Ανησυχία για τις επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων έχει δημιουργήσει η πετρελαιοκηλίδα από το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ» και τη ρύπανση στον Σαρωνικό.
Το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων συνάντησε τον διευθυντή ερενών του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών ο οποίος μας μιλά για τις βραχυπρόθεσμες και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της ρύπανσης στον κόλπο του Σαρωνικού, αλλά και ειδικούς που μας λένε τι πρέπει να προσέχουμε.
Οι μετρήσεις του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, προκειμένου να διαπιστωθούν τόσο οι βραχυπρόθεσμες όσο και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στον κόλπο του Σαρωνικού για την έκταση και το βάθος της ρύπανσης ξεκινούν τη Δευτέρα, με μία πρώτη δειγματοληψία από περιοχές οι οποίες έχουν επηρεαστεί.
«Θα επικεντρωθούμε περισσότερο στο θέμα των επιπτώσεων και στο αν τίθεται κάποιο ζήτημα για το οικοσύστημα και για τους ανθρώπους στις περιοχές αυτές. Θα πάρουμε δείγματα νερού, θα πάρουμε ιζήματα, θα μελετήσουμε τους οργανισμούς, θα πέσουν και δύτες για να δουν τι γίνεται στο βυθό, δηλαδή θα κάνουμε τις αναλύσεις που πρέπει να κάνουμε για να δούμε πόσο έχει επιβαρυνθεί το περιβάλλον και σε ποια σημεία έχει επιβαρυνθεί, να δούμε αν τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν αποδώσει και να προτείνουμε κάποια άλλη αντιμετώπιση αν δεν έχουν αποδώσει, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο θα δούμε στην πορεία», εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιάννης Χατζηανέστης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, ο οποίος χειρίζεται το ζήτημα.
Ο πολύ κρίσιμος, αλλά άγνωστος τουλάχιστον για την ώρα, παράγοντας για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τις επιπτώσεις είναι η ποσότητα του πετρελαίου που έχει χυθεί στη θάλασσα. Οι συνέπειες ανάλογα με την ποσότητα μπορεί να είναι από άμεσες και σε αυτή την περίπτωση η αντιμετώπιση τους θα είναι πιο εύκολη, μέχρι μακροπρόθεσμες, οπότε πιθανώς να κριθεί απαραίτητη η λήψη μέτρων.
«Βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στα σημεία που έχουν πληγεί κατευθείαν από την πετρελαιοκηλίδα όπου πιθανότατα υπάρχουν πολύ αυξημένες συγκεντρώσεις υδρογονανθράκων σημαίνει ότι θα έχουμε καταστροφή των θαλάσσιων οργανισμών, διατάραξη του οικοσυστήματος, και ίσως ανοξία. Είναι πιθανόν να υπάρχουν διάφορες παρενέργειες, ανάλογα με την ποσότητα του πετρελαίου που έχει διαρρεύσει. Υπάρχουν και πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις οι οποίες θα προκληθούν αν κάποιοι από τους υδρογονάνθρακες φτάσουν στο θαλάσσιο ρήγμα, δηλαδή στον πυθμένα. Αν γίνει αυτό θα επηρεαστεί το οικοσύστημα του πυθμένα και μέσω αυτού υπάρχει περίπτωση να περάσουν και στην τροφική αλυσίδα», υπογραμμίζει ο κ. Χατζηανέστης.
Με τις φυσικές διαδικασίες καθαρισμού της θάλασσας οι υδρογονάνθρακες διασπώνται ακόμα και αν κανένας δεν κάνει τίποτε, καταλήγει ο κ. Χατζηανέστης. Επομένως, μοιραία θα διασπαστούν τους επόμενους 3-4 μήνες σε ποσοστό περίπου 75%. Ωστόσο, ένα 25% μπορεί να φτάσει στα ιζήματα, όπου οι διαδικασίες φυσικού καθαρισμού δεν λειτουργούν, άρα οι ουσίες αυτές θα παραμείνουν εκεί για πολλά χρόνια, διαταράσσοντας το οικοσύστημα.
Σε σχέση με το αν είναι ασφαλές οι πολίτες να κολυμπήσουν στις περιοχές αυτές, ο κ. Χατζηανέστης λέει ότι αν διά γυμνού οφθαλμού δεν είναι φανερή η ρύπανση, αν δηλαδή δεν υπάρχει πετρέλαιο στην επιφάνεια του νερού ή αν το νερό δεν ιριδίζει τότε είναι ασφαλές το κολύμπι.
Όχι κολύμπι στις περιοχές που έχουν μολυνθεί
Να αποφεύγουν την κολύμβηση σε περιοχές που έχουν μολυνθεί από την πετρελαιοκηλίδα συστήνει ο καθηγητής Δερματολογίας Δημήτρης Ρηγόπουλος. Ο δ/της του αντίστοιχου τμήματος στο νοσοκομείο «Α.Συγγρός» λέει στο ΑΠΕ -ΜΠΕ ότι «είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να μην κολυμπήσει κανείς στις περιοχές που έχουν μολυνθεί, έως ότου υπάρξει πλήρης απορρύπανση, διαδικασία για την οποία μπορεί να απαιτηθεί πολύς χρόνος, όπως εκτιμούν και οι περιβαλλοντολόγοι».
Ο κ. Ρηγόπουλος εξηγεί πως «δεν υπάρχει διαδερμική απορρόφηση του μαζούτ. Αυτό σημαίνει ότι οι επικίνδυνες ουσίες δεν περνούν από το δέρμα στον οργανισμό. Όμως θα πρέπει να αποφεύγεται η εισπνοή και η από λάθος κατάποση του μολυσμένου νερού» διαπίστωση που αυτόματα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αποφύγει κάποιος την κολύμβηση. «Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν θα πάει να μπει στη θάλασσα αυτή», εκτιμά ο καθηγητής δερματολογίας.
Ένα άλλο ζήτημα με το οποίο θα πρέπει να είναι προσεκτικοί οι πολίτες αλλά και όσοι επιχειρούν για την απορρύπανση της περιοχής, αφορά στα καθαριστικά που θα χρησιμοποιηθούν για να φύγει η πίσσα από το δέρμα.
Όπως λέει ο κ. Ρηγόπουλος συχνά «έχουν παρατηρηθεί εγκαύματα ή δερματίτιδες από τα διαλυτικά που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση του μαζούτ από το δέρμα. Συχνά χρησιμοποιείται βενζίνη γι αυτό. Τα διαλυτικά δεν είναι απορροφήσιμα από το δέρμα, αλλά δρουν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο, οπότε χρειάζεται μεγάλη προσοχή και συμβουλή ειδικού».
Να αποφευχθεί η κολύμβηση και η έκθεση σε περιοχές που έχουν μολυνθεί από την πετρελαιοκηλίδα, συνιστά και το ΚΕΕΛΠΝΟ με χθεσινή ανακοίνωση του. Συγκεκριμένα αναφέρει πως κλιμάκιο του Κέντρου πραγματοποίησε αυτοψία στις παράκτιες περιοχές της Πειραϊκής, του Παλαιού Φαλήρου, της Γλυφάδας και της Βούλας, για να αξιολογήσει το πρόβλημα της ρύπανσης που έχει προκληθεί και να διερευνήσει τις πιθανές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία. «Συνιστάται από το κλιμάκιο, σε πρώτο χρόνο, η αποφυγή της κολύμβησης και η έκθεση σε περιοχές με ρύπανση», καταλήγει η σύντομη ανακοίνωση.
