Τη θέση του πρεσβευτή της στην Αυστρία, που παρέμενε κενή επί έντεκα μήνες, πρόκειται να καλύψει η Τουρκία, στέλνοντας από την 4η Ιουλίου στη Βιέννη ως επικεφαλής της διπλωματικής της αντιπροσωπείας στην αυστριακή πρωτεύουσα τον Μεχμέτ Φερντέν Τσαρικσί. Αυτό ανέφερε σήμερα ο εκπρόσωπος του αυστριακού υπουργείου Εξωτερικών Τόμας Σελ, επιβεβαιώνοντας σχετική είδηση της αυστριακής εφημερίδας Kleine Zeitung.
Τον Αύγουστο της περασμένη χρονιάς, η Τουρκία είχε ανακαλέσει στην Άγκυρα για διαβουλεύσεις τον τότε πρεσβευτή της στη Βιέννη, Χασάν Γκεγκιούς, εξαιτίας της έντασης στις αυστροτουρκικές σχέσεις με αφορμή την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 και τις ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις της Αυστρίας.
Η Βιέννη εμφανίζεται να έχει κρατήσει ίσως την πλέον αυστηρή στάση τόσο απέναντι στις εκκαθαρίσεις, τις διώξεις και την καταπίεση που ακολούθησαν την απόπειρα πραξικοπήματος, όσο και απέναντι στην εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος, που υπήρξε επακόλουθο του αμφιλεγόμενου δημοψηφίσματος της 17ης Απριλίου 2017για την αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος και τη μετατροπή του τουρκικού πολιτικού συστήματος σε προεδρικό.
Ήδη την επομένη της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος, η Βιέννη δια στόματος του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς, τόνιζε την ανάγκη να προστατευτούν οι ανθρώπινες ζωές και να γίνουν σεβαστά το κράτος δικαίου και η δημοκρατία, ενώ ο ίδιος προειδοποιούσε, απευθυνόμενος προφανώς άμεσα στον τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, πως «αυτό το στρατιωτικό πραξικόπημα δεν δίνει άδεια για να ενεργεί κάποιος αυθαίρετα και εκτός του πλαισίου του κράτους δικαίου».
Την πρώτη αυτή αυστριακή αντίδραση ήρθε να συμπληρώσει αμέσως μετά ο αυστριακός ομοσπονδιακός καγκελάριος Κρίστιαν Κερν, ο οποίος ζητούσε να παρακολουθούνται με προσοχή οι εξελίξεις στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα, και έθετε, ενόψει και των από τότε προθέσεων του Ερντογάν για επαναφορά της θανατικής ποινής, θέμα αναστολής της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητώντας μάλιστα στη συνέχεια, σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Οι επανειλημμένες αρνητικές τοποθετήσεις, τις εβδομάδες που ακολούθησαν, τόσο του καγκελαρίου Κρίστιαν Κερν όσο και του υπουργού Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς, απέναντι στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, οδήγησαν σε ένταση στις αυστροτουρκικές σχέσεις, που κατέληξε τον περασμένο Αύγουστο στην ανάκληση στην Άγκυρα για διαβουλεύσεις του Τούρκου πρεσβευτή στην Αυστρία.
Η ένταση, εξαιτίας της οποίας παρέμενε κενή έως τώρα η θέση του τούρκου πρεσβευτή στη Βιέννη, ενισχύθηκε από φέτος τον Φεβρουάριο και μετά, με τις αλληλοκατηγορίες Βιέννης και Αγκύρας για το ενδεχόμενο προπαγανδιστικής εμφάνισης στην Αυστρία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα του περασμένου Απριλίου.
Βέβαια, η ένταση υπέβοσκε από τουλάχιστον τον Ιούνιο του 2014, όταν ο Ερντογάν, πρωθυπουργός ακόμη της χώρας του, είχε επισκεφθεί ανεπίσημα τη Βιέννη και είχε μιλήσει σε 13.500 οπαδούς του κόμματός του στο πλαίσιο της τότε προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς — στις οποίες αναδείχθηκε τελικά πρόεδρος — προκαλώντας τη δυσαρέσκεια της αυστριακής ηγεσίας, στην οποία όμως είχε αντιδράσει με δριμύτητα η Άγκυρα.
Σε σχέση με την αυστροτουρκική ένταση, πρέπει να υπενθυμιστεί πως είχαν προηγηθεί χρόνια νωρίτερα, τόσο σε επίπεδο τούρκων διπλωματών, όσο και των ίδιων των επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, οι κατά καιρούς κριτικές τους απέναντι στην αρνητική στάση που τηρούσε και εξακολουθεί να τηρεί η Βιέννη απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Η ένταση στις αυστροτουρκικές σχέσεις και η επανειλημμένα σφοδρή αντίδραση της Άγκυρας, οφείλεται και στο γεγονός της αμετάβλητης, σαφούς απόρριψης από την συντριπτική πλειονότητα των Αυστριακών μιας ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό: στην τελευταία δημοσκόπηση της Αυστριακής Εταιρείας Ευρωπαϊκής Πολιτικής ανερχόταν στο 80%, το υψηλότερο που έχει καταγραφεί την τελευταία δεκαετία.
Η Αυστρία είχε προβάλει επιφυλάξεις και αντίσταση στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ τον Οκτώβριο του 2005, και μέχρι την τελευταία στιγμή επέμενε σε μια διατύπωση πως «οι διαπραγματεύσεις συνιστούν μια ανοικτή διαδικασία, για το αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις εκ των προτέρων».
Η αυστριακή κυβέρνηση ζητούσε και ζητά, μόνον μια «προνομιακή σχέση» για την Τουρκία αντί της πλήρους ένταξης, ενώ όλα τα αυστριακά κοινοβουλευτικά κόμματα συμφωνούν πως, στην περίπτωση κατάληξης των διαπραγματεύσεων σε ένταξη της Τουρκίας, οι αυστριακοί πολίτες θα πρέπει οπωσδήποτε να κληθούν σε δημοψήφισμα για να έχουν οι ίδιοι τον τελευταίο λόγο.