Στα 88 του χρόνια, ένας από τους πλέον διάσημους συνθέτες στον κόσμο του κινηματογράφου, διατηρεί όλη τη δημιουργικότητά του και θέλει εκπλήσσει με μια σειρά συναυλιών, εκ των οποίων η μια θα δοθεί στο Παρίσι, στις 21 Σεπτεμβρίου.
«Μου ζήτησαν να διευθύνω τη μουσική μου. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαι πραγματικός διευθυντής ορχήστρας, δεν διευθύνω τη μουσική άλλων συνθετών», εξήγησε ο ιταλός maestro σε συνέντευξή του στο AFP.
Για τον απαιτητικό αυτόν μουσικό, οι συναυλίες είναι επίσης σημαντικές για να εκτιμώνται πλήρως οι συνθέσεις του.
«Στον κινηματογράφο, το κοινό δεν μπορεί να ακούσει με προσοχή τη μουσική, υπάρχουν οι διάλογοι, οι θόρυβοι, τα ειδικά εφέ, όλα αυτά αποσπούν την προσοχή του. Η μουσική πρέπει να ακούγεται και οι συναυλίες επιτρέπουν στο κοινό να ακούει τη μουσική μου, μόνο τη μουσική μου», εξήγησε μέσα από το στούντιο που έχει διαμορφώσει στο τεράστιο διαμέρισμά του στη Ρώμη.
Ο συνθέτης 500 και πλέον μουσικών για ταινίες, μελωδιών που άφησαν εποχή όπως αυτή της ταινίας «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» (1966) ή αυτή με το υπέροχο σόλο των όμποε στην ταινία «Η Αποστολή» (1986) δεν έχει χάσει διόλου την ενέργειά του και το πάθος για την τέχνη του.
Ωστόσο, χαμογελά όταν συγκρίνει το ευρύ φάσμα της δουλειάς του, που συνδυάζει τόσο ποικιλόμορφες μουσικές για τις κωμωδίες, τις δραματικές ταινίες και φυσικά τα γουέστερν, με τον πλούτο του έργου συνθετών όπως ο Μότσαρτ ή ο Ροσίνι, οι οποίοι ήταν επίσης ιδιαίτερα παραγωγικοί.
«Το γεγονός ότι μπόρεσα να συνθέσω μουσική εντελώς ελεύθερα και με τρόπο τόσο διαφορετικό κατέστη δυνατόν όχι μόνο γιατί μπορούσα να υπολογίζω στην τεχνολογία αλλά και γιατί ήταν απαραίτητο να αλλάζω ύφος σε κάθε σύνθεση. Το απαιτούσε η κάθε ταινία», δήλωσε.
Ωστόσο ο Μορικόνε αναγνωρίζει πως οι συνθέσεις του για τον κινηματογράφο μοιάζουν πιο εύκολες, πιο εμπνευσμένες, σε σχέση με τα περίπου 100 έργα μουσικής δωματίου και σύγχρονης μουσικής που έχει γράψει.
Ο Μορικόνε, που έχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ και αλλού, είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης του 20ου αιώνα που οφείλει επίσης την επιτυχία του σε έναν επιδέξιο συνδυασμό εικόνας και μελωδίας, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ποια είναι η συνταγή; «Δεν υπάρχει συνταγή, απολύτως καμιά. Ωστόσο προσπάθησα πολύ να εφεύρω έναν τρόπο γραφής της μουσικής με πολλές παύσεις. Κάτι σαν μια σκέψη που έρχεται και φεύγει και επαναλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο. Πάντα ήθελα να αλλάξω παρότι στο τέλος παραμένω ο ίδιος».