Επιπτώσεις στην αλιεία και στη διατροφική αλυσίδα
Μια τέτοιας μορφής μόλυνση εκτός από τις καταστροφικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην αλιεία όσο και στη διατροφική αλυσίδα, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χάρης Δημοσθενόπουλος, MΜedSci.PhDc, προϊστάμενος Διαιτολογικού Τμήματος ΓΝΑ "Λαϊκό", σημειώνοντας πως ήδη το υπουργείο Υγείας έχει επισημάνει ότι η ρύπανση από την πετρελαιοκηλίδα είναι πιθανό να περάσει στη διατροφική αλυσίδα, ανάλογα βέβαια με το βαθμό επηρεασμού της περιβαλλοντικής μόλυνσης.
«Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα υδατοδιαλυτά συστατικά του αργού πετρελαίου και των διυλισμένων προϊόντων του περιέχουν μια ποικιλία ενώσεων που είναι τοξικές για ένα ευρύ φάσ?α θαλασσίων οργανισμών. Αναφέρουν επίσης ότι τα αυγά, οι προνύμφες των ψαριών και τα νεαρά άτομα είναι πιο ευαίσθητα στη ρύπανση από πετρελαιοειδή, δεδομένου ότι το πετρέλαιο προκαλεί διαταραχές στη φυσιολογία και τη συμπεριφορά των οργανισμών, καθώς και ανωμαλίες στην ανάπτυξη των ψαριών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ακόμα και ίχνη πετρελαίου στο νερό επηρεάζουν τη συμπεριφορά των θαλασσίων οργανισμών και τους ρυθμούς αφομοίωσης της τροφής», τονίζει ο κ. Δημοσθενόπουλος.
Φαίνεται, όπως λέει, ότι το στρώμα πετρελαίου στην επιφάνεια της θάλασσας μειώνει στο ελάχιστο την ανανέωση του νερού με το οξυγόνο του αέρα, εμποδίζει τις ακτίνες του ήλιου να περάσουν βαθιά στη θάλασσα περιορίζοντας έτσι τη φωτοσύνθεση και προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας του νερού οδηγώντας μαλάκια και φυτά σε ασφυξία, όπως συμβαίνει και με τα ψάρια εκείνα που δεν εγκαταλείπουν έγκαιρα τη ρυπασμένη περιοχή.
«Γενικά όμως οι ειδικοί αναφέρουν ότι ενώ τα ενήλικα ψάρια που κολυμπούν ελεύθερα, τα καλαμάρια και οι γαρίδες σπάνια επηρεάζονται από την έκθεση σε πετρελαιοκηλίδα, λόγω του ότι οι συγκεντρώσεις του πετρελαίου στο νερό είναι σπάνια ικανές για να προκαλέσουν βλάβες, τα αυγά των ψαριών και οι προνύμφες τους είναι ευάλωτα στη ρύπανση από πετρέλαιο και έχει παρατηρηθεί θάνατος των προνυμφών και μείωση του ποσοστού εκκολαπτόμενων αυγών σε συγκεντρώσεις πετρελαίου 10-25 ng/L.».
Η Greenpeace, καταλήγει ο κ. Δημοσθενόπουλος, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η πίσσα στις παραλίες καταστρέφει τους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς, ενώ έχει υπολογιστεί ότι απαιτούνται 2-3 χρόνια για να αποκατασταθεί μερικώς η παράκτια χλωρίδα.
Χωρίς προβλήματα η διοχέτευση αλιευμάτων στην Ιχθυόσκαλα Πειραιά
Ωστόσο, καμία απολύτως επίπτωση δεν έχει προκαλέσει έως τώρα η ρύπανση από το ναυάγιο στη Σαλαμίνα, στους επαγγελματίες ψαράδες του Σαρωνικού, που διοχετεύουν με αλιεύματα την Ιχθυόσκαλα Πειραιά. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις δηλώσεις του προέδρου του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας Μιχάλης Μυτιληνάκη και του διευθυντή της Ιχθυόσκαλας Πειραιά Βασίλη Κατσιώτη, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Αντίθετα, η διαρροή πετρελαιοειδών στη θάλασσα, εκτός από την οικολογική καταστροφή έχει προκαλέσει εκτεταμένο πρόβλημα στους παράκτιους και ερασιτέχνες ψαράδες, οι οποίοι δεν μπορούν να πλησιάσουν τη θάλασσα εξαιτίας της ρύπανσης.
«Τα ψάρια μας δεν έχουν κανένα πρόβλημα», τόνισε πολλές φορές ο διευθυντής της Ιχθυόσκαλας Πειραιά Βασίλης Κατσιώτης, ο οποίος διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, πως το 85- 88% των ψαριών που εισέρχονται στην ιχθυόσκαλα, είναι απ’ όλη την Ελλάδα.
«Τα σκάφη που αλιεύουν είναι σκάφη μέσης αλιείας τα οποία ψαρεύουν αυτή την περίοδο 5 μίλια μακριά από τις ακτές, ενώ επίσης οι περιοχές που ψαρεύουν τα γρι- γρι στο Σαρωνικό είναι πολύ μακριά από τον χώρο που υπάρχει αυτή τη στιγμή το πρόβλημα», εξηγεί ο κ. Κατσιώτης.
Παράλληλα ο διευθυντής της Ιχθυόσκαλας Πειραιά επισημαίνει πως έχουν ενημερωθεί όλοι οι επαγγελματικοί αλιευτικοί σύλλογοι και όλοι οι καπετάνιοι ώστε να είναι σε ετοιμότητα για δύο πράγματα: πρώτον να γίνεται αυτοέλεγχος σε όλα τα ψάρια που αλιεύονται -γιατί όπως σημειώνει είναι εύκολο να μυρίσουν- και δεύτερον αν κάτι προκύψει να ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές, έτσι ώστε να παρέμβουν.
Όπως όμως εξηγεί: «Δεν εγκλωβίστηκαν ποσότητες ιχθυαποθέματος μεταξύ κηλίδας και στεριάς. Δεν υπήρχε ποτέ τέτοιο θέμα γιατί τα ψάρια είναι ελεύθερα και μόλις εντοπίσουν κάποια εστία ρύπανσης φεύγουν».
Από τη μεριά του ο πρόεδρος του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας Μιχάλης Μυτιληνάκης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τονίζει ξανά πως «ό,τι προϊόν διακινείται μέσα από την ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου είναι απολύτως ασφαλές, καθώς όλα τα αλιεύματα προέρχονται από χώρους αλίευσης που ορίζονται από τις λιμενικές αρχές».
Ο κ. Μυτιληνάκης απαντά μάλιστα και σε κάποιες πληροφορίες που θέλουν μείωση κατά 60% στις ποσότητες των αλιευμάτων, υποστηρίζοντας ότι στις 14 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού, είναι πολλοί εκείνοι που νηστεύουν και δεν τρώνε ψάρια. «Εμείς πάντως έχουμε τις ίδιες ποσότητες αλιευμάτων που είχαμε και πέρυσι την αντίστοιχη περίοδο».
Σε σχέση με τους ελέγχους ο πρόεδρος του ΟΚΑΑ, αναφέρει πως είναι πολύ πυκνοί, ενώ από τη Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου και ύστερα από σχετική απόφαση, η αρμόδια κτηνιατρική υπηρεσία πέρα από την μακροσκοπική εξέταση θα πραγματοποιεί καθημερινά δειγματοληψίες, ως ένα επιπλέον μέτρο.
Κλείνοντας και οι δύο, θέλοντας να διαβεβαιώσουν τον κόσμο να τρώει άφοβα τα ψάρια από την Ιχθυόσκαλα, αναφέρουν πως ακόμα και σε περίπτωση που προκύψει το παραμικρό πρόβλημα σε μια ψαροκασέλα, με βάση το σύστημα ιχνηλάτησης που διαθέτουν, εντοπίζεται σε μηδενικό χρόνο το αλιευτικό, η περιοχή και το σημείο αλίευσης. «Πάνω απ΄ όλα προέχει η υγεία των καταναλωτών», καταλήγουν με νόημα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