Το μέγεθος και η σφοδρότητα της κρίσης που πλήττει –ανοικτά πλέον– τη χώρα εδώ και οκτώ χρόνια είναι, σε μεγάλο βαθμό, συνέπεια της αδυναμίας της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει και να αντιδράσει αποτελεσματικά. Η χώρα θα έπρεπε, ήδη προ ετών, να είχε επανέλθει σε αδιάπτωτη πορεία κοινωνικής ανάταξης και οικονομικής ανάπτυξης. Εν τούτοις, αυτό δε συνέβη και είναι αμφίβολο αν θα συμβεί σύντομα και έγκαιρα, διότι όσο η κρίση παρατείνεται τόσο δυσκολότερες καθίστανται, αφ’ ενός μεν η επίλυση των προβλημάτων που συνεχώς πολλαπλασιάζονται, αφ’ ετέρου δε η υπερνίκηση της ηττοπάθειας και της παραίτησης που κατακυριεύουν τους πολίτες. Μέχρι σήμερα, ως κοινωνία και ως έθνος, χάνουμε τη μάχη της κρίσης διότι, κατά κύριο λόγο, έχουμε ηττηθεί κατά κράτος στο πνευματικό και στο ηθικό επίπεδο. Η κοινωνία μας πάσχει από διανοητικό αποπροσανατολισμό και αυτό έχει ως παρεπόμενο αποτέλεσμα την πλήρη έλλειψη συλλογικής αυτοπεποίθησης, αποφασιστικότητας και αισιοδοξίας, δηλαδή των τριών πλέον απαραίτητων στοιχείων για την επιτυχία, είτε σε ατομικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο.
Οι αιτίες της νοσηρής αυτής κατάστασης διανοητικής παράλυσης και πρακτικής αδράνειας της ελληνικής κοινωνίας είναι αναμφίβολα πολλές, μερικές δε απ’ αυτές πηγαίνουν βαθιά πίσω στον χρόνο. Μία όμως είναι η πιο σημαντική και έχει αποφασιστική σημασία: πρόκειται για το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία, στην πιο κρίσιμη μάλιστα στιγμή της, βρέθηκε πολιτικά άοπλη. Ο πιο σημαντικός παράγοντας σε μια εθνική μάχη, ο συλλογικός διανοούμενος που πρέπει να ηγηθεί και να οδηγήσει το έθνος έξω από την κρίση, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, αποδεικνύονται –δυστυχώς– κατώτερα των απαιτήσεων των καιρών. Αποτελούν αυτά τα ίδια, συστατικά στοιχεία της κρίσης και, κατά συνέπεια, αδυνατούν να λειτουργήσουν ως παράγοντες υπέρβασής της.
Η Ελλάδα κυβερνάται, σήμερα, από ένα σταλινικό μόρφωμα θλιβερά ανερμάτιστο, τραγικά αναλφάβητο και επικίνδυνα αδίστακτο. Ένα πολιτικό μόρφωμα του οποίου το μόνο στοιχείο που υπερβαίνει ακόμη και αυτήν την ανικανότητα των στελεχών του είναι η δημαγωγική του ακράτεια –το στοιχείο, άλλωστε, που το έφερε στην εξουσία την ώρα της πιο βαθειάς εθνικής κατάπτωσης. Η αποπομπή του από την εξουσία –με δημοκρατικά και νόμιμα μέσα– αποτελεί τον απαραίτητο όρο για την έναρξη μιας εθνικής πορείας εξόδου από την κρίση.
Δυστυχώς, όμως, απέναντι στο ανερμάτιστο κυβερνητικό μόρφωμα, στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν υπάρχει κάτι περισσότερο ελπιδοφόρο για τον ελληνικό λαό. Ο πολιτικός σχηματισμός ο οποίος προβάλλει σήμερα ως ο πλέον πιθανός για να διαδεχθεί την παρούσα κυβέρνηση στην εξουσία, είναι ο ίδιος εκείνος πολιτικός σχηματισμός ο οποίος ανάλγητα και καταστροφικά οδήγησε την χώρα στην κρίση και στην κατάρρευση. Και ενώ βαρύνεται με ένα τέτοιο έγκλημα, όχι μόνο δεν έχει απολογηθεί γι’ αυτό, όχι μόνο δεν έχει προσπαθήσει να εξηγήσει στον ελληνικό λαό τι συνέβη ώστε να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τη διανοητική σύγχυση που τον έχει κυριεύσει, όχι μόνο αποσιωπά τις ευθύνες του, αλλά κάνει και κάτι ακόμη χειρότερο. Η «σκληρός πυρήνας» του κόμματος βρίσκεται ουσιαστικά σε σιωπηρή συνεργασία με την κυβερνώσα παράταξη, αποβλέποντας σε ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό: όχι μόνο να απαλλάξουν την καταστροφική διακυβέρνηση της περιόδου 2004-2009 από τις ευθύνες της για την καταστροφή της χώρας, αλλά και να διαφυλάξουν, όσο είναι δυνατόν, όσα στοιχεία τού πελατειακού κράτους δημιούργησαν επί δεκαετίες και φρόντισαν να γιγαντώσουν στην περίοδο που τελικά οδήγησε στην έκρηξη της κρίσης. Πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι ένα τέτοιο κόμμα, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της χώρας, θα μπορούσε να την οδηγήσει έξω από την κρίση;
Η πολιτική γεωγραφία της Ελλάδας είναι σήμερα ελλειμματική, προβληματική και δυσλειτουργική. Κυριαρχούν σε αυτήν, ως δίπολο, ένα σταλινικό μόρφωμα με τυχοδιωκτικό χαρακτήρα και ένα κόμμα που από το 1915 μέχρι σήμερα, μέσα από διαδοχικές μεταμορφώσεις και μεταλλαγές, υπήρξε, στο σημαντικότερο μέρος τής πορείας του, το βασικό, αν και όχι το μοναδικό, στήριγμα της οπισθοδρομικότητας και της καθυστέρησης της Ελλάδας έναντι των απαιτήσεων της Ιστορίας. Πρέπει, επειγόντως, η δύσμορφη και δυστοπική πολιτική αυτή γεωγραφία της χώρας να μεταμορφωθεί, να αποκτήσει ραχοκοκαλιά και λειτουργικότητα. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ανάδειξη σε κεντρικό στοιχείο της ενός σύγχρονου δημοκρατικού κόμματος, πολιτικά φιλελεύθερου και κοινωνικά ριζοσπαστικού με εθνικό χαρακτήρα.
