτες ομοσπονδιακές εκλογές του 1990, μετά την επανένωση της Γερμανίας, στα ανατολικά κρατίδια για να δοθεί η δυνατότητα να εκπροσωπηθούν στην Bundestag τα μικρότερα κόμματα.

Πάντως, αυτό το όριο εισόδου στο κοινοβούλιο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο σχηματισμού νέων κομμάτων. Το 1983 οι Πράσινοι (Die Gruenen) εξασφάλισαν για πρώτη φορά την παρουσία τους στην Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή λαμβάνοντας 5,6% , και το 1998 το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) σημείωσε ανάλογη επιτυχία εξασφαλίζοντας το 5,1% των κομματικών ψηφοδελτίων.

Επίσης, η δυνατότητα συμμετοχής ενός κόμματος στην κατανομή των εδρών εάν εκλέξει άμεσα βουλευτές σε τρεις μονοεδρικές περιφέρειες έδωσε το 1994 την δυνατότητα στο PDS, το οποίο είχε κερδίσει απευθείας τέσσερις εκλογικές περιφέρειες στο Ανατολικό Βερολίνο, να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών βάσει των κομματικών ψηφοδελτίων, παρόλο που σε ομοσπονδιακό επίπεδο είχε πετύχει ποσοστό της τάξεως του 4,4%. Έτσι, 26 ακόμη βουλευτές του PDS εξασφάλισαν μία έδρα στην Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή (Bundestag) με βάση το κομματικό ψηφοδέλτιο του κρατιδίου του Βερολίνου.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο