Ο Γιάννος Παπαντωνίου και η σύζυγός του, Σταυρούλα Κουράκου, καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών έκαστος, εξαγοράσιμη προς 10 ευρώ ημερησίως και χρηματικό πρόστιμο 10.000 ευρώ για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης «πόθεν έσχες» το 2010.
Η ποινή είναι η ίδια με αυτή που είχε επιβληθεί και πρωτοδίκως.
Η υπόθεση αφορά την ποινική δίωξη που άσκησε σε βάρος τους η Εισαγγελία Διαφθοράς ύστερα από έρευνα που διενεργήθηκε, όταν εντοπίστηκε από τα στοιχεία της "λίστας Λαγκάρντ" ποσό 1,3 εκατομμυρίων ευρώ σε λογαριασμό της συζύγου του πρώην υπουργού Σταυρούλας Κουράκου. Η δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του ζευγαριού είναι σε βαθμό πλημμελήματος για τα οικονομικά έτη 2008, 2009 και 2010.
Ο πρώην υπουργός και η σύζυγός του, έχουν καταδικαστεί για προηγούμενες πράξεις που αφορούν τα έτη 2008 και 2009 σε ποινές φυλάκισης 4 ετών ο καθένας, ενώ για την πράξη του 2010 καταδικάστηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο επίσης σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ο καθένας και χρηματικό πρόστιμο 10.000 ευρώ.
Ο κ. Παπαντωνίου υποστηρίζει πως δεν γνώριζε την ύπαρξη του επίμαχου χρηματικού ποσού, καθώς ο ελβετικός λογαριασμός είχε ανοιχθεί το 2000 και αφορούσε χρήματα της κ. Κουράκου και του πρώην συζύγου της, για τις σπουδές των δύο γιων τους.
Υποστήριξε, επίσης, πως το 2010 το επίμαχο ποσό επαναπατρίστηκε και περιήλθε στα παιδιά της συζύγου του.
Ωστόσο, με τις αποφάσεις που έχει εκδώσει ήδη η Δικαιοσύνη δεν έχει αποδεχθεί την εκδοχή του κ. Παπαντωνίου και θεωρεί πως η μη δήλωση των χρημάτων αποτελεί «συντονισμένη προσπάθεια απόκρυψής τους».
Κομβικό σημείο για τους δικαστές αποτελεί ότι η μεταφορά των χρημάτων στην Ελβετία έγινε με τη μεσολάβηση συνεργάτη του πρώην υπουργού.
Όπως είχε αναφέρει ο εισαγγελέας Έδρας στη δευτεροβάθμια δίκη για την πλημμεληματική πράξη της ανακριβούς δήλωσης «πόθεν έσχες», «ο κατηγορούμενος γνώριζε την ύπαρξη των χρημάτων στην HSBC γεγονός που αποδεικνύεται καθώς το ποσό εξήχθη στην Ελβετία από τον κουμπάρο και στενό συνεργάτη του κ. Παπαντωνίου».
Στη δίκη εκείνη είχε καταθέσει ως μάρτυρας πρώην ελεγκτής του ΣΔΟΕ, ο οποίος υποστήριξε στο δικαστήριο ότι τον Απρίλιο και τον Αύγουστο του 2000 είχαν γίνει τρεις καταθέσεις στον τραπεζικό λογαριασμό της Σταυρούλας Κουράκου στην τράπεζα HSBC της Ελβετίας και πως το 2008 τα χρήματα μπήκαν σε καταπίστευμα με τη συμμετοχή και υπεράκτιας εταιρείας. Ο μάρτυρας μάλιστα είχε τονίσει: «Στη δίκη άκουσα πως το καταπίστευμα δημιουργήθηκε για να αποδοθούν τα χρήματα στα ανήλικα παιδιά της κυρίας Κουράκου από τον προηγούμενο γάμο της. Ο λογαριασμός αυτός λειτουργούσε ως "ομπρέλα" και από κάτω μπορούσες να βρεις ο,τιδήποτε, offshore, trust κ.ά».
Η εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την ενοχή του Γιάννου Παπαντωνίου και της συζύγου του για ανακριβή δήλωση πόθεν έσχες. «Δεν αποδείχθηκε η πηγή των χρημάτων η οποία και αγνοείται. Ήταν σύζυγοι που συμβιώνουν, ουδείς λόγος υπήρχε να αποκρύψει η κυρία Κουράκου την ύπαρξη του trust από τον σύζυγο της. Εφόσον προέρχονταν από τον πρώην σύζυγο γιατί να μην γνωρίζει την ύπαρξη αυτή του ποσού ο πρώτος κατηγορούμενος. Αυτός που μεσολάβησε για κατάθεση ήταν φίλος του δεύτερου κατηγορούμενου. Δεν ήξεραν ότι έπρεπε να το δηλώσουν; Οποιοδήποτε πολίτης θα ρωτούσε εκατό φορές νομικούς για το εάν έπρεπε να το δηλώσει. Να κηρυχθούν ένοχοι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι» τόνισε η εισαγγελέας.
Το δικαστήριο αποφάσισε τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων του ζευγαριού και συγκεκριμένα της επικαρπία του σπιτιού της Κηφισιάς που ανήκει στο γιο του ζευγαριού.