Εννοώ ένα κόμμα που θα πατάει στις παραδόσεις της χώρας αλλά θα βλέπει προς το μέλλον, χωρίς δογματισμούς αλλά και χωρίς βαρίδια από το παρελθόν. Ένα κόμμα που επειδή θα είναι δημοκρατικό και κοινωνικά ευαίσθητο, θα είναι, επίσης, στιβαρό και αυστηρό, γιατί η δημοκρατία υπάρχει μόνο μέσα στην ευταξία και στην περιφρούρηση του νόμου. Που δεν θα λέει στον λαό αυτά που θέλει να ακούσει γιατί είναι ευχάριστα, αλλά αυτά που πρέπει να ακούσει γιατί είναι χρήσιμα. Που δε θα επικεντρώνεται στα δευτερεύοντα θέματα που ικανοποιούν τις ανάγκες της δημαγωγίας, αλλά θα εστιάζει την κοινή γνώμη και το δημόσιο διάλογο στα πραγματικά σημαντικά και νευραλγικά προβλήματα. Ένα κόμμα που δε θα είναι ετερόφωτος μηχανισμός μεταφοράς απόψεων των «ξένων», αλλά θα είναι ένας πνευματικά δημιουργικός και προγραμματικά αποτελεσματικός ιδεολογικός μηχανισμός της ελληνικής πραγματικότητας. Ένα κόμμα που θα έχει ξεπεράσει και απομυθοποιήσει τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων και την σχηματοποιημένη διαίρεση των πολιτικών κατευθύνσεων σε «αριστερά» και «δεξιά». Ένα κόμμα, δηλαδή, που θα καταλαμβάνει το χώρο εκείνον στον οποίον, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, πραγματοποιούνται οι συνθέσεις που οδηγούν στις αποφάσεις και στις πολιτικές που κινούν τις κοινωνίες προς το μέλλον τους, δηλαδή προς την πρόοδο και την προκοπή τους: το χώρο του Κέντρου.
Ένα τέτοιο κόμμα είναι απαραίτητο σήμερα στην χώρα, όχι μόνο ως κόμμα εξουσίας αλλά, πρωτίστως και κατά κύριο λόγο, ως «κόμμα συνείδησης» που με την ύπαρξή του και την πρακτική του θα λειτουργήσει ως εξυγιαντής της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, αναγκάζοντας ακόμη και τους δημαγωγικούς και ανερμάτιστους πολιτικούς σχηματισμούς να αναβαθμισθούν, εξ ανάγκης.
Θα μπορούσε ένα τέτοιο πολιτικό κίνημα να δημιουργηθεί μέσα από τις διαδικασίες συγκρότησης της κεντροαριστεράς που πρόσφατα γνωστοποιήθηκαν; Πιστεύω πως ναι, υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία εκλογής αρχηγού και συγκρότησης του κόμματος θα γίνουν με τον σωστό τρόπο. Ξεκινώντας από την διαδικασία εκλογής αρχηγού: θα πρέπει να είναι ανοικτή σε όλους τους Έλληνες πολίτες, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς παλαιοκομματικά εμπόδια στους υποψηφίους και χωρίς συνοπτικές διαδικασίες. Η εκλογή τού ηγέτη από τους πολίτες με ανοικτή, παλλαϊκή ψηφοφορία και ευρεία και ανοικτή συμμετοχή θα αποτελέσει το ισχυρότερο νομιμοποιητικό στοιχείο όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την όλη διαδικασία οικοδόμησης του νέου πολιτικού φορέα.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής και τέως Πρύτανης του Οικον. Πανεπιστ. Αθηνών.